Στο παρελθόν, η απελπισία μεταβλήθηκε κάποτε σε δύναμη. Η απελπισία αυτή όμως δεν είναι δυνατόν να προσφέρει περισσότερη δύναμη από αυτήν που τροφοδοτεί την ελαφρότητα της αυτο-συντήρησης ”
– Zygmunt Bauman
Όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια ακούμε την, πολλές φορές καλοπροαίρετη, απορία: “μα πού είναι, τέλος πάντων, οι διανοούμενοι, οι πνευματικοί άνθρωποι;”. Τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης, η διαπίστωση για τη διαφαινόμενη “σιωπή των διανοουμένων” ηχεί ως μόνιμη γκρινιάρικη επωδός, επαναλαμβανόμενη απογοήτευση, μαράζι μιας κοινωνίας που αναζητά κατευθύνσεις, απαντήσεις, διαυγείς αποκρίσεις, πολιτικά και πνευματικά ανοίγματα στο μέλλον. Πού βρίσκονται, τελικά, οι διανοούμενοι;
Οι κλονισμοί της κρίσης απελευθέρωσαν ένα επίμονο αίτημα αυτοσυνειδησίας: πώς οδηγηθήκαμε στην οικονομική κατάρρευση; μήπως οι εθνικές κρίσεις και οι πολιτικοί διχασμοί αποτελούν ιστορικό συστατικό της νεοελληνικής συνθήκης; σε ποιο βαθμό ευθυνόμαστε κι εμείς για τη “φούσκα της ευημερίας” και τη δημοσιονομική κατάρρευση; Τι κάνουμε από ‘δω και πέρα;
Ωστόσο, όσο επιτακτική ήταν αυτή η ανάγκη, άλλο τόσο αυτοαναιρετική αποδείχθηκε. Βεβαίως, η βιαιότητα της βιωματικής προσαρμογής και η κρισιμότητα των συνθηκών ήταν αναμενόμενο να οδηγήσουν σε σπασμωδικές και αμήχανες αντιδράσεις, παράλυση των ρεφλέξ, βούληση για γρήγορες αποφάσεις. Η ειλικρινής διερώτηση για τις αιτίες, τις ευθύνες, το “μετά”, συνυπήρχε με την αντανακλαστική βιαιότητα ενός κλονισμένου θυμικού. Οι ενοχοποιητικές αφηγήσεις του “μνημονιακού τόξου” όξυναν αυτή τη διαλεκτική απορίας και κωφότητας, διερώτησης και άρνησης της συζήτησης, απελπισίας και ακραίας εκτόνωσης. Η εκφραζόμενη επιθυμία για συνεκτικές αφηγήσεις και δημόσια παρέμβαση έντυνε συχνά μια πρωτογενή δυσανεξία γι’ “αυτό που συμβαίνει” κι έναν φόβο για το χειρότερο. Η ανυπομονησία, ένα τυραννικό άγχος για τη δύσκολη, και διαρκώς απωθούμενη, αλήθεια. Η δραματικότητα των συνθηκών οδήγησε στη διαμόρφωση μιας συγκινησιακής σκηνής, ενός δραματισμού της δημοσιότητας που απέκλειε την ψύχραιμη ανταλλαγή και τροφοδοτούσε τη συναισθηματική εμπλοκή για την εμπράγματη επιβεβαίωση της μιας ή της άλλης πίστης.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, αναπτύχθηκε μια εκτεταμένη δημόσια παρέμβαση γύρω από το ελληνικό ζήτημα. Όπως ήταν φυσικό, καθηγητές και άνθρωποι του πνεύματος, ειδικοί και μη ειδικοί, διανοούμενοι και συγγραφείς, αισθάνθηκαν το κάλεσμα της ιστορικής στιγμής και συναντήθηκαν με τις αγωνίες και τα αμήχανα πάθη των πολιτών. Η πολυθρύλητη “σιωπή των διανοουμένων” μεταστράφηκε στο αντίθετό της: η Ελλάδα της κρίσης άνοιξε ένα χώρο διαρκούς συζήτησης, αντιπαράθεσης σχεδίων και ερμηνειών, ένα πεδίο δημόσιας αντιπαράθεσης εγχώριων όσο και διεθνών παρατηρητών και αναλυτών. Η Ελλάδα των μνημονίων βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος: επιστημονικού και πολιτικού, εγχώριου και διεθνούς· στο επίκεντρο μιας πλειοδοσίας λόγου που πήρε συχνά τον χαρακτήρα μιας, εμβριθούς ή λιγότερο εμβριθούς, φλυαρίας.
Είναι, φυσικά, εύκολο να γίνεται κανείς “μετά Χριστόν προφήτης”, να εντοπίζει λάθη εκ των υστέρων, να υπαινίσσεται, υπό το φως της ψυχραιμίας ή της θλίψης του παρόντος, μια εναλλακτική δυνατότητα για την φλεγόμενη Ελλάδα της δεκαετίας του 2010. Ωστόσο, η “αναστοχαστική στιγμή”, όταν δεν περιβάλλεται τον μανδύα του διδακτικού αναχρονισμού, διερμηνεύει ένα αίτημα κατανόησης και υπέρβασης αυτού που προηγήθηκε, ενός ανοίγματος σε μελλοντικές δυνατότητες.
Ό,τι αποκαλώ εδώ “ακαδημαϊκό ριζοσπαστισμό” δεν αποτελεί φυσικά κάτι καινούριο: ούτε προέκυψε ξαφνικά την περίοδο της κρίσης ούτε συγκροτήθηκε ως μια εξολοκλήρου νέα ακαδημαϊκή στάση τα τελευταία χρόνια. Δεν πρόκειται, επίσης, για ένα ομοιογενές και αδιαφοροποίητο σύνολο στερούμενο εσωτερικών εντάσεων και διαφορών. Ούτε για ένα φαινόμενο αποκλειστικά, ή κυρίως, ελληνικό.
Η ειδική συνθήκη της κρίσης, ωστόσο, επέτρεψε σ’ αυτή τη μειονοτική, εσωτερικά διαφοροποιημένη, αλλά διακριτή και δυναμική τάση του ελληνικού ακαδημαϊκού χώρου (και αναφέρομαι κατά βάση στο πεδίο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών) να αποκτήσει μια διαφορετική εξωστρέφεια. Η κρίση νοήθηκε απ’ αυτό το ρεύμα ως πρώτης τάξης ευκαιρία για έξοδο του ριζοσπαστισμού από τον χρόνιο ακαδημαϊκό του εγκλεισμό ή τον περιορισμό του σε μικρά ακροατήρια προθύμων, και για την πολυπόθητη απεύθυνση στη μεγάλη κοινωνική διαθεσιμότητα, στον χώρο της υπό κινητοποίηση και αγωνιούσας κοινής γνώμης. Οι έκτακτες συνθήκες καλούσαν σε έκτακτες απαντήσεις: σε μια ενδεχόμενη σύγκλιση των ριζοσπαστικών θεωριών και της λαϊκής δυναμικής, μιας νέας οργανικής διανόησης με την αναδυόμενη κοινωνική πλειοψηφία των απογοητευμένων και φτωχοποιημένων Ελλήνων. Η εποχή της “μεταπολιτικής ευημερίας” και του “τέλους της ιδεολογίας” έδινε τη θέση της σε ένα ζωντανό πεδίο συγκρούσεων, μια περίοδο αναγέννησης του ριζοσπαστικού ήθους και των ανταγωνιστικών πρακτικών.
Είναι γνωστό ότι από το ελληνικό μεταπολιτευτικό πανεπιστήμιο δεν έλειψε ποτέ η ισχυρή ριζοσπαστική παρουσία, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών νεολαιών αλλά και στο ίδιο το θεωρητικό και ερευνητικό πεδίο. Υποχωρώντας σταδιακά (και αναπόφευκτα από τη δεκαετία του ’80 και μετά), η ριζοσπαστική πολιτική και ιδεολογική βούληση δεν έπαψε, εντούτοις, να αναζητά νέα πεδία ακαδημαϊκής και επιστημονικής επένδυσης. Ο μαρξισμός, στις πιο παραδοσιακές του μορφές, μπορεί να έφθινε όλο και περισσότερο, αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να αποτελεί μία από τις διαθέσιμες ακαδημαϊκές ευαισθησίες: ο αλτουσερισμός, ο φρανκφουρτισμός, αλλά και πιο ορθόδοξες προσεγγίσεις, δεν περιέπεσαν ποτέ στη σφαίρα της ολοκληρωτικής απαξίωσης ή της παρωχημένης αναφοράς. Ο μεταδομισμός, ενώ ήδη από τη δεκαετία του ’80 είχε πληγεί σημαντικά στη γενέτειρά του Γαλλία, γνώρισε την ετεροχρονισμένη του δόξα ως τόπος ριζοσπαστικών αναζητήσεων όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στα καθ’ ημάς. Μια νέα γενιά επιστημόνων που έζησε την (κατά βάση αγγλοσαξονική) ανάπτυξη των τελευταίων εκβλαστήσεων του ιστορικο-πολιτισμικού ρεύματος της αποδόμησης (Luc Ferry): των πολιτισμικών σπουδών, των σπουδών φύλου, του νέου ιστορικισμού, ακόμη και των μεταποικιακών σπουδών, μετέφερε αυτές τις ερευνητικές προοπτικές στο ελληνικό πανεπιστήμιο, όπου συχνά διεκδίκησαν τη θέση της ριζοσπαστικής ορθοδοξίας και ενός νέου, “αντιηγεμονικού” κανόνα. Οι μετακομμουνιστικές ριζοσπαστικές θεωρίες και πειραματισμοί έδωσαν και πήραν, αξιοποιώντας την ατροφία αντίπαλων πεδίων, για παράδειγμα τη δυσκολία ενσωμάτωσης στην εγχώρια συζήτηση του νέου ρεπουμπλικανικού στοχασμού και της επικαιροποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επέφερε η προϊούσα κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ κατά τη δεκαετία του ’80.
Το σωρευμένο ριζοσπαστικό δυναμικό των προηγούμενων δεκαετιών εκβάλλει, λοιπόν, αποφασιστικά στο “πειραματικό εργαστήρι” της κρισιακής Ελλάδας και στην πολεμική διαλεκτική των πολιτικών και ιδεολογικών της παθών. Δεν ισχυρίζομαι, φυσικά, ότι ορισμένες ακαδημαϊκές υποθέσεις εργασίας, ερμηνείες ή θεωρίες (οι οποίες συχνά, βέβαια, μετατράπηκαν σε πραγματικές πολιτικές πλατφόρμες, διαδεδομένες δόξες και μολυσματικούς κώδικες ερμηνείας) επικαθόρισαν την εξέλιξη των γεγονότων ή τη διεξαγωγή του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού. Ωστόσο, αυτή η μορφή επιστημονικο-πολιτικής παρέμβασης εμψύχωσε συλλογικούς και ατομικούς δρώντες, τοποθετήθηκε (ανοιχτά ή λιγότερο ανοιχτά) στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής διαμάχης, παρήγαγε τρόπους ερμηνείας και αντίληψης των πολιτικών φαινομένων, πολλές φορές δε, συνέβαλε στη διαμόρφωση πολιτικών προγραμμάτων ενώ φορείς της διεκδίκησαν την άμεση και ενσώματη συμμετοχή στην πολιτική σκηνή.
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο ισχυρά ριζοσπαστικά ρεύματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τόσο στο επίπεδο της πρακτικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο της διακίνησης των ιδεών. Από τη μία πλευρά, μια μαρξογενής πολιτική οικονομία που επιχείρησε να αναλύσει τους δομικούς άξονες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, καθώς και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής δημοσιονομικής κατάρρευσης, και να αντιπροτείνει κάποια βιώσιμη (οικονομική και πολιτική) εναλλακτική. Ο Βαρουφάκης, ο Λαπαβίτσας, αλλά και άλλοι λιγότερο ή περισσότερο καταρτισμένοι, απέκτησαν μόνιμη θέση στα τηλεοπτικά πάνελ “εξοικειώνοντας” τους πολίτες με τη γλώσσα των δημόσιων οικονομικών, των χρηματιστικών αγορών, των γεωστρατηγικών συσχετισμών δύναμης. Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης άρχισε όλο και περισσότερο να τίθεται ως μεγαθέμα στις δημόσιες συζητήσεις. Βιβλία όπως το “Δόγμα του σοκ” της Ναόμι Κλάιν απέκτησαν προδρομική αξία γι’ αυτό το ρεύμα της ανερχόμενης οικονομικής δόξας, ενώ τα ντοκυμαντέρ του Άρη Χατζηστεφάνου και του Στέλιου Κούλογλου άρχισαν να γίνονται τo must θέαμα κάθε “ενημερωμένου” πολίτη (που ήξερε, για παράδειγμα, ότι μνημόνια ίσον νεοφιλελευθερισμός ίσον ακροδεξιά), το εύπεπτο συμπλήρωμα αυτού του επιστημονικού αντινεοφιλελευθερισμού.
Παρ’ όλες τις επιμέρους διαφορές, δεν θα ήταν πλέον άστοχο να πούμε ότι η συστηματική παρουσία αυτής της μαχητικής οικονομολογίας συνέβαλε αποφασιστικά στη σταδιακή εμπέδωση από μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού της ιδέας ότι η Ελλάδα βρέθηκε στο στόχαστρο μιας συντονισμένης επίθεσης από την πλευρά των διεθνών αγορών, της παγκοσμιοποιημένης τοκογλυφίας και των εγχώριων πολιτικών εκφραστών της. Οι θεωρίες του “κράτους-παρία” και του “πειραματόζωου” μετατράπηκαν γρήγορα στις τοξικές θεωρίες περί “αποικίας χρέους”, “κατακτημένης χώρας” και “τέταρτου Ράιχ”. Η αμφισβήτηση της λιτότητας και των κεντρικών επιλογών των ευρωπαϊκών ηγεσιών δεν μπόρεσε να διαχωριστεί από την τερατώδη εικονοποιία του “ναζί Σόιμπλε”, των “κυβερνήσεων Κουίσλινγκ”, των “νεοφιλελεύθερων τανκς”, ή από την αμετροεπή σχετικοποίηση της πολιτειακής τάξης (βλ. την επαναληπτική πολιτική χρήση των όρων “πραξικόπημα” και “μνημονιακή χούντα”). Το αντιμνημονιακό ρεύμα υποδέχτηκε και χώνεψε κάθε “συνθετότερη” αφήγηση, κρατώντας μόνο τον σκελετό αυτού του νέου, εκσυγχρονισμένου μύθου της θυματοποιημένης Ελλάδας, των Ελλήνων που έπρεπε ομόψυχα να αντισταθούν απέναντι στην “εκποίηση” και το “ξεπούλημα” της χώρας και της ψυχής της.
Καλώς ή κακώς, η αριστερή οικονομολογία της κρίσης (από κοινού με τους διεθνείς συνομιλητές της) κατέτεινε στην, εσκεμμένη ή μη, αγνόηση των δεδομένων (θεσμικών, πολιτικών, οικονομικών) και στη συστηματική υποτίμηση και υπόσκαψη των ανειλημμένων κρατικών δεσμεύσεων. Η οικονομολογία αυτή, που πήρε συχνά τον χαρακτήρα ενός υπερπολιτικού αντιοικονομισμού, διέδωσε μαζικά την πεποίθηση ότι η πολυπλοκότητα της οικονομικής εμπλοκής θα μπορούσε να αναστραφεί μέσα από Μία αποφασιστική πολιτική παρέμβαση, μέσα από τη συντονισμένη δράση του κινητοποιημένου λαού και μιας ριζοσπαστικής κυβερνητικής βούλησης (που θα έκανε, για παράδειγμα, πράξη την “παύση πληρωμών” ή τη “λογιστική επιτροπή για το χρέος”, το “μέτωπο του Νότου” ή ένα ατόφιο παράδειγμα αντίστασης, την “Ευρώπη της αλληλεγγύης” ή την “έξοδο από το ευρώ”). Με τη συγκαλυμμένη επαναφορά του παλιού σχήματος μητρόπολη-περιφέρεια, επικαιροποίησε και κατέστησε ξανά ελκυστική την επιλογή του αντιαποικιακού τριτοκοσμισμού: ενός αριστερού, μεσογειακού, φιλολατινοαμερικανικού ευρωπαϊκού τριτοκοσμισμού που θα αποτίνασσε τα δεσμά της επιτήρησης και της ξένης επιτροπείας. Ο δραχμισμός υπήρξε μόνο η οριακότερη εκδοχή αυτού του νέου εθνικοκρατικού βολονταρισμού που κατάφερε να εκφράσει πολιτικά την διάχυτη, αριστερή και δεξιά, αντιμνημονιακή εθνικοαπελευθερωτική διάθεση. Εμβληματικότερη στιγμή αυτής της συνάντησης της αντιμνημονιακής αγανάκτησης με την πολιτική οικονομία της κρίσης ήταν η συζήτηση των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα τον Ιούνιο του 2011 με καλεσμένους τον Βαρουφάκη, τον Τσακαλώτο και τον Καζάκη (με τον τελευταίο να αποκτά τελικά την ιδεολογική ηγεμονία στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο). Στιγμή-κλειδί για την πλήρη απονομιμοποίηση των κυβερνητικών ελίτ και την ηγεμονική άνοδο των αντιμνημονιακών δυνάμεων και αφηγήσεων.
Δίπλα σ’ αυτό το ρεύμα της νεομαρξίζουσας οικονομικής ανάλυσης, μπορούμε να τοποθετήσουμε την ιστοριογραφική τάση της επιστροφής στην ελληνική δεκαετία του ’40. Ασφαλώς μικρότερης επιτελεστικής αξίας, η ιστοριογραφική αυτή διάθεση και η υπερβάλλουσα προθυμία ανάσυρσης της πολεμικής ιστορίας της χώρας προσέφερε μια επιστημονική επικύρωση στο Zeitgeist της αντιστασιακής και, ορισμένες φορές εμφυλιακής, επίκλησης. Οι διοργανώσεις συνεδρίων για τον εμφύλιο, η συζήτηση για τα Δεκεμβριανά, τα βιβλία για την ΟΠΛΑ και τη βιωμένη ιστορία της περιόδου, οι περίπατοι σε τόπους μνήμης και άλλες παρόμοιου τύπου πρακτικές περισσότερο επισφράγιζαν ένα κλίμα τεχνητού αναβιωτισμού, εμπόλεμης εγρήγορσης και κακής ιστορικής συνείδησης παρά προωθούσαν την (θεμιτή) ιστορική έρευνα. Έτσι, μέσω αυτού του, κάποτε υστερόβουλου, πάντως συναισθηματικά επενδυμένου ερευνητικού ενδιαφέροντος, οι συζητήσεις για το “νέο Ε.Α.Μ.”, το αντιγερμανικό αίσθημα, η σύνδεση των πολεμικών αποζημιώσεων με το πρόβλημα του ελληνικού χρέους και η εμφυλιοποίηση της πολιτικής διαμάχης αποκτούσαν ένα “δραματικό” ιστορικό βάθος, ένα γκροτέσκο επίχρισμα ιστορικότητας. Μια αίσθηση ιστορικότητας που έδινε, για παράδειγμα, στον Κώστα Δουζίνα την άνεση να εκφράσει το αλησμόνητο “Ε.Α.Μ.-Πολυτεχνείο-Αγανακτισμένοι”.
Η δεύτερη ριζοσπαστική τάση της περιόδου που έδρασε και επέβαλε ισχυρά μοντέλα ερμηνείας και πολιτικής στάσης ήταν ό,τι θα ονομάζαμε “νέα ριζοσπαστική πολιτική και κοινωνική θεωρία”. Εδώ έχουμε να κάνουμε κυρίως με μεταμαρξιστικούς, μεταδομιστικούς και μεταμοντέρνους ορίζοντες πολιτικής: εμβληματικότερη, βέβαια, στρατηγική αποδείχθηκε αυτή του λεγόμενου “αριστερού λαϊκισμού” ή “αριστερού εθνικολαϊκισμού” (Ανδρέας Πανταζόπουλος). Εκκινώντας από την αφετηριακή παραδοχή ότι από τη δεκαετία του ’90 και μετά οι δυτικές κοινωνίες τελούν υπό καθεστώς “μεταδημοκρατικής συναίνεσης” (Κράουτς) και νεοφιλελεύθερης “μεταπολιτικής βιοεξουσίας” (διάγνωση που παρουσιάζει ανατριχιαστικές ομοιότητες με τη ριζοσπαστική κριτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας από την πλευρά του γερμανικού επαναστατικού συντηρητισμού του μεσοπολέμου), οι αναζητήσεις αυτές ρίχτηκαν στη μάχη για την επαναπολιτικοποίηση της πολιτικής, για την επιστροφή του συγκρουσιακού πυρήνα της πολιτικής στην επικράτεια της δημοκρατίας της διαβούλευσης. Σε στενή επαφή με ακαδημαϊκούς κύκλους του εξωτερικού που τις τελευταίες δεκαετίες κωδικοποίησαν αυτόν τον τύπο ριζοσπαστικής κοσμοθέασης, εγχώριοι κύκλοι σκέψης επιχείρησαν να εφαρμόσουν συγκεκριμένα εργαλεία ανάλυσης και πολιτικού προσανατολισμού στο προσφερόμενο πεδίο της ελληνικής κρίσης. Κρίσης, η οποία, και σ’ αυτή την περίπτωση, ερμηνεύθηκε ως “μέσο”, “εργαλείο”, επίθεση από την πλευρά ορισμένων συμφερόντων, κατά βάση πολιτικό (και όχι οικονομικό) φαινόμενο.
Έτσι, ένας μεταμαρξιστικός αριστερός λακανισμός που ξεκίνησε ως θεωρία ενός ριζοσπαστικού δημοκρατικού ρεφορμισμού μετατράπηκε σε θεωρητική απολογία του πολιτικού λαϊκισμού και του νέου κυβερνητικού οπορτουνισμού· μια αντιουσιοκρατική παράδοση μεταλλάχθηκε σε πλατφόρμα μετατόπισης της πολιτικής διαμάχης στο πεδίο της πολεμικής της “ουσίας”, στο “αθεμελίωτο θεμέλιο” τού φίλος/εχθρός. Στην πορεία του από την αντιπολίτευση στην εξουσία, ο λαϊκιστικός ριζοσπαστισμός -ως στρατηγική της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, ή ακόμη της “επαναφοράς της δημοκρατίας”- όχι μόνο δεν πέτυχε τον διακηρυγμένο σκοπό του (τον “εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας”), αλλά βάθυνε ακόμη περισσότερο ό,τι φανταζόταν ως μεταπολιτική ή οπισθοχώρηση της πολιτικής διακύβευσης προσφέροντας θεωρητικό βάθος στο είδος της κυβερνώσας μεταμοντέρνας Realpolitik. H πορεία του από τη μαχόμενη θέση αντίστασης στην κυβερνητική αυτοσυντήρηση διαγράφει την καμπύλη της αποτυχίας ενός σχεδίου επαναφοράς των παθών στην πολιτική που κατέληξε στο ασίγαστο πάθος μιας νέας ελίτ για ταυτοτική επιβεβαίωση και κυνική αναπαραγωγή. Αφήνοντας πίσω όχι μόνο ένα πλήθος διδακτορικών και μεταπτυχιακών διατριβών που διαψεύστηκαν πριν καν ολοκληρωθούν, αλλά και μια τεράστια πολιτική και κοινωνική μελαγχολία.
Στο ευρύτερο πεδίο των συλλογικών νοοτροπιών, άλλες πτυχές αυτού του ίδιου ριζοσπαστικού ρεύματος έδρασαν καταλυτικά, όχι τόσο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο και τα καυτά του διλήμματα, όσο στην πλαισίωσή του με επιδραστικά και γενικεύσιμα σχήματα ερμηνείας, και στη διαμόρφωση μιας διανοητικής ατμόσφαιρας της υποψίας. Για παράδειγμα, οι αναλύσεις του Φουκώ περί βιοπολιτικής (αναλύσεις εδώ και χρόνια ανακυκλούμενες στο ακαδημαϊκό περιβάλλον) έγιναν το ερμηνευτικό ευαγγέλιο για έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων που έβλεπαν στη μνημονιακή πολιτική την ενσάρκωση μιας επιθετικής νεοφιλελεύθερης ατζέντας ελέγχου και καθυπόταξης των σωμάτων, μια στρατηγική αόριστης εκπόρευσης που υλοποιούνταν ως ολοκληρωτικό σύστημα μεταμόρφωσης της ζωής. Στο ίδιο μήκος κύματος, η εννοιολογία του Αγκάμπεν περί “κατάστασης εξαίρεσης” και “γυμνής ύπαρξης” εντάχθηκε σε περιγραφές της κοινωνικής κατάστασης που έμοιαζε να υποδαυλίζουν τη θεσμική αποδυνάμωση και να σκιαγραφούν μια, τουλάχιστον υπερβολική, μεσοπολεμική εικόνα αποκαλυψιακής φαντασμαγορίας και επικείμενης ερήμωσης. Αυτό που δεν έγινε κατανοητό από αυτή την καταστροφιστική κοινωνιολογία είναι ότι τόσο μέσω του εξουσιομορφικού (Φουκώ) όσο και του στρατοπεδικού (Αγκάμπεν) ειδώλου του κοινωνικού που υιοθετεί, στο βαθμό που αυτά λειτούργησαν (και λειτουργούν) ως δεσμευτικά πρίσματα ερμηνείας, συναντήθηκε, θέλοντας και μη, με τη διάχυτη αντιπολιτική συνωμοσιολογία: με τη σκέψη που τείνει να ανάγει διαρκώς το εμπράγματο κακό σε αφηρημένες μήτρες, σε αόρατους τόπους απορροής απροσπέλαστους από τη συμβατική πολιτική δράση. Έτσι, ο φουκωισμός και ο αγκαμπενισμός της κρίσης συμβάδισαν ανεπαίσθητα με τη γενική αναγέννηση του συνωμοσιολογικού πάθους και του αφαιρετικού αναγωγισμού του, συντελώντας στη μυστικοποίηση των πραγματικών διακυβευμάτων της περιόδου και σε μια εναλλακτική εμπέδωση του σχήματος της καταδίωξης και του ηττοπαθούς ναρκισσισμού της αντίστασης.
Η οικονομία του παρόντος κειμένου δεν μας επιτρέπει να σταθούμε και σε άλλες, λιγότερο σημαντικές, αλλά ενδεικτικές για το κλίμα της περιόδου, στιγμές: μία από αυτές είναι η ανάδυση μορφών αμφισβήτησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, για παράδειγμα μέσω της μαζικής υποστήριξης του αιτήματος περί άμεσης ή πραγματικής δημοκρατίας κατά την περίοδο των Αγανακτισμένων, και το ερευνητικό ενδιαφέρον που προσέλκυσαν στον ορίζοντα της εμφάνισης μορφών οριζόντιας κινητοποίησης σε μια σειρά από χώρες (βλ. τις θεωρητικές επεξεργασίες περί κοινών, οριζοντιότητας, διαλεκτικής πλήθους και λαού κλπ.). Άλλες τέτοιες στιγμές είναι η υπερτροφική αναφορά στον Σπινόζα ως νέο γκουρού μιας ορισμένης νεοριζοσπαστικής ταυτότητας, τα μαρξοφουκωικά πειράματα, το κείμενο του Αγκάμπεν περί Λατινικής Αυτοκρατορίας (εμπνευσμένο από τον Alexandre Kojève) και η συσχέτισή του με το ελληνικό πρόβλημα ή οι νέες αναγνώσεις της Μεταπολίτευσης (και ειδικότερα της δεκαετίας του ’80) από μια ορισμένη αριστερή διανόηση που δεν δίστασε να οικειοποιηθεί ακόμη και την κριτική του Άγγελου Ελεφάντη στον πασοκικό λαϊκισμό ως δυνητικό πρόγονο της νέας, “αντιουσιοποιητικής” (και επιστημονικής, πρωτίστως) προσέγγισης του λαϊκισμού (βλ. τον πρόλογο του Γιώργου Φουρτούνη στη νέα έκδοση του “Στον αστερισμό του λαϊκισμού”).
Τι γίνεται, όμως, τώρα; Πού βρίσκεται αυτός ο θορυβώδης ριζοσπαστισμός σήμερα, μετά την πλήρη πολιτική απομάγευση, την απώλεια ψυχικών πόρων και την παταγώδη διάψευση των υποθέσεών του;
Ο Βαρουφάκης δοκιμάζει την εξαγωγή των θέσεών του σε διεθνή fora αντίστασης, ο Λαπαβίτσας έγινε άφαντος, ενώ οι αριστεροί λαϊκιστές επενδύουν σε νέα ερευνητικά προγράμματα (βλ. POPULISMUS) αναζητώντας, πιθανόν, κάποιον ιδανικότερο επίδοξο εκφραστή των θεωριών τους. Η αγανάκτηση συνεχίζεται από ορισμένους ριζοσπάστες εξωτερικού (μεταπτυχιακούς ή διδάκτορες) οι οποίοι επιδίδονται σε κηρύγματα αντίστασης εξ αποστάσεως, ανάγοντας τη γνωστική ασυμφωνία μεταξύ ευρωπαϊκού τρόπου ζωής και αντιευρωπαϊκής επιθυμίας σε επιστήμη του πληκτρολογίου. Η διεθνής αριστερή διανόηση, που τα προηγούμενα χρόνια εκστασιάστηκε με την προοπτική μιας εξωτικής ελληνικής ανατροπής, έχει κάνει κάπως στην άκρη τον οριενταλιστικό φιλελληνισμό της (Παναγής Παναγιωτόπουλος), την αντιστασιακή μυθολογία του Νότιου rebel ως αντεστραμμένου ειδώλου του ρέμπελου Έλληνα: ο Ζίζεκ στρέφοντας το ενδιαφέρον του προς τον Τραμπ, ο Μπαλιμπάρ χαμένος κάπου μεταξύ λαϊκισμού και αντιλαϊκισμού, και άλλοι απλώς σιωπώντας. To “Μίσος για τη δημοκρατία” του Ρανσιέρ και “Ο φόβος των μαζών” του Μπαλιμπάρ σταμάτησαν να έχουν τόση επίδραση (όση είχαν, για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια, όταν σου εξαπέλυαν τους τίτλους αυτών των βιβλίων, πριν προλάβεις καλά-καλά να αρθρώσεις μια πρόταση) ενώ και η Τζούντιθ Μπάτλερ αποφάσισε να αραιώσει τις “εμψυχωτικές” επισκέψεις της στην Ελλάδα. Μόνο ο Ντέιβιντ Χάρβεϋ, από τους πρώτους νέους φιλέλληνες αριστεριστές, εμφανίστηκε πρόσφατα (μετά από χρόνια σιωπής), εμφανώς απογοητευμένος με τη διάψευση των ελπίδων που είχε εναποθέσει στον ελληνικό λαό, υπενθυμίζοντάς μας ότι θα έπρεπε να είχαμε κάνει πράξη την έξοδο από το ευρώ εδώ και πέντε χρόνια.
Το πρόβλημα, ασφαλώς, δεν είναι τόσο ο ίδιος ο ριζοσπαστισμός. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο ακαδημαϊκός προοδευτισμός έχει δομηθεί ως μια ισχυρή και ελιτίστικη ηθική και πολιτική της πεποίθησης, άρνηση της σκέψης των συνεπειών, προγραμματικός αντι-πραγματισμός. Η διάψευση δεν θα αναγνωριστεί ποτέ ως τέτοια: η ριζοσπαστική φαντασία θα συνεχίσει να επινοεί νέους τόπους πολιτικής (και ερευνητικής) επένδυσης, θα μεταθέσει τις ελπίδες της αλλού αρνούμενη τον αναστοχασμό και την ανάληψη της ευθύνης. Ακούσαμε από κάποιον από τους εκπροσώπους της κάποια δημόσια αυτοκριτική, έστω ένα ίχνος αναγνώρισης σφαλμάτων; Η απάντηση είναι όχι. Αντ’ αυτού, βλέπουμε είτε τη χαμαλαιοντική προσαρμογή προσώπων (με ή χωρίς το άλλοθι της “κριτικής στήριξης”) στο νέο κυβερνητικό κανόνα (εμβληματικό δείγμα αυτού του “ρεαλιστικού”, οργανικού κομφορμισμού η φράση του Αντώνη Λιάκου, μήνες μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, ότι “η αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο είναι συμπληρωματική της τήρησης των μνημονίων”) είτε την επιστροφή αυτού του ριζοσπαστισμού στην ασφαλή επικράτεια του πανεπιστημίου· την επιβεβαίωση ότι αυτού του τύπου ο ακαδημαϊκός ριζοσπαστισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ριζοσπαστικός ακαδημαϊσμός, κώδικας αναπαραγωγής ακαδημαϊκών οικοσυστημάτων αναγνώρισης, διαζύγιο από την κοινωνική και πολιτική ευθύνη, ταυτοτική αυτοεπιβεβαίωση και οπορτουνιστική εγρήγορση.
Η άρνηση της ηθικοπολιτικής μέριμνας είναι κάτι που έχει καθορίσει τη ριζοσπαστική ακαδημαϊκή σκέψη των τελευταίων δεκαετιών. Τι άλλο μαρτυρεί η αναχρονιστική της καθήλωση στη “σκέψη του ’68” και στα (μεταπολιτικά ή αντιπολιτικά) παρακλάδια της; Πώς να αντιδράσει κανείς βλέποντάς την σήμερα να υπεραμύνεται αφηρημένων αρχών (“δικαίωμα στη διαφορά”, “φιλοξενία”, “πρωτείο του Άλλου”) μπροστά στις πολεμικές ιαχές των τζιχαντιστών και τις προκλήσεις του πολυκοινοτισμού; Ταυτίζοντας ισλαμισμοφοβία και ισλαμοφοβία ή παραγνωρίζοντας τα ζητήματα πολιτισμικής ανασφάλειας θεωρώντας τα αποκλειστική ατζέντα της “εθνοβιοπολιτικής ακροδεξιάς” ή επαναφορά της “σύγκρουσης των πολιτισμών”; Αρνούμενη ακόμη και σήμερα, τρεις δεκαετίες μετά, να υπερβεί το τραύμα της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ μεταμφιέζοντας τον αντικαπιταλισμό της με ελκυστικότερη θεωρητική πλαισίωση, επινοώντας διαρκώς νέα, μη συστάσιμα επαναστατικά υποκείμενα (το πρεκαριάτο, οι αποκλεισμένοι, οι χωρίς χαρτιά, το νομαδικό υποκείμενο, το Συμβάν, οι πλατείες, το 99%, ο εθνικός λαός, οι μετανάστες) και περιφρονώντας την αντιολοκληρωτική τοποθέτηση ως “θεωρία των δύο άκρων”;
Η σιωπή δεν είναι πάντοτε ένοχη: δεν σημαίνει απαραίτητα “αποστασία”, “παραίτηση”, “φόβο”. Κάποτε λειτούργησε ως μορφή ηθικής αντίστασης. Άλλοτε αποτελεί αναγκαίο βήμα αναστοχαστικής υπέρβασης. Η σημερινή ηθικοπολιτική σιωπή του ακαδημαϊκού ριζοσπαστισμού της κρίσης, όμως, μοιάζει περισσότερο με σιωπή της αυτοσυντήρησης. Σιωπή που ακολουθεί μετά από μια απελπισμένη κραυγή.