Γκιακ σημαίνει αίμα…

Στο εξής, η τέχνη ενσωματώνει όλο το φανταστικό μουσείο, νομιμοποιεί τη μνήμη, αντιμετωπίζει ισότιμα το παρελθόν και το παρόν, κάνει να συγκατοικούν χωρίς αντιφάσεις όλα τα στιλ”
Ζιλ Λιποβετσκί, Η εποχή του κενού


του Άγγελου Μουταφίδη

Το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου αποτέλεσε, αναμφισβήτητα, το εκδοτικό γεγονός της περιόδου. Κατάφερε όχι μόνο να σημειώσει αλλεπάλληλες ανατυπώσεις, αλλά και να ξεπεράσει κατά πολύ τον μέσο ορίζοντα παρουσίας ενός έργου (και μάλιστα, μιας συλλογής διηγημάτων!) στο επίκεντρο της δημόσιας προσοχής και συζήτησης.

Τα κείμενα που γράφτηκαν για το βιβλίο εστίασαν, στην πλειοψηφία τους, στη γλωσσική επινοητικότητα και στην κατασκευαστική εντέλεια των διηγημάτων, στην επικαιροποίηση της λαϊκής προφορικής αφήγησης στη συνάντησή της με την Ιστορία, αλλά και το πλαίσιο προσδοκιών του σύγχρονου αναγνώστη. Τονίστηκε, ακόμη, η τοποθέτησή του δίπλα σε σημαντικές στιγμές της λογοτεχνικής παράδοσης (στο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη του Θανάση Βαλτινού και την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, για παράδειγμα), η ιδιόμορφη θέση που λαμβάνει ως συνέχεια, αλλά και ρήξη ταυτόχρονα, ενός ορισμένου λογοτεχνικού κανόνα. Έγινε λόγος για ένα νέο ρεύμα “μεταμοντέρνας ηθογραφίας” που, με χαρακτηριστική εκδήλωσή του το Γκιακ, καταφεύγει στη ρίζα λαϊκών παραδοσιακών ιδιωμάτων και περιφερειακών τόπων για να συλλέξει ιστορίες παρεκκλίνουσες από την (εθνική, γλωσσική, ιστοριογραφική) κανονικότητα.

Τα παραπάνω είναι, αναμφίβολα, πολύ σημαντικά. Διευκολύνουν τη γραμματειακή πλαίσιωση και τη φιλολογική ταξινόμηση, φωτίζουν μετασχηματισμούς που συντελούνται στο πυκνό παρόν της λογοτεχνίας μας και συνήθως περνούν απαρατήρητοι. Γράφτηκαν κείμενα που χαρακτηρίζονται από αναλυτική διαύγεια, επιτρέποντας στον αναγνώστη να αποκρυπτογραφήσει, με τη συνδρομή ποικίλων θεωρητικών εργαλείων, τη δομική αρχιτεκτονική του βιβλίου (βλ., για παράδειγμα, το εκτενές κείμενο του Βαγγέλη Μπιτσώρη στα Σύγχρονα Θέματα, τχ. 128-129).

Το πρόβλημα είναι  ότι η σφαίρα του δημόσιου (ακαδημαϊκού ή δημοσιογραφικού) λόγου περί της λογοτεχνίας, με λίγες εξαιρέσεις, δυσκολεύεται να αποσπαστεί από τη γοητεία που συνεχίζει να ασκεί ο ευρύς νεοφορμαλισμός της δεκαετίας του ’60, από την πεποίθηση ότι η αξία ενός λογοτεχνικού έργου εξαντλείται στην καινοτομία της δομής του και ότι η αναφορικότητά του περιορίζεται, κατά βάση, στο εσωτερικό της λογοτεχνικής ιστορίας. Ένα κράμα αναχρονιστικού γλωσσοκεντρισμού και περιγραφικού πάθους έχει καθορίσει τις επιλογές της σύγχρονης κριτικής.

Ο λόγος αυτός γίνεται, έτσι, το εμβριθές ανάλογο της διαφημιστικής λογικής της βιβλιόφιλης μπλογκόσφαιρας: και οι δύο αποφεύγουν να δουν το έργο στον ορίζοντα της παρουσίας του, στη συνάντησή του με άλλους λόγους, στη συνομιλία του με το πεδίο των ιδεών και των αξιών, να θέσουν το ερώτημα της σημασίας του για την ευρύτερη πολιτισμική ζωή. Μ’ αυτό τον τρόπο, τα έργα εγκλείονται είτε στο ασφυκτικό πλαίσιο μιας φιλολογικής συζήτησης είτε στην εξουθενωτική λογική της καταγραφής αναγνωστικών εντυπώσεων, όπως συμβαίνει κατά κόρον στο διαδίκτυο.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο Γκιακ: πέρα από την (αδιαμφισβήτητη) λογοτεχνικότητα, πέρα από την αρτιότητα της κατασκευής και τον έλεγχο των αφηγηματικών μέσων, ποια είναι η σημασία του ως ολικού φαινομένου στο πεδίο της σημερινής πολιτισμικής κίνησης, στη σφαίρα της πολιτισμικής ανταλλαγής; Ποιο είναι το στίγμα του ως δημόσιου γεγονότος;

Παρά την πολύμηνη παρουσία του Γκιακ στη δημοσιότητα, δεν επιχειρήθηκε ακόμη να αναλυθεί η σημαίνουσα αξία της επιτυχίας του, να παραχθεί μια ερμηνεία που να απαντά στο “πώς” της καταξίωσής του. Το “λογοτεχνικό συμβάν” της κρίσης έχει καταφέρει να μας συναρπάσει, να μας εκπλήξει, να μας ενθουσιάσει· παρήγαγε, όμως, κάποιον στοχασμό για το σήμερα;

Σ’ αυτό το ερώτημα δόθηκαν δύο απαντήσεις. Πρώτον, ότι μία από τις πρωτοτυπίες του Γκιακ είναι η απομυθοποιητική παρουσίαση των περιπετειών του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, η συμβολή του στην οριστική υπέρβαση μιας ορισμένης επικής και ηρωικής ιστοριογραφικής αφήγησης για την μικρασιατική εκστρατεία. Δεύτερον, ότι επιτελεί έναν λογοτεχνικό αναστοχασμό της σχέσης ταυτότητα-ξενότητα, έναν προβληματισμό για την αντανακλαστική βία και τις στρατηγικές αυτοσυντήρησης του εαυτού (συλλογικού ή ατομικού) απέναντι σε ό,τι λογίζεται ως αιφνίδια εισβολή του άλλου στην επικράτεια του οικείου. Μπορεί, έτσι, να εκληφθεί ως μια λογοτεχνική κατάθεση αγωνίας για τη δυσοίωνη τύχη των σημερινών μεταναστευτικών και προσφυγικών πληθυσμών και τα δράματα της ταυτότητας στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και των αποριών της πολυπολιτισμικότητας.

Οι απόψεις αυτές, πέρα από το ότι παρακάμπτουν πλήρως τη δεσπόζουσα γλωσσική-ιδιωματική επένδυση του κειμένου εστιάζοντας μονομερώς στη διάσταση του “μηνύματος”, περισσότερο συσκοτίζουν παρά βοηθούν στην κατεύθυνση μιας κριτικής διέλευσης της συλλογής.

Γιατί, αν υποτεθεί ότι τα παραπάνω ισχύουν, τι επιπλέον προσφέρει το Γκιακ πέρα από τον υπερθεματισμό και τη λογοτεχνική επικύρωση ενός ιστοριογραφικού (μα και βιωματικά κεκτημένου) κοινού τόπου; Ποιος αμφισβητεί πλέον σήμερα -στην αμετάκλητα αντιηρωική εποχή μας- ότι ένας πόλεμος συμπεριλαμβάνει σφαγές εκατέρωθεν; Ότι η εθνικιστική ιστορική δόξα αποτελεί, όχι απλώς μειονοτικό, μα σχεδόν περιθωριακό φαινόμενο; Για ποιο λόγο να θεωρηθεί ριζοσπαστική μια “αντιεθνικιστική” λογοτεχνική προσέγγιση της πολεμικής μας ιστορίας, όταν απλώς ευθυγραμμίζεται με μια αυτονόητη παραδοχή;

Αλλά, και στο σοβαρότερο, ίσως, ζήτημα της λογοτεχνικής διαπραγμάτευσης της σχέσης μεταξύ εαυτού και άλλου (αν θεωρήσουμε ότι το βιβλίο όντως εμπεριέχει μια πρόθεση παρέμβασης στην παρούσα κοινωνική κατάσταση), δεν θα προσέφερε κάτι παραπάνω από μια σύγκλιση με τον, αρκετά διαδεδομένο, καλλιτεχνικό (φιλ)ανθρωπισμό της προσφυγικής κρίσης, την προσωπική ευαισθησία που, απέναντι στη σύνθετη πραγματικότητα του προβλήματος, αντιπαρέθετε την ενοχική υπερβολή, τη μόχλευση των οικείων προσφυγικών μας δραμάτων και την  ηθική ρητορική της αλληλεγγύης.

Το φαινόμενο “Γκιακ” χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, μια διαφορετική προσέγγιση. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στον ριζικά υβριδικό χαρακτήρα του, στη σοκαριστικά ευρύχωρη κατασκευή του, στην εκπληκτική ευκολία με την οποία αναμιγνύει και συγχωνεύει μορφές, θέματα και στιλ του παρελθόντος και του παρόντος. Ο συγκερασμός ενός ακραίου γλωσσικού κονστρουξιονισμού και του γλωσσικού πριμιτιβισμού της ιδιωματικής λαλιάς, του μεταμοντέρνου, κιτς splatter-ισμού και του φυλετικού κώδικα του αίματος, της ψυχρής βίας και της προφορικής ζέσης, του διακειμενικού εξωτισμού (κόμικς, νοτιοκορεατικός κινηματογράφος, Brokeback Mountain κ.ά.) και του πολιτισμικού λαϊκισμού (του “ακούω-τον-παππού-μου-να-μιλάει”), είναι πρωτοφανής και ορίζει την ιδιοτυπία ενός κειμένου που προκαλεί, ομολογουμένως, μια μεγάλη αμηχανία στον κριτικό αναγνώστη.

Μέσα από την διπλή αισθητικοποίηση της ωμότητας και της λαϊκής γλώσσας, της αποχαλινωμένης βίας και της πατρογονικής μυχιότητας, του αιματηρού κύκλου της εκδίκησης και της γλωσσικής αυτονόμησης, το Γκιακ κινείται στην κατεύθυνση μιας μεταμοντέρνας ιδιοποίησης του παρελθόντος, το οποίο εγγράφει στον αισθητικό κώδικα της ελεύθερης κυκλοφορίας της φρίκης, της κτηνωδίας, του σοκ, στην αποδραματοποιημένη και ανιστορική σφαίρα των σύγχρονων επελάσεων του αίματος.

Αυτή η συναίρεση υπερνεωτερικού και προνεωτερικού, καταγωγικού και μετα-ιστορικού, αυτή η απίστευτη λογοτεχνική και πολιτισμική αλχημεία, μπορεί, έτσι, να αγγίξει εντελώς ετερόκλητα αναγνωστικά δίκτυα: από καθηγητές φιλολογίας μέχρι απλούς λαϊκούς ανθρώπους, από τον πλέον ένθερμο δομιστή μέχρι τον μέσο ανυποψίαστο αναγνώστη, από τον πιο προωθημένο μεταμοντέρνο μέχρι νοσταλγούς της καθαρεύουσας και οπαδούς της επιστροφής των περιφερειακών γλωσσών. Πατώντας, από τη μία πλευρά, στο έδαφος μιας παγκοσμιοποιημένης και δημοφιλούς μαζικής αισθητικής της “παράβασης” και της “πρόκλησης” και, από την άλλη πλευρά, σε κοινούς τόπους της ελληνικής ιδεολογίας (μυθοποίηση της ιστορικής αφήγησης, έλξη του κοινοτικού ήθους κλπ.), το Γκιακ κατάφερε, πράγματι, να γίνει το best-seller και must read της κρίσης.

Αποτελεί, όντως, μια καμπή για την ιστορία της λογοτεχνίας μας; Πιθανόν. Ίσως, όμως, να αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα πολιτισμικό σύμπτωμα: το σύμπτωμα μιας γενιάς -της γενιάς μας- που, νοσταλγώντας την Ιστορία, την τραχύτητα και τη βίαιη, μα υποσχετική φυσιογνωμία των μεγάλων ιστορικών καιρών, προσκολλήθηκε μιμητικά στους τρέχοντες κώδικες, στην αστόχαστη ανακύκλωση σημείων του παρελθόντος (ενός μη βιωμένου, αφηρημένου παρελθόντος) και στην προσχηματική, άγαρμπη επικαιροποίησή τους. Η εμφάνιση του Γκιακ, κάτω από αυτό το πρίσμα, ίσως να μαρτυρεί ακριβώς αυτή την αμηχανία μπροστά στην πρόκληση μιας λογοτεχνικής επεξεργασίας, όχι του παρόντος, αλλά ενός μυθοπλαστικού λόγου που να αφορά δραστικά -και όχι επιδερμικά- το ελληνικό παρόν. Ενός λόγου που να ξεφεύγει από την αναμνηστική νοσταλγία ή την εμπορική κιτς φαντασμαγορία και να αρθρώνει μια ουσιώδη αφήγηση για τον σημερινό αναγνώστη.

Πέρα από την κατασκευή, υπάρχει κι ένα φαντασιακό της λογοτεχνικής δημιουργίας. Και η προοπτική της ελληνικής λογοτεχνίας δεν μπορεί να σφυγμοδοτείται από ένα φαντασιακό του αίματος και της αιώνιας ανακίνησης της Ιστορίας, όσο βασανιστική κι αν είναι η απουσία της.

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s