Το παρακάτω κείμενο του Irving Howe δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Dissent στις 5/6/2013 με τον τίτλο “Banality and Brilliance: Irving Howe on Hannah Arendt”.
μετάφραση: Αναστασία Ματσακίδου
H νέα ταινία της Margarethe von Trotta, «Hannah Arendt», μας μεταφέρει στη θύελλα αντιδράσεων που προκλήθηκε από την ανάλυση της Άρεντ για τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, το 1961 στην Ιερουσαλήμ . Ο ιδρυτής του Dissent, Irving Howe, υπήρξε μάρτυρας αλλά και μέτοχος στη διαμάχη. Στο παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του, A Margin of Hope (1982), ο Howe περιγράφει τον πνευματικό «εμφύλιο πόλεμο» των διανοουμένων που διαδέχτηκε τη δημοσίευση της έκθεσης της Άρεντ «για την κοινοτοπία του κακού». Η άδεια έχει χορηγηθεί από τη Nina Howe, Λογοτεχνική Επιμελήτρια των απάντων του Irving Howe.
Για κάποιους από εμάς η πορεία προς μια αποκρυσταλλωμένη Εβραϊκότητα πρέπει να είναι δύσβατη. O πραγματικός ταξιδευτής δεν είναι καν βέβαιος για το αν το μονοπάτι υπάρχει. Κατά μήκος της διαδρομής υπάρχουν συχνά σταθμοί που χαρακτηρίζονται από σύγχυση, ανεξήγητες εκρήξεις συναισθήματος, ακόμη και υστερίας. Ένας από αυτούς ήταν ο πνευματικός εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ των διανοουμένων της Νέας Υόρκης αναφορικά με το βιβλίο της Χάνα Άρεντ, που γράφηκε το 1963 για τη δίκη του Άιχμαν.
Η πρώτη μου συνάντηση με τη Χάνα ήταν το 1947, όταν η ίδια ήταν εκδότης του γερμανο-εβραϊκού εκδοτικού οίκου Schocken Books, ο οποίος είχε πρόσφατα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Χρειαζόταν έναν βοηθό μερικής απασχόλησης να κάνει τις λογοτεχνικές μικρο-δουλειές (αντίγραφα για επένδυση βιβλίου, διορθώσεις μεταφράσεων, και ούτω καθεξής), και για το χρήσιμο ποσό των $ 150 το μήνα ανέλαβα το πόστο. Μαζί μ’ αυτό ήρθε το προνόμιο της επίσκεψης στο γραφείο της Χάνα κάθε εβδομάδα. Δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί το μείζον έργο της για τον ολοκληρωτισμό, αλλά όλοι στον κόσμο των διανοουμένων τη σέβονταν και μερικοί τη φοβούνταν. Της άρεσε να «υιοθετεί» νέους ανθρώπους, και, αν και δεν ήμουν ένας από τους εκλεκτούς της, ίσως επειδή κώφευα στη φιλοσοφία, ή είχα μολυνθεί από τον μαρξισμό, ή επειδή ήμουν εμφανώς αποφασισμένος να αντισταθώ στα πνευματικά της θέλγητρα – θα αφιέρωνε μια ώρα απ’ τον χρόνο της για να μου μιλήσει για τον Κάφκα και τον Μπρεχτ, για εβραϊκά λαϊκά παραμύθια και αμερικανική πολιτική.
Αν και απείχε από κάθε κοινότοπη έννοια της ομορφιάς, η Χάνα Άρεντ ήταν ένα εξαιρετικά γοητευτικό άτομο, με τις αιχμηρές χειρονομίες της, το αυτοκρατορικό της βλέμμα, το κρεμάμενο τσιγάρο. «Szee here» (βλέπεις εδώ), θα ανήγγελλε με ένα χαμόγελο προορισμένο τόσο για να υποτάξει όσο και να παρηγορήσει και έπειτα θα έσπευδε να ξεδιπλώσει τους αυτοσχεδιασμούς της. Δημιουργούσε μια ιδιαίτερα ισχυρή εντύπωση στους διανοούμενους- εκείνους που, ως απλοί Αμερικανοί, θαμπώνονταν από την απεραντοσύνη της γερμανικής φιλοσοφίας. Αλλά εγώ πάντα υποψιαζόμουν ότι εντυπωσίαζε τους ανθρώπους όχι τόσο μέσω της σκέψης της όσο μέσω του ύφους, του τρόπου της σκέψης της. Έβριθε από πνευματική γοητεία, σαν να απομείωνε τους πάντες στο διάβα της σε επάγρυπνους μαθητές. Ο τόνος της φωνής της μεταβαλλόταν απότομα, πότε βλοσυρός και προειδοποιητικός, πότε υπόρρητα στοργικός, σε κουτσομπολιά. Όπου κι αν βρισκόταν η Χάνα «γέμιζε» το χώρο με τη μεγαλοπρέπεια της βούλησής της· πράγματι, πάντα έμοιαζε να υπερβαίνει τον περιβάλλοντα χώρο της . Σπάνια έχω γνωρίσει συγγραφέα με τόσο οξεία επίγνωση της δύναμής του να συνεπαίρνει.
Η σκέψη της εκτινασσόταν και στροβιλιζόταν, αρνούμενη τις συνήθεις φιλελεύθερες και μαρξιστικές διαδρομές. Ακόμα κι όταν εκτιμούσα το έργο της, συχνά αποτύγχανα να αντιληφθώ την ουσία του. Ωστόσο, μοιραζόμασταν ένα κοινό ενδιαφέρον σε μια κρίσιμη διάσταση της σύγχρονης πολιτικής σκέψης. H Χάνα συνήθιζε να μιλά για την «πολιτική per szay» [per se] και, αν και υποψιαζόμουν πως διακρινόταν από μία αριστοκρατική ή «υπερ-ταξική» (supra-class) μεροληψία, δεν ήμουν τόσο ανόητος ώστε να την απορρίψω χωρίς δεύτερη σκέψη. Γι’ αυτήν, η πολιτική σηματοδοτούσε μια δραστηριότητα που σκιαγραφούσε οτιδήποτε ήταν χαρακτηριστικά ανθρώπινο στα εγχειρήματα των ανθρώπων –μια δραστηριότητα βάσει της οποίας οι άνθρωποι αποφάσιζαν πώς να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. H Άρεντ αντιλαμβανόταν, και εκθείαζε ιδιαιτέρως, την πολιτική ως αυτόνομη τέχνη απελευθερωμένη από κοινωνικοοικονομικούς ευτελισμούς. Τώρα στους δικούς μου κύκλους που είχαν αρχίσει να αναγνωρίζουν ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδιαίτερα στις κομμουνιστικές, όπου το κράτος έχει γίνει ο ρυθμιστής της οικονομίας, είναι η πολιτική που για καλό ή για κακό αποδεικνύεται ότι είναι ο καθοριστικός διαμορφωτής της κοινωνίας. Έτσι, υπήρξε μια συνάντηση μεταξύ των ιδεών που διατύπωσε η Χάνα και των ιδεών που της είπα πως προσέγγιζαν οι φίλοι μου, κάτι που της προξένησε μεγάλη απορία, δεδομένου ότι είχε μια αποστροφή προς τους μαρξιστές. Ήταν κατόπιν δικής της παρότρυνσης που ανέτρεξα στα Ομοσπονδιακά Κείμενα και βρήκα εκεί, ειδικά στα κείμενα του Μάντισον, στιβαρές δηλώσεις για τις χρήσεις της παράταξης και την εξισορρόπηση συμφερόντων σε μια δημοκρατία. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ιδέα ότι η κυβέρνηση, πέρα από μία απλή αντανάκλαση των ταξικών συμφερόντων, έπρεπε να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα αριστοτεχνίας, κάτι που δημιουργείται από ανθρώπους και επομένως είναι ανοικτό, δεκτικό σε πλήθος παραλλαγών. Έμαθα –και γι ‘αυτό παραμένω ευγνώμων στην Χάνα Άρεντ, ότι η πολιτική πρέπει να ελέγχεται εξονυχιστικά στο ιδιαίτερο πεδίο της, και όχι μόνον ως δείκτης της κοινωνικής σύγκρουσης.
Η στάση της Χάνα απέναντι στη σύγχρονη εβραϊκή ζωή, τα συναισθήματά της προς τους Εβραίους όπως αυτοί πραγματικά ζούσαν με όλη τους την ανθρώπινη αδυναμία και την ατέλεια, ήταν απελπιστικά αμφίθυμα. Απέπνεε εχθρότητα προς καταξιωμένα εβραϊκά ιδρύματα, ιδίως σιωνιστικά, αν και κατά τα προηγούμενα χρόνια είχε εμπλακεί στενά με τον Ευρωπαϊκό Σιωνισμό. Δεν διέθετε υπομονή για την –υποτιθέμενη- πνευματική τους μετριότητα, την αστική τους πλαδαρότητα – ω! μπορούσε να είναι πολύ μεγαλειώδης στην υπεροψία της. Ωστόσο, ήξερε επίσης ότι βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της Γερμανο-εβραϊκής κουλτούρας, και η ανατομία του αντισημιτισμού που πραγματοποίησε στις «Απαρχές του ολοκληρωτισμού» ήταν ένα δείγμα υψηλής δεξιοτεχνίας. H έκθεσή της σχετικά με τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ κυκλοφόρησε το 1963, μετά από μία περίοδο αγχώδους, αλλά και γεμάτης προσδοκίες, αναμονής. Αυτό που αιφνιδιάζει -σαν κόλαφος- τον αναγνώστη στο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» ήταν η αχαλίνωτη περιφρόνηση με την οποία αντιμετώπιζε σχεδόν όλους και όλα όσα σχετίζονται με τη δίκη, η υπέρτατη απόδειξη της υπεροπτικής στάσης των διανοουμένων απέναντι στους τραχείς κι ακαλλιέργητους Ισραηλινούς.
Πολλοί από εμάς ακόμη κλονιζόμασταν από τον καθυστερημένο αντίκτυπο του Ολοκαυτώματος. Όσο περισσότερο προσπαθούσαμε να το αναλογιστούμε, τόσο λιγότερα μπορούσαμε να συνάγουμε από αυτό. Τώρα πληροφορούμαστε από την λαμπρή θεωρητικό Χάνα Άρεντ ότι ο Αδόλφος Άιχμαν, πέρα από το «ηθικό τέρας» που ο ισραηλινός εισαγγελέας τον είχε αποκαλέσει, θα πρέπει πραγματικά να θεωρηθεί ένας κουραστικός, βαρετός, ασήμαντος ανθρωπάκος, το ασήμαντο παθητικό γρανάζι στη μηχανή του θανάτου που τόσο αποτελεσματικά απέστελνε τους Εβραίους στους θαλάμους αερίων. Αυτός ο Άιχμαν, είπε, ήταν ένα γρανάζι που ωθείτο περισσότερο από γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά από ιδεολογικό δηλητήριο. Ακόμα πιο επώδυνη, καθώς διαβάζαμε το βιβλίο της Άρεντ, ήταν η κατηγορία της ότι τα Εβραϊκά Συμβούλια ή Judenräte, που συστάθηκαν από τους Ναζί στις κατεχόμενες χώρες συνιστούσαν απόδειξη του πόσο απόλυτα συνέπραξαν οι Εβραίοι στη δική τους καταστροφή. Για μία ακόμη φορά, μπορεί να παρατηρήσει κάποιος ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη σύγχρονη σκέψη: τα θύματα κατηγορούνται για τη θυματοποίησή τους, οι ανήμποροι κατηγορούνται για την ανημποριά τους. Λέει η Άρεντ:
«΄Οπου ζούσαν Εβραίοι, υπήρχαν και αναγνωρισμένοι εβραίοι ηγέτες, και αυτοί οι εβραίοι ηγέτες, σχεδόν όλοι ανεξαιρέτως, συνεργάστηκαν με τους ναζί, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, για τον άλφα ή βήτα λόγο. Η όλη αλήθεια ήταν ότι, αν ο εβραϊκός λαός ήταν πράγματι ανοργάνωτος και δεν είχε ηγεσία, θα υπήρχε μεν χάος και πολλή φτώχεια, αλλά ο συνολικός αριθμός των θυμάτων δεν θα έφτανε τα 4,5 με 6 εκατομμύρια άτομα».
Ο Άιχμαν για τον οποίο έγραψε η Άρεντ ήταν ο Άιχμαν όπως παρουσιάστηκε στη δίκη της Ιερουσαλήμ. Εκεί φάνηκε, όπως είχε πει η Σιμόν ντε Μποβουάρ για τον Γάλλο συνεργάτη των Γερμανών Πιέρ Λαβάλ στη δική του δίκη –κοινός και ασήμαντος, ένας πεζός και αδύναμος ανθρωπάκος. (Εξού και η αείμνηστη φράση σχετικά με «την κοινοτοπία του κακού» -οι δολοφόνοι, καθώς φαίνεται, μοιάζουν λίγο πολύ όπως εσείς κι εγώ.) Αλλά ακόμα και αυτός ο Άιχμαν επέδειξε εκπληκτικό ηθικό, ποτέ δε λύγισε υπό πίεση, ποτέ δεν ζήτησε συγχώρεση για τα εγκλήματά του. Ο Άιχμαν είχε πει κάποτε, «θα πηδούσα στον τάφο μου γελώντας, διότι το γεγονός ότι έχω το βάρος του θανάτου πέντε εκατομμυρίων Εβραίων στη συνείδησή μου, μου δίνει εξαιρετική ικανοποίηση». Η Χάνα Άρεντ δεν έλαβε υπόψη αυτήν την δήλωση θεωρώντας ότι απλά «επαίρεται», ότι πρόκειται για καυχησιολογία, μεγάλα λόγια από ένα μικρό άνθρωπο. Αλλά, «Πόσοι άνθρωποι έχουν καυχηθεί ποτέ ότι έχουν σκοτώσει πέντε εκατομμύρια ανθρώπους» ρώτησε ο Lionel Abel σε μια ισχυρή απάντηση στην Άρεντ. Αυτό το είδος του καυχήματος είναι απίθανο να αποτελούσαν τα λόγια ενός απρόσωπου γραναζιού μιας γραφειοκρατικής μηχανής! Όσο για την αποφασιστικότητα με την οποία o Άιχμαν είχε επιδοθεί στο στόχο της μαζικής εξόντωσης, σίγουρα κάποια βαθιά ανηθικότητα όσον αφορά τις προθέσεις ή κάποια κτηνώδης, ειδεχθής σκέψη θα έπρεπε να βρίσκεται στη ρίζα της. Κανένα απλό κοινότοπο πλάσμα δεν θα μπορούσε να συλλάβει ή να εκτελέσει ένα τόσο φρικτό έγκλημα· κάποια εκδοχή ενός «ριζικού κακού», μακράν του συνήθους, έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο επίκλησης εδώ, και από τότε που τέθηκε στη συζήτηση, η αρεντιανή εικόνα του Άιχμαν θρυμματίστηκε. Πολύ πιο πειστική ήταν μια παρατήρηση του Saul Bellow ότι η «κοινοτοπία είναι η μεταμφίεση που υιοθετείται από μια πολύ ισχυρή βούληση κατάργησης της συνείδησης».
Τίποτα, όμως, από αυτά δεν ήταν τόσο προβληματικό όσο το ζήτημα των εβραϊκών συμβουλίων στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη. Αυτό ήταν πραγματικά ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και ψυχοφθόρο ζήτημα για τους Εβραίους. Κατά τη διάρκεια της δημόσιας αντιπαράθεσης Άιχμαν, διατηρούσα στενές σχέσεις με τον Lionel Abel και δαπανούσαμε ώρες συζητώντας τα ερωτήματα που ήγειρε η Άρεντ. Αν και δεν ήταν περισσότερο ειδήμων από την ίδια την Άρεντ –σύντομα θα αποδεικνυόταν πως το βιβλίο της Άρεντ εμπεριείχε πολλά λογικά σφάλματα λόγω λανθασμένων ή ανεπαρκών δεδομένων–, ο Abel ανέτρεξε στη διαθέσιμη βιβλιογραφία για το Ολοκαύτωμα και προσπάθησε, όσο καλύτερα μπορούσε, να αντεπιτεθεί στις θεωρίες της. Σε μια ισχυρή πολεμική, ο Abel έγραφε ότι στην Ουκρανία, όπου δεν υπήρχε Εβραϊκό Συμβούλιο ώστε να συνεργαστεί με τους κατακτητές, οι Ναζί, εντούτοις, κατάφεραν να καταστρέψουν με μεγάλη αποτελεσματικότητα πάνω από 500.000 Εβραίους στο διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου του 1941 και Ιούνη του 1942· ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα Συμβούλια έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μεσολαβητές, ως δικλείδες ασφαλείας μεταξύ της γερμανικής βαρβαρότητας και των αβοήθητων θυμάτων, ώστε να καθιστούν δυνατό τον εφοδιασμό των τελευταίων με μερίδες [φαγητού] και ίσως με αυτόν τον τρόπο να επιβιώσουν· ανέφερε ότι η ίδια «συνεργασία», μερικές φορές αναπόφευκτη, συνέβη κι από την πλευρά μη εβραϊκών κατακτημένων λαών· ότι οι ελεεινές φιγούρες που επιλέχθηκαν για αυτά τα Συμβούλια σπάνια ήταν οι προηγούμενοι, εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εβραϊκών κοινοτήτων, αλλά αντίθετα, συχνά επρόκειτο για παραστρατημένους και αποκαρδιωμένους ανθρώπους που φοβούνταν για τους ίδιους και τις οικογένειές τους· ότι στην πραγματικότητα ό,τι και να έκαναν οι Εβραίοι –είτε έκαναν είτε δεν έκαναν κάτι- δεν θα είχε καμία μεγάλη διαφορά, τόσο ανήμποροι ήταν απέναντι στους Ναζί· και ότι παρά το γεγονός αυτό, υπήρχαν κάποιες εβραϊκές εξεγέρσεις, παρά την έλλειψη όπλων, παρά την πείνα, παρά την απουσία στρατιωτικής εμπειρίας, παρά το μίσος, ακόμη και τις προδοσίες, των γύρω γηγενών πληθυσμών.
Ο πιο έγκυρος λόγος, όμως, προήλθε από τον Εβραίο ιστορικό Gershom Scholem σε μια ανοικτή επιστολή που έγραψε στην παλιά του φίλη Χάνα Άρεντ: «Ποιος από εμάς μπορεί να πει σήμερα σε τι αποφάσεις θα έπρεπε οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων [τα συμβούλια] -ή όπως αλλιώς επιλέξουμε να τους προσφωνούμε- να έχουν καταλήξει υπό τις δεδομένες συνθήκες. […] Κάποιοι από αυτούς ήταν αχρείοι, άλλοι τους άγιοι. […] Υπήρχαν ανάμεσά τους και πολλοί άνθρωποι που δεν διέφεραν σε τίποτα από εμάς, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν να λάβουν τρομερές αποφάσεις υπό συνθήκες που δεν μπορούμε καν να αναπαράγουμε ή να ανακατασκευάσουμε. Δεν γνωρίζω αν ήταν σωστό ή λάθος. Ούτε τολμώ να κρίνω. Δεν ήμουν εκεί.»
Εντός των κόλπων των διανοουμένων της Νέας Υόρκης το βιβλίο της Άρεντ προκάλεσε διχασμούς που ποτέ δεν θα επουλωθούν πλήρως. Η Mary McCarthy, ο Dwight Macdonald, και πιο χαμηλόφωνα ο Daniel Bell, υποστήριξαν την Άρεντ. Ο Lionel Abel, πιο δυναμικά, και εγώ ήμασταν μεταξύ των κριτικών της. Όπως διαπιστώνω τώρα, οι υπερβολές του λόγου και του συναισθήματος σε αυτή τη διαμάχη οφείλονταν –μεταξύ άλλων- σε ένα αίσθημα ενοχής σχετικά με την εβραϊκή τραγωδία, μια ενοχή διάχυτη, μη διαχειρίσιμη, που ωστόσο σπάνια επετράπη να βγει στην επιφάνεια. Υπήρχε, εντούτοις, κάτι καλό σε αυτή τη διαμάχη. Τουλάχιστον όλοι απελευθέρωσαν -αν όχι κατανόησαν- συναισθήματα, πολύ καιρό καταπιεσμένα. Πουθενά αλλού δεν απασχολούσαν τόσο έντονα τα ζητήματα που έθεσε η Χάνα Άρεντ. Αν εναπόκειτο στο υπόλοιπο της αμερικανικής λόγιας ή ακαδημαϊκής κοινότητας, το βιβλίο της θα είχε επαινεθεί ως «διανοητικά προκλητικό» και όλοι θα επέστρεφαν στη μακάρια καθημερινότητά τους. Κλονισμένοι και μεροληπτικοί, εμείς τουλάχιστον νοιαζόμασταν. Το επιχείρημα ότι κάποιος νοιάζεται [για κάποιο ζήτημα] μπορεί εύκολα να γίνει δικαιολογία για να ενδώσουμε στα συναισθήματά μας ή να επιδοθούμε σε θεατρινισμούς, κι αυτό όντως συνέβη σε αυτή τη διαμάχη, και από τις δύο πλευρές. Αλλά το να μη μας νοιάζει είναι σίγουρα χειρότερο.
Πουθενά αλλού στη χώρα δεν θα μπορούσε να υπάρξει το είδος του δημόσιου διαλόγου που οργάνωσε τότε το Dissent στο παραμελημένο Hotel Diplomat στο κέντρο του Μανχάταν. Εκατοντάδες άνθρωποι συνωστίστηκαν στην αίθουσα όπου ο Lionel Abel και η Marie Syrkin, μία βετεράνος σοσιαλίστρια-σιωνίστρια συγγραφέας, μίλησαν κατά της διατριβής της Arendt, ενώ ο Raul Hilberg, ένας έγκυρος μελετητής του Ολοκαυτώματος, και ο Daniel Bell μίλησαν λίγο-πολύ υπέρ της. Είχαμε ζητήσει από την ίδια να έρθει, αλλά δεν απάντησε στην επιστολή μας. Η συνάντηση ήταν ταραχώδης, με συχνές διακοπές: Ο Abel βάρεσε οργισμένα το τραπέζι· o Alfred Kazin παρενέβη νευρικά την τελευταία στιγμή για να υπερασπιστεί την Άρεντ· η Vladka Meed, η ηρωική επιζών της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας, επιτέθηκε με πάθος στις απόψεις της Arendt στα Εβραϊκά· και εγώ ως πρόεδρος μετέφραζα εσπευσμένα από την εβραϊκή ομιλία του ηγέτη του Εβραϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αν και συχνά σοκαριστική, η συνάντηση ήταν επίσης επείγουσα και ένθερμη.
Ίσως οι πιο συνετές κουβέντες σε όλη τη συζήτηση ειπώθηκαν από έναν συγγραφέα που δεν απέκτησε υστεροφημία λόγω της σύνεσής του: τον Norman Podhoretz. Είδε το βιβλίο της Άρεντ, δικαίως νομίζω, ως παράδειγμα αυτής της βαθιάς παρόρμησης ορισμένων Εβραίων, κυρίως διανοουμένων, να έχουν «υπερβολικές απαιτήσεις … [ότι] οι Εβραίοι θα πρέπει να είναι καλύτεροι από τους άλλους ανθρώπους […] γενναιότεροι, σοφότεροι, ευγενέστεροι, πιο αξιοπρεπείς. […] Αλλά η αλήθεια είναι, πρέπει να είναι -ότι οι Εβραίοι υπό τον Χίτλερ ενέργησαν όπως όλοι οι άνθρωποι όταν δέχονται επίθεση από δολοφόνους, ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα· η τελική λύση δεν αποκαλύπτει τίποτα σχετικά με τα θύματα πέραν του ότι ήταν θνητά ανθρώπινα όντα και απελπιστικά ευάλωτα στην αδυναμία τους. […] Οι Ναζί κατέστρεψαν το ένα τρίτο του εβραϊκού λαού. Στο όνομα της ανθρωπιάς, θα δείξει ποτέ το υπόλοιπο [του εβραϊκού λαού] επιείκεια στον εαυτό του;»
Τέτοιες αντιπαραθέσεις δεν διευθετούνται ποτέ. Καταλαγιάζουν μόνο, σιγοβράζοντας, μέχρι να ξεσπάσουν και πάλι. Ένα χρόνο μετά τη συζήτηση του 1963, βρέθηκα τυχαία πρόσωπο με πρόσωπο με την Χάνα Άρεντ σε ένα πάρτι και άπλωσα το χέρι μου προς χαιρετισμό. Με ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού και αυτό το τολμηρό ζοφερό χαμόγελό της, έκανε μεταβολή και έφυγε. Ήταν η πιο επιδέξια αποφυγή που έχω δει ή δεχθεί ποτέ, και πληγώθηκα αρκετά, όπως θα ήθελε η ίδια. Τέσσερα ή πέντε χρόνια πέρασαν και αρχίσαμε να βλέπουμε ο ένας τον άλλο και πάλι, να μιλάμε επιφυλακτικά για τον πόλεμο του Βιετνάμ και τη Νέα Αριστερά. Βρίσκοντας τουλάχιστον κάποια κοινά σημεία, φέραμε ακόμα τα σημάδια της σύγκρουσης, ακόμα δύσπιστοι, ακόμη, θέλω να πιστεύω, μοιραζόμενοι μια ισχνή λάμψη εναπομείνασας στοργής.
Πηγή: http://www.dissentmagazine.org