Μαρκ Λίλα – Το τέλος του φιλελευθερισμού των ταυτοτήτων

Το παρακάτω κείμενο του αμερικανού πολιτικού επιστήμονα και ιστορικού των ιδεών Μαρκ Λίλα δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 18 Νοεμβρίου 2016.

μετάφραση: Αντώνης Παπαδάκης

Αποτελεί κοινοτοπία ότι η Αμερική έχει γίνει μια πιο ποικιλόμορφη πολιτισμικά χώρα. Αποτελεί επίσης ένα όμορφο θέαμα. Επισκέπτες από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από αυτές που αντιμετώπιζαν πρόβλημα ενσωμάτωσης διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων, μένουν έκπληκτοι από το γεγονός ότι καταφέρνουμε να φέρνουμε αυτό το έργο εις πέρας. Όχι απολύτως, φυσικά, αλλά σαφώς καλύτερα από κάθε άλλο, ευρωπαϊκό ή ασιατικό, έθνος σήμερα. Είναι μια αναπάντεχη ιστορία επιτυχίας.

Αλλά με ποιό τρόπο θα έπρεπε αυτή η ποικιλότητα να διαμορφώνει την πολιτική μας; Η συνήθης φιλελεύθερη απάντηση για σχεδόν μια γενιά τώρα ήταν ότι θα οφείλαμε να αντιληφθούμε και να διακηρύξουμε πανηγυρικά τις διαφορές μας. Η οποία αποτελεί μια έξοχη αρχή ηθικής διαπαιδαγώγησης -αλλά ολέθρια ως θεμέλιο δημοκρατικής πολιτικής στην ιδεολογική εποχή μας. Τα τελευταία χρόνια ο αμερικανικός φιλελευθερισμός έχει υποπέσει σε ένα είδος ηθικού πανικού σχετικά με ζητήματα φυλής, φύλου και σεξουαλικής ταυτότητας, ο οποίος έχει διαστρεβλώσει το μήνυμα του φιλελευθερισμού, αποτρέποντάς τον να γίνει μια ενοποιητική δύναμη ικανή να κυβερνήσει.

Ένα από τα πολλά μαθήματα της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας και του αποτρόπαιου αποτελέσματός της είναι ότι η εποχή του φιλελευθερισμού των ταυτοτήτων πρέπει να οδηγηθεί στο τέλος της. Η Χίλαρι Κλίντον ήταν στα καλύτερά της και πιο εμψυχωτική από ποτέ όταν μιλούσε για τα αμερικανικά συμφέροντα στις διεθνείς υποθέσεις και για το πώς αυτά σχετίζονται με την δική μας κατανόηση της δημοκρατίας. Αλλά όταν επρόκειτο για εγχώρια ζητήματα, απομακρυνόμενη από αυτό το μεγάλο όραμα, δεν απέκλινε από την πεπατημένη της προεκλογικής εκστρατείας, και βυθίστηκε στη ρητορική της διαφορετικότητας, προσκαλώντας ρητά αφρο-αμερικανούς , λατινοαμερικάνους, ΛΟΑΤ και γυναίκες ψηφοφόρους σε κάθε βήμα της διαδρομής. Αυτό ήταν ένα στρατηγικό λάθος. Αν μπεις στη διαδικασία να αναφερθείς σε κοινωνικές ομάδες στην Αμερική, καλά θα κάνεις να τις αναφέρεις όλες. Διαφορετικά, οι ομάδες που δεν συμπεριελήφθησαν θα το αντιληφθούν και θα αισθανθούν αποκλεισμένες. Κάτι το οποίο, όπως δείχνουν τα δεδομένα, ήταν αυτό ακριβώς που συνέβη με την λεύκη εργατική τάξη και τις άκαμπτες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Τουλάχιστον δύο τρίτα των λευκών ψηφοφόρων χωρίς πτυχίο ψήφισαν τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως έκανε και πάνω από το ογδόντα τοις εκατό των λευκών ευαγγελιστών.

Η ηθική ενέργεια που περιβάλλει την ταυτότητα έχει, βέβαια, αποφέρει πληθώρα θετικών επιδράσεων. Η πολιτική των θετικών διακρίσεων έχει μετασχηματίσει και βελτιώσει τον εταιρικό βίο. Το κίνημα «Black lives matter» έχει καταφέρει να αφυπνίσει κάθε ενσυνείδητο αμερικανό. Οι προσπάθειες του Χόλυγουντ να κανονικοποιήσει την ομοφυλοφιλία στη μαζική κουλτούρα μας βοήθησε στην αντίστοιχη κανονικοποίησή της στις αμερικανικές οικογένειες και στην αμερικανική δημόσια ζωή.

Αλλά η εμμονή με τη διαφορετικότητα τόσο στα σχολεία μας όσο και στον τύπο έχει οδηγήσει στη γένεση μιας γενιάς φιλελεύθερων και προοδευτικών που εμμένουν ναρκισσιστικά στην άγνοιά τους, μη δυνάμενοι να αντιληφθούν τις συνθήκες εκτός των ορίων των αυτοκαθοριζόμενων ομάδων τους, και όντας αδιάφοροι στο καθήκον τους να προσεγγίσουν τους αμερικανούς σε κάθε πτυχή του βίου. Από πολύ νεαρή ηλικία, τα παιδιά μας ενθαρρύνονται να μιλούν για τις ατομικές τους ταυτότητες, ακόμα και όταν δεν τις έχουν ήδη ενσαρκώσει. Μέχρι τη στιγμή που θα εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, αρκετοί είναι εκείνοι που εικάζουν ότι ο λόγος περί διαφορετικότητας/πολυπολιτισμικότητας εξαντλεί τον πολιτικό διάλογο και έχουν εξοργιστικά λίγα να συνεισφέρουν στο διάλογο για επίμονα ερωτήματα όπως η τάξη, ο πόλεμος, η οικονομία και το κοινό καλό. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στα μαθήματα ιστορίας της μέσης εκπαίδευσης, τα οποία κάνουν αναχρονιστική προβολή της πολιτικής των ταυτοτήτων τού σήμερα στο παρελθόν, δημιουργώντας μια στρεβλή εικόνα των μείζονων δυνάμεων και προσωπικοτήτων που διαμόρφωσαν την χώρα μας. (Τα επιτεύγματα των κινημάτων των γυναικείων δικαιωμάτων, για παράδειγμα, ήταν απτά και αξιόλογα, αλλά η σημασία τους δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν κατανοηθεί πρώτα το επίτευγμα της σύστασης και καθιέρωσης, από την πλευρά των πατέρων του αμερικανικού έθνους, ενός συστήματος διακυβέρνησης που έχει ως βάση του την εγγύηση των δικαιωμάτων).

Όταν οι νέοι μπαίνουν στο πανεπιστήμιο, ενθαρρύνονται να διατηρήσουν αυτή την εστίαση στους εαυτούς τους από κάθε λογής φοιτητικές ομάδες, μέλη του διδακτικού προσωπικού, όπως επίσης συμβούλους των οποίων η πλήρης απασχόληση έγκειται στη διαχείριση – και εξύψωση της σημασίας- των ζητημάτων «διαφορετικότητας». Το Fox news κι άλλα συντηρητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν κάνει άθλημά τους τον χλευασμό της «τρέλας της πανεπιστημιούπολης» (campus craziness) που περιβάλλει τέτοιου είδους ζητήματα και αρκετά συχνά έχουν κάθε δίκιο να κάνουν κάτι τέτοιο. Πράγμα, όμως, που δρα σε αποκλειστικό όφελος των λαϊκιστών δημαγωγών που θέλουν να απονομιμοποιήσουν την εκπαίδευση στα μάτια εκείνων που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε πανεπιστήμιο. Πώς μπορείς να εξηγήσεις στο μέσο ψηφοφόρο την υποτιθέμενη ηθική σπουδαιότητα τού να αποδίδεται στους φοιτητές το δικαίωμα να επιλέγουν το καθορισμένο γένος του άρθρου με το οποίο θα τους προσφωνούν; Πώς να μην γελάσει κανείς -παρέα με τους ψηφοφόρους- με την ιστορία του φαρσέρ στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, που επέλεξε να τον προσφωνούν «Η Αυτού Μεγαλειότης»;

Αυτή η συνείδηση της διαφορετικότητας εντός των πανεπιστημίων έχει, μέσα στα χρόνια, πλημμυρίσει τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης, και όχι με διακριτικό τρόπο. Οι θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών και των μειονοτήτων στις αμερικανικές εφημερίδες και μεταξύ των παρουσιαστών έχουν αποτελέσει ένα αξιοσημείωτο κατόρθωμα – κι έχουν ακόμα κατορθώσει να αλλάξουν, σχεδόν κυριολεκτικά, το πρόσωπο των μέσων μαζικής ενημέρωσης της δεξιάς, καθώς δημοσιογράφοι όπως η Μέγκυν Κέλλυ και η Λάουρα Ίνγκραχαμ έχουν αποκτήσει δημοσιότητα. Αλλά αυτό φαίνεται να έχει ενθαρρύνει την εικασία, ειδικά ανάμεσα σε νεαρούς δημοσιογράφους και συντάκτες, ότι, εστιάζοντας σε ζητήματα ταυτότητας, κάνουν απλώς τη δουλειά τους.

Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής μου άδειας στη Γαλλία, εφάρμοσα ένα μικρό πείραμα: για έναν ολόκληρο χρόνο, διάβαζα μόνο ευρωπαϊκές δημοσιεύσεις, και καθόλου αμερικανικές. Η πρόθεσή μου ήταν να προσπαθήσω να κατανοήσω τον κόσμο όπως οι ευρωπαίοι αναγνώστες. Αλλά ήταν μακράν πιο διδακτικό να επιστρέψω στην πατρίδα και να συνειδητοποιήσω πώς οι φακοί της ταυτότητας έχουν μεταμορφώσει την αμερικανική δημοσιογραφία τα τελευταία χρόνια. Πόσο συχνά, παραδείγματος χάριν, η πιο βαρετή ιστορία της αμερικανικής δημοσιογραφίας- σχετικά με το δικαίωμα του πρώτου Χ να κάνει το Υ- λέγεται και ξαναλέγεται. Η σαγήνη με το ταυτοτικό δράμα έχει επηρεάσει ακόμη και τη μετάδοση ξένων ειδήσεων, η παροχή της οποίας έχει μειωθεί ανησυχητικά. Όσο ενδιαφέρον κι αν είναι να διαβάσει κανείς, ας πούμε, για τη μοίρα των διεμφυλικών στην Αίγυπτο, δεν συνεισφέρει τίποτα στο να ενημερωθούν οι Αμερικανοί για τα μείζονα πολιτικά και θρησκευτικά ρεύματα που πρόκειται να διαμορφώσουν το μέλλον της Αιγύπτου, και εμμέσως το δικό μας. Κανένα μείζον ειδησεογραφικό πρακτορείο στην Ευρώπη δεν θα σκεφτόταν να υιοθετήσει μία τέτοιου είδους οπτική.

Όμως, είναι στο επίπεδο της εκλογικής πολιτικής που ο φιλελευθερισμός της ταυτότητας έχει αποτύχει πιο θεαματικά, όπως έχουμε δει. Οι εθνικές πολιτικές σε περιόδους ευμάρειας δεν αφορούν τη “διαφορά”, αλλά την κοινότητα (commonality). Και θα κυριαρχηθεί από αυτόν που θα διεγείρει περισσότερο την φαντασία των αμερικανών για το κοινό μας πεπρωμένο. Ο Ρόναλντ Ρίγκαν το έπραξε αυτό πολύ επιδέξια, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να πιστεύει κανείς για το όραμά του. To ίδιο έκανε κι ο Μπιλ Κλίντον, ο οποίος μιμήθηκε την στρατηγική του Ρίγκαν. Αυτός κατέλαβε τον έλεγχο του δημοκρατικού κόμματος, απομακρύνοντάς το από την πτέρυγα του κόμματος που εστιάζει στην πολιτική των ταυτοτήτων, επικεντρώνοντας τις ενέργειές του σε εγχώρια προγράμματα, τα οποία θα ωφελούσαν το σύνολο (όπως για παράδειγμα το εθνικό σύστημα ασφάλισης υγείας) και καθόρισε το ρόλο που θα έπαιζε η Αμερική στον μετά-το-1989 κόσμο. Με την παραμονή του στην προεδρία για δύο θητείες, ήταν σε θέση να καταφέρει πολλά για διαφορετικές ομάδες μέσα στη συμμαχία των Δημοκρατικών. Η πολιτική των ταυτοτήτων, εν αντιθέσει, είναι εν πολλοίς εκφραστική, αλλά όχι πειστική. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν κερδίζει ποτέ τις εκλογές – αλλά αντίθετα μπορεί και τις χάνει.

Το καινοφανές, σχεδόν ανθρωπολογικής φύσης, ενδιαφέρον των Μ.Μ.Ε. για τον μέσο λευκό, θυμωμένο άνδρα αποκαλύπτει τόσα για την κατάσταση του φιλελευθερισμού μας όσο και για αυτήν την αρκετά δαιμονοποιημένη και, άλλοτε παραμελημένη, φιγούρα [του λευκού άντρα]. Μια βολική φιλελεύθερη ερμηνεία των πρόσφατων προεδρικών εκλογών θα ήταν ότι ο κ. Τραμπ κέρδισε σε μεγάλο βαθμό διότι κατάφερε να μετατρέψει το οικονομικό μειονέκτημα σε φυλετικό μίσος -η υπόθεση της αντιδραστικότητας των λευκών ψηφοφόρων. Αυτό είναι βολικό, επειδή επικυρώνει μια πεποίθηση ηθικής υπεροχής και επιτρέπει στους φιλελεύθερους να αγνοήσουν ποιο ήταν το πρωταρχικό μέλημα των ψηφοφόρων. Ενθαρρύνει, επίσης, την φαντασίωση ότι η Ρεπουμπλικανική δεξιά είναι καταδικασμένη σε δημογραφική εξαφάνιση στη μακρά διάρκεια -κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι φιλελεύθεροι δεν έχουν παρά να περιμένουν ώσπου η χωρά να πέσει στα πόδια τους γονυπετής. Το εκπληκτικά υψηλό ποσοστό της ψήφου των λατινογενών Αμερικανών που πήγε στον κ. Τραμπ θα έπρεπε να μας υπενθυμίσει ότι όσο περισσότερο οι διάφορες εθνοτικές ομάδες διαμένουν στη χώρα, τόσο περισσότερο διαφοροποιούνται πολιτικά.

Εν τέλει, η υπόθεση της αντιδραστικότητας των λευκών ψηφοφόρων είναι βολική, καθώς απαλλάσσει τους φιλελεύθερους από το να αναγνωρίσουν τον τρόπο με τον όποιο η ίδια τους η έμμονη με την πολυπολιτισμικότητα έχει ενθαρρύνει λευκούς, επαρχιώτες, θρησκευόμενους Αμερικανούς να θεωρούν τους εαυτούς τους μειονεκτούσες ομάδες, των οποίων η ταυτότητα απειλείται ή παραμελείται. Άνθρωποι σαν αυτούς δεν αντιδρούν πραγματικά ενάντια στην πραγματικότητα της ποικιλόμορφης Αμερικής μας (έχουν την τάση, εκτός των άλλων, να ζουν σε ομογενοποιημένες περιοχές της χώρας). Ωστόσο, αντιδρούν ενάντια στην πανταχού παρούσα ρητορική της ταυτότητας, που είναι ακριβώς αυτό που εννοούν με τον όρο «πολιτική ορθότητα». Οι φιλελεύθεροι [αριστεροί] θα πρέπει να έχουν κατά νου, ότι το πρώτο ταυτοτικό κίνημα στην αμερικανική πολιτική ήταν η Κου Κλουξ Κλαν, η όποια συνεχίζει να υπάρχει. Όσοι παίζουν το παιχνίδι των ταυτοτήτων, πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να το χάσουν.

Χρειαζόμαστε έναν μετα-ταυτοτικό φιλελευθερισμό, ο όποιος πρέπει να αντλήσει στοιχεία από τις επιτυχίες του προ-ταυτοτικού φιλελευθερισμού του παρελθόντος. Ένας τέτοιος φιλελευθερισμός θα εστίαζε στο να διευρύνει την βάση του με το να προσεγγίσει τους αμερικανούς ως αμερικανούς και να δώσει έμφαση στα ζητήματα που επηρεάζουν την συντριπτική πλειοψηφία ανάμεσά τους. [Ένας μετα-ταυτοτικός φιλελευθερισμός] που θα μιλούσε στο έθνος ως έθνος πολιτών, που βρίσκονται μαζί σε αυτήν την κατάσταση και πρέπει να αλληλοβοηθηθούν. Όσο για τα λεπτότερα θέματα, τα οποία είναι υπερβολικά φορτισμένα σε συμβολικό επίπεδο και μπορούν να απομακρύνουν πιθανούς συμμάχους, ειδικά εκείνα που θίγουν την σεξουαλικότητα και την θρησκεία, ένας τέτοιος φιλελευθερισμός θα δούλευε σιωπηρά, με ευαισθησία και με μια κατάλληλη αίσθηση του μέτρου. (Παραφράζοντας τον Μπέρνυ Σάντερς, η Αμερική έχει απηυδήσει να ακούει για τα αναθεματισμένα μπάνια των φιλελεύθερων).

Οι δάσκαλοι που θα αφοσιώνονταν σ’ έναν τέτοιον φιλελευθερισμό θα επανεστίαζαν την προσοχή τους στη βασική τους πολιτική ευθύνη στα πλαίσια μιας δημοκρατίας: να διαμορφώσουν αφοσιωμένους πολίτες, ενήμερους για το σύστημα διακυβέρνησής τους και τις μείζονες δυνάμεις και γεγονότα στην ιστορία μας. Ένας μετα-ταυτοτικός φιλελευθερισμός θα εφιστούσε επίσης την προσοχή στο ότι η δημοκρατία δεν έχει να κάνει μόνο με δικαιώματα· θα απένεμε, επίσης, καθήκοντα στους πολίτες της, όπως το καθήκον να παραμένεις ενημερωμένος και να ψηφίζεις. Ένας μετα-ταυτοτικός φιλελεύθερος τύπος θα ξεκινούσε επιμορφώνοντας τον εαυτό του για τα μέρη της χώρας τα οποία έχουν αγνοηθεί, και για το είδος των ζητημάτων που έχουν σημασία εκεί, ιδιαίτερα για τη θρησκεία. Κι επίσης, θα λάμβανε σοβαρά υπόψη του την ευθύνη να ενημερώσει τους αμερικανούς για τις μείζονες δυνάμεις που διαμορφώνουν την παγκόσμια πολιτική, ιδίως για τις ιστορικές τους εκφάνσεις.

Πριν κάποια χρόνια, ήμουν προσκεκλημένος σε μία συνεδρίαση συνδικάτων στη Φλόριντα για να μιλήσω σ’ ένα πάνελ για τους διάσημους Τέσσερις λόγους για την ελευθερία του Φρανκλίνου Ντ. Ρούσβελτ του 1941. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από τοπικούς αντιπροσώπους – άντρες, γυναίκες, μαύρους, λευκούς, λατινόφωνους. Ξεκινήσαμε τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο, και μετά καθίσαμε για να ακούσουμε ένα απόσπασμα από την ηχογραφημένη ομιλία του Ρούσβελτ. Καθώς κοιτούσα έξω στο πλήθος και είδα μια σειρά από διαφορετικά πρόσωπα, έμεινα κατάπληκτος από το πόσο συγκεντρωμένοι ήταν σε αυτά που είχαν κοινά, σε όσα μοιράζονταν. Και ακούγοντας την εμψυχωτική φωνή του Ρούσβελτ, καθώς επικαλούνταν την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της θρησκευτικής πρακτικής, την απελευθέρωση από την ανάγκη και τον φόβο – ελευθερίες τις οποίες ο Ρούσβελτ απαιτούσε «για τον καθένα στον κόσμο»- θυμήθηκα ποια είναι τα πραγματικά θεμέλια του σύγχρονου αμερικανικού φιλελευθερισμού.

Πηγή: http://www.nytimes.com

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s