Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και η επακόλουθη κρίση της ευρωζώνης αδιαμφισβήτητα επέτειναν και όξυναν την ταυτοτική κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, και πολύ περισσότερο την κρίση εντός των κόλπων των μεσογειακών σοσιαλδημοκρατικών σχηματισμών της Ευρώπης. Τα τελευταία χρόνια, μετά την άνοδο του αριστερού και δεξιού εθνολαϊκισμού αλλά και την ανάδειξη της ριζοσπαστικής αριστεράς σε δύναμη εξουσίας, η ταυτοτική εξίσωση για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του ευρωπαϊκού νότου (και όχι μόνο) έγινε ακόμα πιο περίπλοκη.
Από τα κελεύσματα προς τον ‘’τρίτο δρόμο’’ των ‘’Νέων Εργατικών’’ έως τις προτάσεις για ευρύτερες συμμαχίες με τις δυνάμεις της, πολυδιασπασμένης, αριστεράς και των πράσινων-οικολόγων, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του νότου λαβωμένα από τις δεκαετίες κυριαρχίας τους και τη στάση τους στη μετά του 2008 εποχή βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ αφανισμού, διάσπασης και εκλογικής περιθωριοποίησης.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος. Το Partito Democratico, από την ίδρυσή του το 2007 ως μια σύμπραξη κομμουνιστογενών πολιτικών και αριστερών της Χριστιανικής Δημοκρατίας (Democrazia Cristiana), κλήθηκε να διαδραματίσει τον ρόλο του κεντροαριστερού σταθεροποιητή ενός παραδοσιακά κλονισμένου πολιτικού συστήματος όπως το ιταλικό. Η έκρηξη της οικονομικής κρίσης στη γειτονική χώρα μπορεί να αποκαθήλωσε τον παντοδύναμο ‘’καβαλιέρε’’ Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όμως έφερε στο φως τη συστατική δυσλειτουργία του PD και το ρήγμα ανάμεσα στην κεντροαριστερή πλειοψηφία του και την αριστερή-κομμουνιστογενή μειοψηφία του. Οι πολιτικές του Ματτέο Ρέντσι, με φιλικές προς τους εργοδότες μεταρρυθμίσεις, η αλλαγή του εργατικού νόμου (JobsAct) και του εκλογικού νόμου αλλά και η πρόθεσή του για αναθεώρηση του συντάγματος, η οποία και βάλτωσε στην αρνητική έκβαση του δημοψηφίσματος του Δεκεμβρίου, αποτελούν τις προμετωπίδες μιας αποσχιστικής ομάδας εντός του PD. Η ομάδα αυτή, με επικεφαλής τον Μάσιμο Ντ’αλέμα και τον Περιφερειάρχη της Τοσκάνης υπογραμμίζει τη δεξιόστροφη στροφή του κόμματος, απειλώντας μέχρι και με απόσχιση. Απειλή, την οποία και πραγματοποίησε με την ίδρυση του ‘’Κινήματος Δημοκρατών και Προοδευτικών’’, επιχειρώντας μια αριστερή κριτική στο PD. Ίσως η αποχώρηση μερίδας της αριστερής μειοψηφίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανακούφιση για τον Ματτέο Ρέντσι, ο οποίος παραιτήθηκε από τη γενική γραμματεία του κόμματος με σκοπό την επανεκλογή του σε συνέδριο εντός των προσεχών μηνών. Αντίπαλοί του, ο -για πολλούς- ‘’λαϊκιστής’’ περιφερειάρχης της Απουλίας, Μικέλε Εμιλιάνο με ένα κάλεσμα για ενότητα και επαναφορά του κόμματος στα αριστερά του πολιτικού φάσματος και ο πιο μετριοπαθής, με μια τεχνοκρατική ατζέντα, υπουργός δικαιοσύνης, Αντρέα Ορλάντο.
Το ισπανικό PSOE βίωσε ένα αντίστοιχο θρίλερ με διακύβευμα την ενότητά του μετά τις τελευταίες εκλογές στην χώρα της Ιβιρικής και την παγίωση των ποσοστών του Podemos. Η αντίθεση του γενικού γραμματέα του κόμματος να στηρίξει μια κυβέρνηση μειοψηφίας του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος οδήγησε στην αποκαθήλωσή του από την ομοσπονδιακή (κεντρική) επιτροπή του κόμματος και εν τέλει την κριτική στήριξη του Λαϊκού Κόμματος σε περιπτώσεις όπως ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας και η έγκριση του προϋπολογισμού. Παράλληλα, άνοιξε μια κούρσα διεκδίκησης της ηγεσίας του κόμματος, εκ νέου από τον Πέδρο Σάντσεθ και την σοσιαλιστική-ρηξικέλευθη σε ορισμένα ζητήματα ατζέντα του και, κατά πάσα πιθανότητα, από τη Σουζάνα Ντίαζ , πρόεδρο της Ανδαλουσίας χάρη στη στήριξη του κεντρώου κόμματος Ciudadanos. Η τοπική αφετηρία της Ντίαζ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ατζέντας της αφού η Ανδαλουσία, ναι μεν είναι ένα προπύργιο των σοσιαλιστών από το 1975 και μετά, όμως, παραμένει πιστή στην έννοια της μοναρχίας και της μη ομοσπονδιακής και συνταγματικά Ισπανίας.
Στοιχεία από τις παραπάνω περιπτώσεις φαίνεται να εντοπίζονται και στο ελληνικό σοσιαλδημοκρατικό και κεντροαριστερό κόμμα, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η προσπάθεια να δομηθεί ένας ευρύτερος σχηματισμός κομμάτων με πυρήνα τη σοσιαλδημοκρατία και τον προοδευτισμό φαίνεται να περιορίζεται αποκλειστικά στη συνάθροιση εκλογικών ποσοστών των συνιστούντων μερών. Χωρίς ένα νέο αφήγημα, μια νέα εθνική και ευρωπαϊκή στρατηγική και με συνεχείς επικλήσεις και αναφορές στο παρελθόν το ΠΑ.ΣΟ.Κ, με όρους νοσταλγίας, προσπαθεί να σταθεί στο σήμερα και το αύριο. Παράλληλα, καταρτίζοντας την τακτική του με βάση τις δημοσκοπικές επιδόσεις του τείνει εσκεμμένα ή μη να υιοθετεί το φρασεολόγιο και τη ρητορική του αριστερού εθνολαϊκισμού με πιο απονευρωμένο τόνο επιχειρώντας να επαναπατρίσει τους εξ αριστερών του ‘’παραστρατημένους’’ ψηφοφόρους. Εντός των κόλπων του παραμένει απαράλλακτο το σχίσμα που δημιούργησε η κυβέρνηση συνεργασίας του 2012, το οποίο θα φανεί πιθανότατα μπροστά σε ένα ενδεχόμενο εκ νέου σύμπραξης με τη Νέα Δημοκρατία στο μέλλον.
Ενώ το θεσμικό, αξιακό και εργαλειακό πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς προβάλλει ως η μόνη αποτελεσματική, κοινωνικά επωφελής, ευρωπαϊκή και προοδευτική λύση για τα προβλήματα της εποχής μας, η ευρωπαϊκή και πολύ περισσότερο η μεσογειακή σοσιαλδημοκρατία υπνοβατεί σε έναν αντιφατικό και ευκαιριακό δρόμο. Σαγηνευμένη ίσως από τη δύναμη του λαϊκισμού και ανάγωντας την εξουσία συχνά σε αυτοσκοπό χρησιμοποιεί τα εργαλεία της ριζοσπαστικής αριστεράς με πρωτοφανή για την εποχή ανευθυνότητα, ενώ από την άλλη δεν στέκεται ικανή να αρθρώσει έναν ανεξάρτητο λόγο και ταυτίζεται με τις δεξιές και συντηρητικές δυνάμεις στον πυρήνα των πολιτικών προταγμάτων. Είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρξει μια επανεπινόηση της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία και θα εγκολπώνει τις ανθρωπιστικές και προοδευτικές αξίες της αριστεράς σε συνδιασμό με τον πραγματισμό και τον στοχευμένο προγραμματισμό του κέντρου με την ανάλογη υπευθυνότητα και προσήλωση στις θεμελιώδεις αξίες του χώρου. Παράλληλα, για τον καθορισμό και τη διαμόρφωση της ατζέντας χρειάζεται μια κρυστάλλινη απάντηση στα ερωτήματα που εύστοχα έχουν θέσει τα λαϊκιστικά κινήματα των ημερών μας. Είναι χρέος η σοσιαλδημοκρατία να αντιστρέψει την πορεία προς την εθνολαϊκιστική και ακροδεξιά άβυσσο δίνοντας προοδευτικές απαντήσεις και πείθοντας σε επίπεδο ρητορικής και πράξεων.
Φωτογραφία: Μαρία-Μαριέλα Ζίντρου