Όταν ένα πολιτικό σχέδιο αποτυγχάνει, δεν πεθαίνει. Αφήνει το ίχνος του στον πολιτικό χάρτη, στη συνείδηση των πολιτών και στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αφήνει πίσω του εκείνους που υποστηρίζουν ότι η πρώτη του υλοποίηση δεν ήταν αυθεντική κι αναμένουν μια επανεμφάνισή του ή εργάζονται γι’ αυτήν. Αρνούμενοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους για μια θεωρία κι ένα πρόταγμα που χρεωκόπησε. Αρνούμενοι να παραδεχτούν ότι ενδιαφέρονται μόνο για την αυτοσυντήρησή τους.
Αυτή είναι η συνοπτική ιστορία του αριστερού λαϊκισμού, που προσωποποιείται παραδειγματικά στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήδη έχει αρχίσει να διαχέεται και σ’ άλλους πολιτικούς χώρους, όπως στο ΠΑΣΟΚ και την Ανταρσύα. Αυτή είναι η ιστορία ενός πολιτικού σχεδίου που απορρόφησε, χωρίς όμως να λειάνει και να επεξεργαστεί πολιτικά, την πρωτογενή και ανεπεξέργαστη ριζοσπαστικοποίηση των μικροαστικών τάξεων που δέχτηκαν τα απανωτά πλήγματα της οικονομικής κρίσης. Το σχέδιο αυτό κατέληξε, από τη μία πλευρά, στη δημιουργία μιας νέας ελίτ, μιας “κεντριστικής” (Τρότσκι) μετα-αγωνιστικής γραφειοκρατίας, μιας ηγεσίας, δηλαδή, που, αποκομμένη απ’ την εκλογική της βάση, πράττει (αυτο)συντηρητικά, αλλά επενδύει ταυτόχρονα τις πράξεις της με ριζοσπαστικά λεξιλόγια, ώστε να εμφανίζεται ριζοσπαστικότερη από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση ή κίνημα. Από την άλλη πλευρά, παρήγαγε ένα νέο κύκλο απογοήτευσης και δυσφορίας για την πολιτική και οικονομική κατάσταση.
Όλα αυτά τα χρόνια η κριτική που ασκήθηκε στον αριστερό λαϊκισμό, κυρίως ως κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ και στους “αδελφούς” σχηματισμούς του στην Ευρώπη, όπως οι Podemos στην Ισπανία, ο Μελανσόν στη Γαλλία ή ο Γκρίλλο στην Ιταλία, υπήρξε δίκαιη και διαφωτιστική, και συνεχίζει να είναι. Παρ’ όλο που ο λαϊκισμός της αριστεράς φαίνεται να έχει ναυαγήσει, είναι νόμιμο να συνεχίζουμε να θέτουμε ερωτήματα γι’ αυτόν, ειδικά στην Ελλάδα, γιατί επανέφερε κι επανεπένδυσε σ’ έναν συγκεκριμένο τύπο συνείδησης ο οποίος προϋπήρχε και στο έδαφος του οποίου δομήθηκε, με τον τρόπο του, ο σημερινός αριστερός λαϊκισμός. Δομήθηκε πάνω σ’ εκείνη τη συνείδηση που ενηλικιώθηκε πολιτικά ακούγοντας τα κελεύσματα της φωνής του Ανδρέα Παπανδρέου κι αυτή η συνείδηση θα καθιστά πάντα δυνατή την ανάδειξη λαϊκιστικών κομμάτων.
Γι’ αυτό, ξανατίθεται το ερώτημα αν ο αριστερός λαϊκισμός μπορεί να απαντήσει στα προβλήματα που ανέλαβε αυτόκλητα να λύσει: 1. το οικονομικό ζήτημα (ανεργία, εργασιακή επισφάλεια κλπ.), 2. την αποδυνάμωση της πολιτικής συμμετοχής, και 3. την άνοδο των δεξιών λαϊκισμών. Αυτά τα τρία ερωτήματα είναι και τα κριτήρια της αποτυχίας του.
1. Στον οικονομικό τομέα, ο αριστερός λαϊκισμός αποπειράθηκε να εφαρμόσει μια κοινωνική πολιτική στα πρότυπα την κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας. Μια τέτοια πολιτική, όμως, καθίσταται εκ των πραγμάτων ανέφικτη στα πλαίσια της οικονομικής δυσμένειας και της χρεωκοπίας, και όντως απέτυχε, γιατί, όπως έλεγε ο Μ. Παπαγιαννάκης, προϋπόθεση κάθε αναδιανεμητικής πολιτικής είναι η ανάπτυξη. Αυτό αποδεικνύει ένα κενό σ’ αυτή την οικονομική σύλληψη. Αποδεικνύει ότι απουσίαζε η σκέψη του εφικτού, που προϋποθέτει πάντα την αποδοχή της συνθετότητας των συνθηκών. Απουσίαζε, δηλαδή, η μέριμνα για το τι μπορεί να πράξει κανείς μέσα στα δεδομένα κοινωνικά, οικονομικά και ιστορικά όρια. Με φροϋδικούς όρους, το πολιτικό αυτό σχέδιο προσέκρουσε στην “αρχή της πραγματικότητας” ή, με άλλα λόγια, είχε πάρει οριστικά διαζύγιο από το πρακτικό πνεύμα, το οποίο ήδη η ίδια η θεωρία είχε αποκλείσει (πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί η στροφή από την πολιτική στο Πολιτικό που πρότεινε η Σαντάλ Μουφ;).
Επομένως, μετά την αποτυχία του αριστερού λαϊκιστικού σχεδίου, το “κοινωνικό ζήτημα” παρέμεινε άλυτο. Θα ήταν πιο ρεαλιστικό και ριζοσπαστικό, δεδομένης της συνθετότητας των συνθηκών και του γεγονότος της χρεωκοπίας, τα οποία, δυστυχώς, υποτίμησε αμφότερα, να σκεφτεί και να προτείνει εξ αρχής ποια λιτότητα μπορεί να βελτιώσει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τη θέση των ανέργων και των εργαζομένων και να είναι συνάμα λιγότερο βίαιη και οικονομικά αποτελεσματική. Προτείνοντας, έτσι, να αντιμετωπίσουμε τη μνημονιακή πολιτική με κοσμικούς όρους, ούτε ως δαίμονα ούτε ως άγγελο, όπως συνέβη όλα τα τελευταία χρόνια.
2. Στο επίπεδο της ενίσχυσης της πολιτικής συμμετοχής τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Ο στόχος που έθεσε η Μουφ για την επαναφορά των παθών στην πολιτική, ενώ θα έλεγε κανείς πως είναι τόσο αγαθός ώστε δεν σηκώνει αντιρρήσεις και προσομοιάζει, μάλιστα, στο ρεπουμπλικανικό αίτημα της καλλιέργειας μιας ορισμένης “πολιτικής αρετής”, με το οποίο όντως συγγενεύει, δεν ήταν καθόλου αγαθός με τον τρόπο που πραγματώθηκε. Το πάθος για την πολιτική πήρε, από τη μία πλευρά, τη μορφή της πρόθεσης για πολιτικοποίηση των πάντων (ακόμα και των μουσικών ή λογοτεχνικών επιλογών) επενδυμένη πάντα με ειρωνική γλώσσα, το οποίο, όχι μόνο οδηγούσε σε προσωπικές παρεξηγήσεις και πολώσεις, αλλά και σε μια οπισθοδρόμηση της πολιτικής αντίληψης, η οποία, τόσο σε ρητορικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, προσέλαβε τον χαρακτήρα μιας άρνησης της διάκρισης των σφαιρών. Με λίγα λόγια, πολιτικοί και πολίτες αξίωναν η πολιτική σφαίρα να καταδυναστεύσει τις υπόλοιπες (οικονομική, αισθητική κλπ.), νεκρανασταίνοντας, μεταξύ άλλων, τα αδιέξοδα ενός ρηχού φουκωισμού.
Από την άλλη, η δεύτερη μορφή αυτής της επαναφοράς συνέβη τραυματικά. Το δημοψήφισμα, το οποίο επιβεβαιώνει τον Π. Ροζανβαλλόν όταν εντάσσει τις αμεσοδημοκρατικές πρακτικές στα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού, δείχνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι αυτό το πάθος για την πολιτική, εκτός από ανεπεξέργαστο, έγινε αντιληπτό ως στιγμιαίο, πράγμα που σημαίνει ότι η συμμετοχή στα πολιτικά τεκταινόμενα συντελείται “εν βρασμώ ψυχής”, αποκαλύπτοντας την παράδοξη σχέση του λαϊκισμού με τον πολιτικό χρόνο, και δεύτερον, ότι ο ιδιόμορφος αυτός ρεπουμπλικανισμός υποβαθμίζει το ρόλο του κοινοβουλευτισμού, και άρα των φιλελεύθερων κανονιστικών πλαισίων δράσης, και προτιμά, δια της αμεσοδημοκρατικής έγκλησης, μια άμεση σχέση κράτους-κοινωνίας, έμπνευση ιακωβίνικης καταγωγής. Αυτή η στιγμιαία κι ενσώματη πολιτική συμμετοχή δεν δημιουργεί τη ρεπουμπλικανική “πολιτική αρετή”, που θα σήμαινε ότι τα άτομα θα διαμορφώνονταν ως υποκείμενα της πράξης, του καταλογισμού και της ανάληψης ευθυνών, της αυτοκριτικής, αλλά αντίθετα οδηγεί, όπως συνέβη άλλωστε, σε ψυχική εξασθένηση, ταυτοτική κατάρρευση και νέες εκδοχές “επαναστατικής γυμναστικής” από ένα μη φιλελεύθερο ρεπουμπλικανισμό για πρώην μαρξιστές.
3. Το ερώτημα αν ένας ορισμένος αριστερός λαϊκισμός μπορεί να λειτουργήσει ως απάντηση στην πρόκληση των δεξιών λαϊκισμών έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Στα πλαίσια της λογικής των “κενών σημαινόντων”, των εννοιών δίχως σαφές νόημα, που κάθε πολιτικός χώρος μπορεί να χρησιμοποιήσει επανερμηνεύοντάς τες (έννοιες όπως “ισότητα”, “ελευθερία”, “αξιοπρέπεια”), ο αριστερός λαϊκισμός χρησιμοποίησε ορισμένα προ-πολιτικά δίπολα: “εμείς/αυτοί”, “λαός/ελίτ”, “σύστημα/αντισύστημα”. Όμως, κενά σημαίνοντα δεν υπάρχουν, με την έννοια ότι κανένα κενό σημαίνον δεν μπορεί να είναι πλήρως κενό ή ουδέτερο, γιατί φέρει πάντα μέσα του έναν ιστορικό, πολιτικό, πολιτισμικό και βιωματικό πυρήνα που σχετίζεται με την πρώτη του εκφορά και τα πρώτα του συμφραζόμενα και δεν ξεπερνιέται. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και μ’ αυτά τα συγκεκριμένα δίπολα τα οποία κατάγονται από τους συνωμοσιολογικούς πυρήνες της ελληνικής κοινωνίας, αριστερούς και δεξιούς, και τον, βαθιά ριζωμένο στη λαϊκή συνείδηση, μύθο του ενιαίου αντιστασιακού λαού, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει ενιαίος παρά μόνο ως έθνος, γιατί μόνο το έθνος στέκεται πάνω απ’ τις ταξικές ή πολιτισμικές διαφορές που, στην πραγματικότητα, διαιρούν το λαό. Έχει επιτελεστεί μια εθνικιστική ερμηνεία του λαού ως συλλογικού υποκειμένου της χειραφέτησης, μιας χειραφέτησης η οποία προσλαμβάνεται πρωτίστως ως εθνική. Δεν φάνηκε σε κανέναν περίεργο το γεγονός ότι μια αριστερά με ρίζες στην “Ανανέωση” υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία ως προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας;
Με λίγα λόγια, ο αριστερός λαϊκισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε ως ένας αντι-ιμπεριαλιστικός εθνικισμός. Αυτόν τον αντι-ιμπεριαλιστικό εθνικισμό, όμως, τον συναντά κανείς αυτούσιο και στους σύγχρονους δεξιούς λαϊκισμούς, γιατί κι εδώ, όπως και στο αριστερό του είδωλο, υπάρχει μια κοινή αντίληψη για την παγκοσμιοποίηση: η παγκοσμιοποίηση είναι μια μορφή οικονομικού ιμπεριαλισμού. Κι αν σ’ όλο αυτό το συλλογισμό προστεθεί το γεγονός ότι οι αριστεροί λαϊκισμοί έθεσαν ως μοναδικό και υπέρτατο κριτήριο για την επιλογή ενός κόμματος το οικονομικό, δηλαδή την έξοδο από την κρίση ή αλλιώς την ευημερία, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτό το κριτήριο μπορεί εξίσου εύκολα να οδηγήσει ένα μέρος της εκλογικής βάσης στο να στηρίξει δεξιές λαϊκιστικές τάσεις και κόμματα. Πράγμα που έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει, όταν βλέπει κανείς πρώην και νυν ριζοσπάστες αριστερούς να μην ενοχλούνται καθόλου με την εκλογή Τράμπ. Ο αριστερός λαϊκισμός καλλιεργεί δεξιές λαϊκιστικές συνειδήσεις, οι οποίες δεν είναι φασιστικές, όπως νομίζουν λανθασμένα μερικοί, αλλά είναι ή προσπαθούν να είναι, όπως οι αντίστοιχες αριστερές, η αποκρυστάλλωση μιας εθνικιστικής υπερ-προστατευτικής δημοκρατίας, η οποία καλείται να προστατεύσει το λαό άλλοτε από τις διεθνείς οικονομικές ελίτ κι άλλοτε από τους πρόσφυγες. Είναι παράξενο, πάντως, το πώς ένα πολιτικό σχέδιο, εκκινώντας από μια θεωρία της γλώσσας, καταλήγει στην πράξη να την υποτιμά τόσο πολύ!
Ποιο είναι όμως εκείνο το σημείο που αποτελεί τη ριζική αδυναμία του αριστερού λαϊκισμού κι εμφανίζεται και στα τρία προηγούμενα παραδείγματα; Η υποτίμηση του μέσου. Δηλαδή η υποτίμηση του τρόπου μέσω του οποίου θέλησε να επιτύχει τους στόχους του, ένας εκ των οποίων ήταν η κατάληψη της εξουσίας. Στον οικονομικό τομέα, υποτιμήθηκε η συνθετότητα των συνθηκών και το γεγονός της χρεωκοπίας. Στον πολιτικό, ο κοινοβουλευτισμός και οι θεσμικές διαδικασίες. Στον πολιτισμικό, η ιστορικότητα κι επιτελεστικότητα των εννοιών, καθώς και η εκπαιδευτική τους λειτουργία. Ακόμα, υποτιμήθηκε και συνεχίζει να υποτιμάται το καθ’ εαυτό μέσο, δηλαδή ο Τύπος.
Εφόσον, λοιπόν, υποτιμήθηκαν όλα αυτά τα διαμεσολαβητικά επίπεδα ανάμεσα στον πράττοντα και τον σκοπό της πράξης του, δεν απέμεινε παρά ο βολονταρισμός του “λαού” ή της κυβέρνησης του “λαού”, που, ανεξαρτήτως συνθηκών, μπορεί να υλοποιήσει το σχέδιό του. Κι ο βολονταρισμός προϋποθέτει πάντα ένα παντοδύναμο υποκείμενο. Σ’ αυτό το σημείο, εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς, πώς μια θεωρία σαν αυτή του αριστερού λαϊκισμού του Λακλάου που εκκινεί απ’ το δημοκρατικό, ελλειπτικό υποκείμενο του Λακάν διολισθαίνει σε μια επαναφορά του κυρίαρχου υποκειμένου, σε μια άρνηση της ελλειπτικότητας; Πολύ απλά, ο Λακλάου συνέγραψε τη θεωρία του απ’ τη σκοπιά μιας παντοδύναμης φιγούρας. Με πιο απλά λόγια, η λαϊκιστική θεωρία συνελήφθη υπό το στρατηγικό πρίσμα μιας χαρισματικής πολιτικής ηγεσίας ή, με λενινιστικούς όρους, μιας “πρωτοπορίας”, κι όχι από τη σκοπιά των κινημάτων, όπως συνεχίζουν να πιστεύουν μερικοί. Γράφτηκε, επίσης, στα πρότυπα των δύο εμπνευστών του Λακλάου, ενός πολιτικού φιλοσόφου κι ενός πολιτικού ηγέτη: του Σπινόζα και του Περόν. Με σκοπό ν’ αποτελέσει ένα εγχειρίδιο άσκησης πολιτικής για τις λαϊκιστικές κυβερνητικές ελίτ, για τη μετα-αγωνιστική γραφειοκρατία, όπως είπαμε στην αρχή.
Ο αριστερός λαϊκισμός επιχείρησε να απαντήσει στα σύγχρονα προβλήματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα οποία, κατά την αντίληψη των σημαντικότερων θεωρητικών του, οφείλονταν στη συναινετική και μετριοπαθή πολιτική των κυβερνήσεων της “μετα-δημοκρατικής εποχής”. Ενώ η πεζή μετριοπαθής λογική φέρει αναμφισβήτητα ευθύνες για τα υπαρκτά προβλήματα στα οποία οι λαϊκισμοί κλήθηκαν να απαντήσουν, ο αριστερός λαϊκισμός καταδίκασε κάθε ιδέα μετριοπάθειας και, υπό το έμβλημα του “εκδημοκρατισμού της δημοκρατίας”, βάθυνε ακόμη περισσότερο την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κατεύθυνε και διέστρεψε τα λαϊκά πάθη στο πλαίσιο μιας πολεμικής, υπερπολιτικής σύλληψης της συμμετοχής και ενέτεινε την αναντιστοιχία μεταξύ φιλελεύθερων κοινωνιών και αντιφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών. Αυτό που αφήνει πίσω του είναι ο “λαός” του. Αυτός ο “λαός”, φαντασιακή αγωνιστική αναπαράσταση του πραγματικού και αινιγματικού λαού, είναι μία από τις νέες απειλές της δημοκρατίας, είτε τον επικαλούνται πολιτικοί είτε πολίτες, είτε η αριστερά είτε η δεξιά.
Φωτογραφία: Χρύσα Δήμα