Forget ’49

Για να επιζήσει κανείς πρέπει να ξεχάσει, να αφήσει μακριά τις αναμνήσεις που δεν τον αφήνουν να προχωρήσει”
– Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ένας καλός γιος


του Δημήτρη Μουταφίδη


Υπάρχουν κάποια κείμενα που δεν χρειάζονται την επικαιρότητα για να γραφτούν, αλλά μας αφορούν. Υπάρχουν κι αυτά που γράφονται, βαφτίζονται επίκαιρα και μεταδίδονται, μεταμφιέζονται, επιδρούν, οξύνουν πάθη και διαμορφώνουν το τοπίο. Γράφτηκαν πολλά τέτοια μέσα στην κρίση. Τέτοια ήταν τα εμφυλιοπολεμικά, τα εαμικά, τα αντιστασιακά, τα λογοτεχνικά της πολιτικής μνήμης, τα αντιαποικιοκρατικά, τα αντινεοφιλελεύθερα κ.ά. Συνάμα, οι σύγχρονες ριζοσπαστικές θεωρίες εισήχθησαν στη χώρα μας και διυλίστηκαν μέσα από το φίλτρο των εμφύλιων παθών και την επιθυμία της αυτοεπιβεβαίωσής τους. Ένα σύνθημα αγγίζει τον πυρήνα των κειμένων αυτών: “Και τώρα και πάντα, όπως το ’40…”.

Ο Βελουχιώτης ξανάγινε της μόδας. Λίγο Ε.Α.Μ., λίγο ρεμπέτικο (σοσιαλιστικό, πάντα!), λίγος Γλέζος, ξανά τ’ αντάρτικα, το “Φυσάει κόντρα”, το “Σιγά μην κλάψω”. Όλα αυτά συνθέτουν το πολιτικό κλίμα και την πολιτική αντίληψη της δεκαετίας του 2010, τα οποία μοιράστηκαν τόσο η Αριστερά (σύσσωμη!) όσο και η ριζοσπαστική και λαϊκή δεξιά μέχρι την άνοδο των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στην εξουσία, που έπαιξαν μ’ αυτά τα νοήματα και τα ενίσχυσαν. Αυτός ήταν -και είναι ακόμη- ο καταστατικός μύθος της κρίσης: η επαναφορά του Εμφυλίου στα πάθη. Πώς; Αναφέροντάς τον – έχουμε πόλεμο. Μεταμφιέζοντάς τον – έχουμε οικονομικό πόλεμο. Κάνοντάς τον φαντασίωση – ποιος ριζοσπάστης δεν έχει φανταστεί τον εαυτό του χτυπημένο από τα ΜΑΤ;

Όλη αυτή η εμφυλιοφιλία, η πολεμολογία, η γεωστρατηγική (sic), ο αριστερός λαϊκισμός, η κεϋνσιανή οικονομολογία, οι περίπατοι στους “τόπους μνήμης”, δεν παρήγαγαν ούτε μία κοινωνική, οικονομική, δημοκρατική, διοικητική, πολιτισμική και αισθητική εναλλακτική προοπτική για τη χώρα. Και δεν θα ‘θελα ν’ ακούσω την ένσταση ότι ο δραχμισμός υπήρξε και υπάρχει ως εναλλακτική. Γιατί ο δραχμισμός, πέρα από ακαδημαϊσμός, είναι μια αυταπάτη της χρηματικής αφθονίας και μιας νοσταλγικής κοινωνικής ευημερίας, στα πλαίσια ενός κράτους-πρόνοιας με ελλειμματικές πολιτικές, που αγνοεί, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της διαχείρισης του πλούτου και της ανάπτυξης.

Τώρα, τα πράγματα είναι ελαφρώς διαφορετικά. Μετά τις διαψεύσεις της Αριστεράς, ήρθε η στιγμή των εμφύλιων παθών της Δεξιάς. Αμέτρητοι φιλελεύθεροι, συντηρητικοί, μεταρρυθμιστές, εκσυγχρονιστές, αντιλαϊκιστές, μοιράζονται μια κοινή φαντασίωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λένε, είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα μπολσεβίκικο κόμμα, που επιδιώκει να φέρει τον κομμουνισμό ή ένα πολίτευμα στα πρότυπα της Λατινικής Αμερικής, και, στην κολυμπήθρα αυτής της φαντασίωσης, βαφτίζουν τη “μαχητική” αρθρογραφία τους “αντικομμουνιστικό” και “αντιολοκληρωτικό” αγώνα. Προσδεδεμένοι στο άρμα της κυνικής ευθυκρισίας του Μητσοτάκη και τον εθνικο-φιλελευθερισμό του επιτελείου του, με τον πιο απλοϊκό λόγο περί τάξης και με τον δικό τους εκδικητικό πόθο για δικαίωση, διεκδικούν την εκλογική, ιδεολογική και ηθική νίκη τους.

Όλα αυτά δεν είναι τίποτα παραπάνω από αντιστροφή του προηγούμενου σχήματος, που αναμασά τα ίδια πάθη σε δεξιές κοινοτοπίες. Απορροφημένοι από το είδωλο του αντικειμένου στο οποίο άσκησαν κριτική τα τελευταία χρόνια, οικειοποιούνται το “εμείς ή αυτοί” (αυτοί, οι πρώην υπερασπιστές της συναίνεσης!), παλεύοντας να κάνουν τον Παπάγο, δίπλα στον Βελουχιώτη, τον νέο star της πολιτικής showbiz.

Αν μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ μας στοίχειωνε η φράση του Κούντερα “ο αγώνας ενάντια στην εξουσία είναι η πάλη της μνήμης ενάντια στη λήθη”, τώρα αναδύεται η τραγελαφική αντιστροφή της, ότι δηλαδή “ο αγώνας ενάντια στην εξουσία είναι η πάλη της λήθης ενάντια στη μνήνη”. Μα καμιά απ’ τις δύο φράσεις-προτάγματα δεν είναι σε θέση να συγκρουστεί με την εμφυλιακή συνειδησιακή δομή της ελληνικής κοινωνίας, γιατί εν τέλει την αναπαράγει. Η πρώτη γιατί μας καλεί επιτακτικά να θυμόμαστε ανά πάσα στιγμή τα όσα υπέστησαν οι παππούδες μας (πολύ απλά!), και η δεύτερη γιατί μας καλεί να τα ξεχάσουμε όλα, ενώ στην πραγματικότητα η λήθη τους είναι μία, ίδιας υφής με την προηγούμενη, ιδεολογική μνήμη. Και οι δύο, όμως, ιδεολογικοποιήσεις αθωώνουν ή αποσιωπούν τη σκληρότητα και τη βιαιότητα του στρατοπέδου που επιλέγουν, επαναπαυόμενοι στο να υπενθυμίζουν τη σκληρότητα “των άλλων”.

Ακόμη, στις τωρινές χρήσεις της, αυτή η διασπορά του Εμφυλίου σε ανόμοιους λόγους, που δεν σέβεται, τελικά, όσους έζησαν την εποχή εκείνη, αδυνατεί να συγκρουστεί με τον ριζικό μύθο της σύγχρονης πολιτικής, όπως διαμορφώθηκε μέσα από τις ιστορικές δονήσεις των προηγούμενων δεκαετιών, κι έχει την καταγωγή του στη φράση του Κλαούζεβιτς, που λέει ότι “η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα”. Αυτή είναι η φράση που εκβάλλει στους σύγχρονους αυταρχισμούς, τις μη φιλελεύθερες δημοκρατίες, τις “δημο-κτατορίες”, τους λαϊκισμούς και δομεί την πολιτική σκέψη, πρακτική και στρατηγική τους.

Μπροστά σ’ αυτές τις ιδεολογίες της μνήμης και τα πολεμικά εφέ της πολιτικής, οι διανοούμενοι, οι ιστορικοί και οι εκδοτικοί οίκοι δεν θα έπρεπε να παραλύσουν ή να εκμεταλλευτούν τη συνθήκη προς ίδιον όφελος. Αντίθετα, θα έπρεπε να στοιχηματίσουν στην προσπάθεια παραγωγής έργων που προάγουν μια ακριβοδίκαιη μνήμη, μακριά από τις σύγχρονες, αριστερές και δεξιές, καταχρήσεις παλαιότερων δραμάτων. Μια ακριβοδίκαιη μνήμη που ισοδυναμεί με την έννοια της “ιστορικής συνείδησης”, αλλά διαφέρει απ’ αυτήν στο ότι δε σκοπεύει να επωμιστεί το “μήνυμα”, τους “νόμους” ή τους “σκοπούς της Ιστορίας” (σύμφωνα με μια παλιά μαρξιστική φαντασίωση), και επιδιώκει να κατασιγάσει τα πάθη μέσα από νέες αφηγήσεις κι όχι αποσιωπώντας γεγονότα. Οι αποσιωπήσεις, τελικά, είναι εκείνες που πυροδοτούν αυτά τα πάθη στην Ελλάδα.

Το Απέναντι στο ακραίο του Τσβετάν Τοντορόφ ανήκει σε αυτά τα εγχειρήματα. Ασχολείται με την πολύπαθη, για την Ευρώπη και τον κόσμο, πενταετία ’40-’45 και, χωρίς αποσιωπήσεις, αλλά με ανθρωπιστική ζέση, αναδεικνύει τρόπους ζωής, μορφές του φόβου και της αντίστασης στο κακό που σκοπό είχαν να διατηρήσουν “την ανθρωπινότητα των ανθρώπων” μέσα ή μακριά απ’ τα πεδία των μαχών, εντός ή εκτός των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ταυτόχρονα, προσφέρει παρατηρήσεις για τον ψυχισμό, τις επιθυμίες, τα νοήματα των δρώντων και από τα δύο στρατόπεδα. Τέτοια έργα μπορούν να κάνουν κατανοητή και μια εποχή και τους ανθρώπους της, να πουν το αυτονόητο, ότι είναι άλλο ο πόλεμος κι άλλο η πολιτική, και να στρέψουν το βλέμμα μας σε άλλα σημεία μιας ιστορικής περιόδου.

Με ανάλογα εγχειρήματα, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ξεφύγουμε απ’ τον επικό εαυτό μας, της δράσης και των ηρωισμών, σύμφωνα με τη λογική του οποίου όσο πιο απόμακρος είναι ένας πόλεμος κι ένας θάνατος άλλο τόσο μπορούμε με την άνεσή μας να τους εξωραϊζουμε, και να κατευθυνθούμε προς έναν αναστοχαστικό ανθρωπισμό. Προς μια σκέψη, δηλαδή, που ανασυντάσσει τις μνήμες της και επιδιώκει να είναι ακριβοδίκαιη στις κρίσεις της για το παρελθόν -και το παρόν κατ’ επέκταση- κι ας μας κρατήσει αυτή η δουλειά, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, μακριά απ’ το πεδίο των κοινωνικών διεκδικήσεων. Τότε θα μπορέσουμε, ίσως, να ξαναμίλησουμε για πρόοδο και αυτή τη φορά δεν θα αφορά μόνο την οικονομία.

Ο λυρικός παροξυσμός της επιχειρηματικότητας και της ευημερίας των προηγούμενων δεκαετιών παραχώρησε τη θέση του στην επική υποκειμενικότητα της κρίσης. Στο μεταξύ, δεν ξεπεράστηκαν η Βάρκιζα, ο Γράμμος, το Βίτσι, τα Δεκεμβριανά, το μετεμφυλιακό κράτος και οι γλωσσικές μεταμορφώσεις τους μέσα στον χρόνο, γιατί δεν ξεπεράστηκε αυτή η παραδοσιοκρατία των παθών, που παράγει ομοιώματα πολέμων σε ειρηνικούς καιρούς. Αυτή η παραδοσιοκρατία πρέπει να αναχαιτιστεί και να πάψει το όποιο πατριωτικό ή αντιστασιακό παρελθόν να είναι ο δικαστής των αποφάσεων και των παθών μας.

* Πίνακας: John Sokol: At the river of forgetfulness

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s