Το να είσαι ψύχραιμος σημαίνει ότι είσαι πολύ θρασύς”
-Robert Walser, Γιάκομπ Φον Γκούντεν
Όταν ο Γάλλος φιλόσοφος Luc Ferry προτείνει συστηματικά εδώ και μερικές δεκαετίες την ανάγκη αυτού που ονομάζει “δεύτερο ρεπουμπλικανισμό” ή, πιο κατανοητά, “φιλελεύθερο ρεπουμπλικανισμό”, έρχεται ο Τραμπ και τα ευρωπαϊκά του είδωλα κι αναστέλλουν κάθε τέτοιο αίτημα. Όταν, απ’ την άλλη, οι αριστεροί δημοκρατισμοί (Ν. Σεβαστάκης) και μια ορισμένη πολυπολιτισμική αριστερά αυτοανακηρύσσονται “αναχώματα” και “λύσεις” απέναντι στις ακροδεξιές προκλήσεις, πάλι το αίτημα του φιλελεύθερου ρεπουμπλικανισμού χάνεται στην ιδεολογική υπνοβασία των καιρών. Οι ιδέες για τη Δημοκρατία που κομίζουν, από τη μία αυτή η ιδιόμορφη “Ακροδεξιά Διεθνής” και από την άλλη το πολυπολιτισμικό της ανάχωμα, είναι επίφοβες, προβληματικές και επικίνδυνες.
Ο Τραμπ και οι όμοιοί του είναι κράματα αρχαϊκών και μεταμοντέρνων στοιχείων. Απ’ τη μία πλευρά, ιεραρχικοί, μισογύνηδες, πατριαρχικοί και πολιτισμικοί ρατσιστές, αλλά όχι ιμπεριαλιστές και αποικιοκράτες. Χρήστες των παγκοσμιοποιημένων ΜΜΕ και συνάμα εθνοκρατιστές και σοσιαλδημοκράτες των προϊόντων της εγχώριας παραγωγής. Σύστημα και αντισύστημα, υπερδημοκράτες και αντιδημοκράτες, μπορούν να εμφανίζονται την ίδια στιγμή μετριοπαθέστεροι από κάθε άκρο και ριζοσπαστικότεροι από κάθε κέντρο.
Αυτοί οι σχηματισμοί βρήκαν υποστηρικτές ανάμεσα στα πραγματικά θύματα των ανισοτήτων που επέφερε ο φιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος ανταγωνισμός, δηλαδή ανάμεσα στις εργατικές τάξεις και στα μικροαστικά στρώματα που έπληξε η οικονομική κρίση. Αυτά τα στρώματα είναι που ένιωσαν ότι εκπροσωπούνται μέσα από τα λόγια του Τράμπ, της Λεπέν, του προσφάτως ηττημένου στις ολλανδικές εκλογές Βίλντερς: αυτό που ονομάζεται “παλιός λαός”, έναντι του “νέου λαού” που αποτελείται από τις μειονότητες, τους ΛΟΑΤ κλπ. Βρήκαν, συνάμα, έρεισμα σ’ αυτούς που ταυτίζουν το φόβο για το ριζοσπαστικό κι ένοπλο Ισλάμ με τον ρατσιστικό αντιμουσουλμανισμό, την ισλαμισμοφοβία και την ισλαμοφοβία, όπως τις κατονομάζει και τις διακρίνει ο Π. Α. Ταγκιέφ.
Η ιδέα της δημοκρατίας που προτάσσουν αυτά τα μορφώματα είναι μια εθνικιστική, περιοριστική, κοινοτιστική σύλληψη, που αντιστρέφει τη δομή του αποκλεισμού με μια αοριστολογική καταγγελία της “πολιτικής ορθότητας”, προτρέποντας στην άνιση μεταχείριση υπέρ των “λευκών Αμερικανών εργαζομένων” έναντι των υπολοίπων, στέλνοντας στα αζήτητα κάθε δυνατότητα ίσης και κοινωνικά δίκαιης μεταχείρισης απέναντί τους.
Με άλλα λόγια, το έθνος με όρους αίματος, θρησκείας και γλώσσας, το πολιτισμικό έθνος όπως ονομάζεται στην πολιτική επιστήμη, γίνεται ξανά το κριτήριο άσκησης πολιτικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της επαναφοράς του έθνους ως προϋπόθεσης της πολιτικής είναι η αφαίρεση των ισπανικών απ’ το site του Λευκού Οίκου ή το “Muslim Ban”, η δήλωση της Λεπέν ότι γι’ αυτήν Γάλλος θεωρείται όποιος έχει τουλάχιστον ένα γονέα γαλλικής καταγωγής και οι γενικότερες ξενοφοβικές δηλώσεις του Βίλντερς.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η ιδέα της δημοκρατίας έχει διαμορφωθεί από έναν μονοδιάστατο κανόνα που δεν αποδέχεται τις νίκες της εποχής της “αποδόμησης”, τις φεμινιστικές, τις οικολογικές, όπως και πολλές άλλες. Μέσα σ’ αυτό το εθνικιστικό κράμα στοιχείων αρχαϊκού ρεπουμπλικανισμού, μπανάλ σοσιαλδημοκρατίας, αντιπαγκοσμιοποιητικής κουλτούρας και παραδοσιακών ακροδεξιών εμμονών, μοτίβων και προβληματισμών, κρύβεται το αίτημα μιας ασφυκτικής ενότητας που δεν αποδέχεται το δικαίωμα στη διαφορά.
Το σημαντικό είναι πάντως ότι μέσω αυτών των μορφωμάτων έρχονται στην επιφάνεια κάποια σημαντικά σημεία και ζητήματα που δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα. Η ασφάλεια στην εποχή της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, η συνύπαρξη των ετερόκλητων αξιακά εθνοτικών κοινοτήτων, η μέριμνα για τους ανέργους, τους επισφαλώς εργαζομένους και τους πτωχευμένους μικροεπιχειρηματίες, οι αδυναμίες του τριτογενούς τομέα, η ανάγκη του “παλιού λαού” να νιώσει ξανά ότι κάποιος τον αντιπροσωπεύει, είναι προβλήματα υπαρκτά που δεν πρέπει μια φιλελεύθερη και δημοκρατική αριστερά να χαρίσει τις απαντήσεις τους στην άκρα δεξιά, αλλά να τις εντάξει στην ατζέντα της, όπως πολύ σωστά επεδίωξε κι επιδιώκει να κάνει ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Ε. Βαλς.
Πριν εξεταστεί, όμως, η πολυπολιτισμική απόπειρα απάντησης στα ακροδεξιά υβρίδια, αξίζει να σταθούμε για λίγο στη στάση της αριστεράς στις εκλογές των ΗΠΑ, η οποία έχει πολλά σκοτεινά σημεία. Μετά τα όσα συνέβησαν με τον Σάντερς κι αφού έγινε γνωστό ότι με τον Τράμπ θα αναμετρηθεί η Χ. Κλίντον, η αριστερά αντί να πάρει πολιτικές αποφάσεις, αποφάσισε να κάνει κοινωνιολογία. Αντί να ψηφίσει, παρά τα λάθη, τα προβλήματα και τα μελανά σημεία της ιστορίας της, τη Χ. Κλίντον, τόνιζε το ότι η Κλίντον και ο Τραμπ είναι προϊόντα του ίδιου συστήματος και πως η διαφορά τους έγκειται στο ότι ο δεύτερος είναι η πιο “καθαρή” καπιταλιστική παραλλαγή. Το προφανές, κατά κάποιον τρόπο, γι’ αυτή την ιδιόμορφη αριστερίστικη “θεωρία των δύο άκρων”, η οποία δεν βλέπει διαφορές ανάμεσα σε φασισμό και δημοκρατία, ακροδεξιά και φιλελευθερισμό.
Έπειτα, κάποιοι προτίμησαν είτε να ψηφίσουν Τραμπ, είτε να απέχουν, ενώ ελάχιστοι -προς τιμήν τους- προτίμησαν να ψηφίσουν Χ. Κλίντον, όπως ο Μ. Ουόλζερ και ο Χ. Μπλουμ. Το γεγονός, βέβαια, ότι προτάθηκε η αποχή από τις εκλογές από ένα πολιτικό χώρο που εδώ και χρόνια διακηρύσσει ότι η ουδετερότητα είναι θέση υπέρ του ισχυρότερου, και στην προκειμένη περίπτωση ισχυρότερος ήταν ο Τραμπ, αποδεικνύει το ταυτοτικό και αξιακό πρόβλημα της σύγχρονης αριστεράς. Γιατί αυτή η στάση “αυταρχικής ουδετερότητας”, όπως θα έλεγε ο Μ. Λίλα, αγγίζει τα όρια της αφελούς συνενοχής, μέσα από την περιβόητη λογική της “επιτάχυνσης” των γεγονότων, έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκε προεκλογικά από τον Σ. Ζίζεκ, που προέτρεψε την αριστερά να στηρίξει Τραμπ.
Όσοι πάλι ψήφισαν όντως Τραμπ, είτε με τη λογική της “επιτάχυνσης” (η λογική του “ξεκάθαρου εχθρού”) είτε με το επιχείρημα ότι υλοποιεί ένα μέρος των αριστερών οικονομικών προγραμμάτων, είναι απλά απαράδεκτοι και οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να κάνουν αυτοκριτική, παρά να δικαιολογούν ταξικά την επιλογή τους και ταυτόχρονα να καλούν σε αντι-τραμπικές πορείες.
Επιστρέφοντας στο θέμα, μετά την αποτυχία των αριστερών λαϊκιστικών ριζοσπαστισμών να αποκρούσουν τις νέες ακροδεξιές, τη σκυτάλη ανέλαβαν ξανά τα πολυπολιτισμικά αριστερά ρεύματα. Προκειμένου να συγκρουστούν με τον εθνικιστικό μονισμό, επανέφεραν μια ατζέντα της δεκαετίας του ’90 -ατζέντα θεμιτή και σεβαστή σε γενικές γραμμές- η οποία, όμως, στις τωρινές συνθήκες καθίσταται διφορούμενη κι ορισμένες φορές επικίνδυνη για το δημοκρατικό καθεστώς, ειδικά στη Γαλλία.
Ενώ το ρεύμα αυτό έχει δίκιο στην καταγγελία των σφαλμάτων του ρεπουμπλικανικού καθεστώτος στη Γαλλία και τις ΗΠΑ (το Patriot Act, την αστυνομική ασυδοσία απέναντι στους Αφροαμερικανούς, κ.ά.), πέφτει έξω στο ότι συλλαμβάνει το δημόσιο χώρο με τη μορφή του κατακερματισμού του σε αμέτρητες συλλογικές και ταυτοτικές κοινότητες, οι οποίες δεν έχουν κανένα συνδετικό κρίκο μεταξύ τους. Όμως, όταν υπάρχουν αυτόκλητοι τζιχαντιστές βομβιστές, ιμάμηδες προσηλυτιστές στο Ισλαμικό Κράτος μέσα σε μουσουλμανικές κοινότητες, υπάρχει πρόβλημα. Γι’ αυτό αυτή η πολυπολιτισμική αντίληψη εθελοτυφλεί μπροστά στα προβλήματα της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, των φυλετικών γκέτο ή ακόμα της υποτίμησης της θέσης της γυναίκας εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Εθελοτυφλεί, επίσης, μπροστά στον πουριτανισμό και τον αυταρχισμό στο εσωτερικό αυτών των κοινοτήτων, που απαγορεύουν το δικαίωμα στην ατομική υπέρβαση και διαφορά. Αυτή η απροϋπόθετη πολυπολιτισμικότητα προτάσσει το αίτημα της συλλογικής διαφοράς, χωρίς να παρέχει σοβαρές και έμπρακτες εγγυήσεις για το δικαίωμα του ατόμου στην “ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του”. Αφήνει δηλαδή το άτομο έρμαιο στην κανονικότητα της κοινότητας.
Ταυτόχρονα, υπάρχει εκείνη η πολυπολιτισμική αντίληψη, ο “αριστεροτζιχαντισμός” όπως την ονόμασε ο Ζ. Ζυλιάρ, η οποία, υπό το μανδύα του αντι-ρατσισμού και της αντι-ισλαμοφοβίας, δηλώνει ανενδοίαστα ότι η αριστερά και οι τζιχάντ “πολεμούν το σωστό εχθρό με διαφορετικά μέσα”. Έχοντας την ίδια στάση που υιοθέτησαν πολλοί αριστεροί τη δεκαετία του ’70 απέναντι στον ένοπλο αγώνα, αντιλαμβάνεται τους τζιχάντ ως εν δυνάμει συμμάχους και τους ερμηνεύει ως θύματα του δυτικού ιμπεριαλισμού και όχι ως τους νέους “ιδεολόγους του θανάτου”.
Με λίγα λόγια, οι πολυπολιτισμικές αντιλήψεις, κομίζοντας μια κατακερματισμένη ιδέα της Δημοκρατίας και ταυτίζοντας κάθε ρεπουμπλικανικό αίτημα με την άκρα δεξιά (όπως έκανε πρόσφατα ο Καρίμ Αμελάλ ή παλιότερα ο Ετιέν Μπαλιμπάρ), συμπεριφέρονται ανεύθυνα απέναντι στην τζιχαντιστική απειλή και τη συνύπαρξη των εθνοτικών κοινοτήτων και συντηρούν, έτσι, τα προβλήματα που δημιουργούν φόβους και υποψίες σε μεγάλες μερίδες των εγχώριων -γαλλικών, αγγλικών, αμερικανικών- πληθυσμών, στέλνοντας τους ψηφοφόρους κατευθείαν στην άκρα δεξιά. Χωρίς να το επιδιώκουν συνειδητά, ενισχύουν την επιστροφή του εθνικισμού.
Αυτό που χάνεται από τον ακροδεξιό εθνικισμό και τον αφελή πολυκοινοτισμό, από αυτές τις παραλλαγές της κλειστότητας, είναι το όραμα μιας σύνθεσης της δημοκρατικής ενότητας και των πολιτισμικών διαφοροποιήσεων εντός των επάλληλων κοινωνικών συναινέσεων (Ρωλς) – σύνθεση που θα μπορούσε να επανεπινοήσει τη σχέση συλλογικού και ατομικού, ιδιωτικού και δημόσιου εντός ενός φιλελεύθερου ρεπουμπλικανικού παραδείγματος.
Ψήγματα μιας τέτοιας αντίληψης φάνηκαν στις αυτοκριτικές δηλώσεις του Ε. Βαλς για τις ευθύνες της γαλλικής Πολιτείας σε σχέση με την ανάπτυξη του τζιχαντιστικού φαινομένου, αλλά και στο κείμενο του Μ. Ουόλζερ “Τα ιστορικά καθήκοντα της αριστεράς” (Πλάνη, 31/1/2017, μτφρ. Α. Ματσακίδου), στο οποίο ο συγγραφέας προτείνει “να σταθούμε και στο κέντρο και στα αριστερά”. Αυτός ο φιλελεύθερος ρεπουμπλικανισμός παίρνει αποστάσεις από τις δύο παραπάνω τάσεις, αλλά και από το σοσιαλφιλελευθερισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Αντιλαμβάνεται την υπαρκτότητα των προβλημάτων που θέτουν η άκρα δεξιά και ο αριστερός ριζοσπαστισμός και αναζητά άλλες απαντήσεις, διασώζοντας τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αξίες. Αποδέχεται τη συνθετότητα των προβλημάτων κι αναστοχάζεται πάνω στις πράξεις του. Δεν βλέπει την Ε.Ε. σαν “Ευρωπαϊκή Σοβιετική Ένωση” όπως η Λεπέν, αλλά σαν ένα πολιτικό υποκείμενο που πρέπει να ομοσπονδιοποιηθεί. Διεκδικεί τη μείωση των ανισοτήτων και τα όρια της ελεύθερης αγοράς· όχι το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Επανεπινοεί τον ανθρωπισμό και τη μετριοπάθεια ως συνώνυμα της ψυχραιμίας και του θάρρους κι όχι της απάθειας και της χλιαρότητας.
Όταν, λοιπόν, οι εθνοαπομονωτισμοί, οι λαϊκιστικοί ριζοσπαστισμοί, οι αντιφιλελεύθεροι δημοκρατισμοί, η “μετα-δυτική” συναίνεση ανάμεσα στις τραμπικές ΗΠΑ και την πουτινική Ρωσία, το δημοψήφισμα για επαναφορά της θανατικής ποινής στην Τουρκία διεκδικούν την ηγεμονία, η υπεράσπιση της ελευθερίας, της αυτοκριτικής, της θαραλλέας μετριοπάθειας και της φιλελεύθερης δημοκρατίας γίνεται ο σύγχρονος “ριζοσπαστισμός”.