Το παρακάτω κείμενο του Γάλλου κοινωνιολόγου Michel Maffesoli δημοσιεύθηκε στις 28/10/2014 στο διαδικτυακό τόπο berfrois.com. Αποτελεί τμήμα του συλλογικού τόμου Perrier, B. et Maffesoli M. (ed.) L’Homme Postmoderne (Paris, 2012).
μετάφραση: Μέγκι Ζένελακ
Η επικρατούσα αντίληψη στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους είναι η προσκόλληση σ’ αυτή την ευρέως αποδεκτή πεποίθηση, η οποία έχει τις ρίζες της στα φιλοσοφικά και κοινωνικά συστήματα του 18ου και 19ου αιώνα, ότι ο ατομικισμός συνεχίζει να θριαμβεύει. Εντούτοις, το πλουραλιστικό άτομο και οι συναισθηματικές φυλές είναι η πραγματικότητα που βλέπουμε γύρω μας καθημερινά, μια πραγματικότητα η οποία είναι δύσκολο να διαψευστεί ή να αντικρουσθεί.
Στη θέση του πολιτισμού (civilisation), βασισμένου στον ορθό λόγο, ενός πολιτισμού που φέρει μια ένδοξη ιστορία και ένα συμβολαιακό κοινωνικό δεσμό, έρχεται μια κουλτούρα (culture) του ενστίκτου, όπου κανείς επιθυμεί να έρθει αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με τη μοίρα του. Ο πρώτος έμενε εφησυχασμένος σε ένα προβλέψιμο πρόγραμμα: πρόγραμμα ζωής, οικονομικής διαχείρισης, εκπαίδευσης. Ο τελευταίος φλερτάρει με τον κίνδυνο, το ρίσκο και την περιπέτεια. Το άτομο της συμβολαιακής παράδοσης και του ορθολογισμού, που υπήρχε μέσα σε ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο αδιαίρετο δόγμα της πολιτικής επιστήμης (εκείνο των ερευνών, λόγου χάρη, στις οποίες παρατηρούμε ακόμη περισσότερη ανοησία), αντικαθίσταται από ένα πρόσωπο που όντας μπερδεμένο, δεν μπορεί να μιλήσει για το παραμικρό, αλλά για το οποίο η ενστικτώδης επιθυμία για ζωή (vouloir-vivre) φαίνεται ανυπότακτη.
Πρόσβαση σε έναν ευρύτερο εαυτό
Η αστάθεια των απόψεων και η μείωση της πολιτικής δέσμευσης είναι οι πιο ορατές εκδηλώσεις αυτής της μεταστροφής, η οποία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια διαδικασία ”αποϋποκειμενοποίησης”. Το πνεύμα της εποχής μας δεν είναι πλέον εκείνο του υποκειμενισμού, αλλά μιας εκροής του εαυτού, μιας απώλειας μέσα στο άλλο. Πρόκειται για μια μεταμόρφωση της πολιτικής όπου δεν είναι πλέον το άτομο εκείνο που συμμετέχει, αλλά το πρόσωπο που καθιστά τον εαυτό του ελεύθερο από δεσμά, που εκρήγνυται για να εισέλθει σε έναν ευρύτερο Εαυτό: τον Εαυτό της φυλής, τον Εαυτό της φύσης, τον Εαυτό της πίστης. Σε αυτόν τον θρυμματισμό του εαυτού σε Εαυτό, όλα είναι σχετικά και όλα είναι σχέση. Η εμμονή μας με παιχνίδια ρόλων, με γάτες και με χώρους κοινωνικής δικτύωσης, είναι εξαιρετικά ενδεικτική μιας τέτοιας διάχυσης. Ή μήπως δεν θα έπρεπε να κάνουμε λόγο για αυτήν την εξάπλωση;
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει αμέτρητα αποφθέγματα μεγάλων προσωπικοτήτων της διανόησης σε κάθε τομέα, που έχουν μιλήσει για την ευθραυστότητα του ατόμου. Από το Nietzsche που έκανε λόγο περί ”αβέβαιης ταυτότητας” μέχρι τη διάκριση του Proust μεταξύ ενός ατομικού εγώ και ενός ”βαθύτερου είναι”, είναι πολλοί οι συγγραφείς που είχαν εκφράσει δοκιμαστικά αυτό το προαίσθημα που σήμερα έχει καταστεί μια καθημερινή πραγματικότητα. Εντούτοις, είναι τόσο οφθαλμοφανές που δεν μπορούμε να το δούμε. Τα διανοητικά μας δόγματα το αποτρέπουν. Ωστόσο, αυτός ο θρυμματισμός της ταυτότητας σε πολλές ταυτίσεις είναι εδώ.
Υπό την αιγίδα του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, το παιδί που είχε επιτυχώς οδηγηθεί από την κτηνωδία στον εκπολιτισμό και από τη βαρβαρότητα στον εξευγενισμό, εφοδιάστηκε με μια απαραβίαστη ταυτότητα. Πρώτα απ’ όλα, με μια σεξουαλική ταυτότητα: αρσενικό ή θηλυκό. Τα φύλα πρέπει να είναι πάγια και σταθερά. Επίσης, με μια επαγγελματική ταυτότητα, η οποία το ευθυγράμμιζε με σαφώς καθορισμένα σχήματα, σύμφωνα με τα οποία καλούνταν να πορευτεί στο υπόλοιπο της ζωής του. Τέλος, με μια ιδεολογική ταυτότητα η οποία το ενσωμάτωνε σε κάποιες άλλες λειτουργικές κατηγορίες: πολιτικές, διανοητικές, ενδεχομένως πνευματικές, όλες προβλέψιμες και καθησυχαστικές.
Είναι στα πλαίσια μιας τέτοιας διαδικασίας ”ταύτισης” που όλα “κλειδώθηκαν” στις ευρέως γνωστές κοινωνικές τάξεις ή στις ”κατηγορίες απασχόλησης”. Έτσι, όλα ήταν σε μία τάξη και τα ζώα καλά φυλαγμένα: πολιτικές και συντεχνιακές ψήφοι, κοινωνικές αντιδράσεις, ποικίλες ωθήσεις και καταναλωτική συμπεριφορά. Όλα ήταν αποτέλεσμα προκαθορισμένων κατηγοριοποιήσεων, καθώς και των διακρίσεων που αυτές προκαλούσαν.
Αυτό το κομψό οικοδόμημα έχει αποδομηθεί από τη διαφήμιση, τη μόδα και τα παιχνίδια ρόλων, όπου φαίνεται να επικρατούν διαδοχικές αλήθειες. Αυτό, ειρήσθω εν παρόδω, αναστατώνει τους δημοσκόπους και άλλους πρωταγωνιστές της “κοινωνικής μηχανικής” οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους κοινωνιολόγους, υιοθετώντας τη μία οπτική σε χρόνο “t”, και μία άλλη σε “t+1” ή “t +2” -σε μία μέρα, μία ώρα, ένα λεπτό αργότερα! Και αυτό φυσικά, στο ίδιο άτομο (το οποίο δεν τολμούμε να αποκαλέσουμε υποκείμενο).
Το πλουραλιστικό πρόσωπο είναι, επίσης, εμφανές στην αμφισημία που παρατηρούμε στις διαφημίσεις που εστιάζουν σε ζητήματα φύλου. Όσο εκλεπτυσμένες κι αν είναι, το ζήτημα του φύλου μπορεί κάποιες φορές να είναι ένα ευαίσθητο θέμα. Η unisex μόδα, ο καλπάζων ανδρογυνισμός, η ανάπτυξη καλλυντικών για άνδρες, οι απροσδιόριστες στάσεις σώματος, τα χτενίσματα που εύκολα ανταλλάσσονται μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα πανταχού παρόντα τατουάζ και piercings, όλα εκείνα τα πράγματα τα οποία, υπό το φως άλλων μπαρόκ εποχών, και πιο κοντά στην ακριβή ετυμολογική σημασία του barroco (“ασυνήθιστο μαργαριτάρι” στα πορτογαλικά), φλερτάρουν με τις ”ανωμαλίες” της ανθρώπινης ύπαρξης.
Θα πρέπει να σκεφτεί κανείς τη σεξουαλική αμφισημία που εκδηλώνεται στην αμφιφυλοφιλία, την αύξουσα εναλλαγή ερωτικών συντρόφων, τη σύναψη ad hoc σχέσεων και την εξερεύνηση εναλλακτικών σεξουαλικοτήτων, όλα αυτά είναι συμπτώματα ενός πολιτισμού εν εξελίξει: της “σκιάς του Διονύσου” που προβάλλει στις μετανεωτερικές μεγαλουπόλεις. Απ’ όσο θυμάμαι, ο Διόνυσος είναι, σύμφωνα με τους ιστορικούς των θρησκειών, “ένας θεός με εκατοντάδες ονόματα”, πολλαπλός, μεταβλητός, πάντα κάπου αλλού από εκεί που πιστεύαμε ότι θα βρισκόταν: μια εμβληματική φιγούρα του θρυμματισμού.
Ένας φυλετικός κόσμος
Ένα άλλο φαινόμενο είναι αδιάψευστο εδώ: οι φυλές. Εμείς, όμως, αρνούμαστε ακόμη να το δούμε. Είτε, στην καλύτερη περίπτωση, παραδεχόμαστε την ύπαρξή του αλλά ως μια παροδική στιγμή: “νέοι είναι, ό,τι θέλουν κάνουν”. Εκείνοι που σκοπεύουν να αναλύσουν αυτή τη νεότητα, όλο και περισσότερο θα αναγκαστούν να αναγνωρίσουν τις πολλαπλές εκδηλώσεις ενός τέτοιου φυλετισμού. Κάποιοι μιλούν για ομάδες, για δεσμούς, για οικογένειες (clan), αλλά οι μεταμοντέρνες φυλές είναι συγκεκριμένες και ως τέτοιες θα πρέπει να νοηθούν.
Θα παρουσιάσω τρία βασικά χαρακτηριστικά του φυλετικού φαινομένου: τη σημασία της επικράτειας στην οποία τοποθετείται, το κοινό γούστο και την επιστροφή της φιγούρας του αιώνιου παιδιού: όλα τους είναι παραδειγματικά μιας αίσθησης του ανήκειν, η οποία αποτελεί συνάμα αιτία και αποτέλεσμα.
Θέτοντάς τα σε σειρά, ας σκεφτούμε το πρώτο από αυτά τα χαρακτηριστικά: την περιοχή, την επικράτεια, τον τοπικισμό. Το κοινωνικό συνδέεται έντονα με τον χρόνο. Η κοινωνικότητα, όμως, συνδέεται με τον χώρο: ο χώρος παράγει δεσμούς.
Από μια εθνολογική σκοπιά, η φυλή, με την στενή έννοια, αποτελούσε έναν τρόπο συλλογικής αντιμετώπισης των πολλαπλών μορφών αντιξοοτήτων, οι οποίες βρίσκονταν σε αφθονία στη ζούγκλα. Η οικεία περιοχή αποτελούσε ευθύς μια εγγύηση επιβίωσης και αλληλεγγύης. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο και στις τσιμεντένιες ζούγκλες των μεταμοντέρνων μεγαλουπόλεων; Η γειτονιά, η πόλη, οι τέσσερις δρόμοι είναι από τις πολλές περιοχές που κάποιος μπορεί να μοιραστεί με τη φυλή του, και προσπαθεί να την προστατέψει, κάποιες φορές ακόμη και με βίαιο τρόπο. Αυτή είναι η πραγματική μήτρα όπου η συνύπαρξη βρίσκει την φυσική της έκφραση. Η φυλή μπορεί να εγκαταλείψει την επικράτειά της ανά πάσα στιγμή για να εγκατασταθεί σε κάποιο άλλο μέρος της πόλης, σε κάποια δελεαστική περιοχή, η οποία, παρά το ότι μπορεί να είναι ξένη, την προσελκύει για οποιονδήποτε λόγο. Ωστόσο, το σημείο αναφοράς, η πηγή του κοινοτιστικού της ρυθμού, παραμένει εκείνη η περιοχή όπου βρίσκεται το habitus της φυλής, τα ήθη και οι παραδόσεις της.
Εκείνοι που προτιμούν να δυσανασχετούν και να προβαίνουν σε μεγαλοστομίες τύπου μάντρα όσον αφορά την ενότητα της εθνικής επικράτειας, θα κάνουν καλά να αναγνωρίσουν την καθιέρωση ενός τέτοιου φυλετικού τοπικισμού, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να προλάβουν τις πιο βλαβερές επιδράσεις του. Το να σκέπτεται κανείς με όρους τοπικισμού, σημαίνει βέβαια ότι εναντιώνεται στις μεγαλειώδεις θεωρίες της χειραφέτησης, χαρακτηριστικές του 19ου αιώνα, οι οποίες προσπάθησαν με κάθε κόστος να εκριζώσουν τρόπους ζωής, ύπαρξης και σκέψης. Αλλά αυτό που είναι επίσης βέβαιο, είναι ότι η αντίληψη της μιας και αδιαίρετης Πολιτείας, το καθοριστικό χαρακτηριστικό του 19ου αιώνα, δεν είναι πια η συνταγή που επικρατεί σε ένα πλουραλιστικό μωσαϊκό: εκείνο των πολλών και ποικίλων φυλών που συναποτελούν την κοινωνική ζωή.
Μια μορφή ριζώματος, στην πραγματικότητα, επανέρχεται στην ατζέντα. Και όσο το “κράτος πρόνοιας δεν λειτουργεί πια”, μια νέα μορφή συνοχής αναφύεται από αυτές τις ρίζες, νέοι τρόποι εκδήλωσης της γενναιοδωρίας και μια καθημερινή αμοιβαία προσπάθεια, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τα δεινά, τις κακοτοπιές και άλλες εκφάνσεις της ανθρώπινης δυσφορίας. Η προσήλωση στις ρίζες αποκτά δυναμική και οριοθετεί την περίμετρο των κοινωνικών συνδέσεων σε μια διαδικασία βαθιάς μετάλλαξης.
Η κοινή επικράτεια πρέπει να συνδέεται με το κοινό γούστο, γιατί, αν μη τι άλλο, το γούστο τις περισσότερες φορές, αποτίει φόρο τιμής στον χώρο όπου μπορεί και εκφράζει τον εαυτό του. Οι μετανεωτερικές φυλές μπορούν να θεωρηθούν ένας τρόπος συμμετοχής σε ένα κοινό, ιδιαίτερο γούστο. Έτσι, οι πόλεις μας γίνονται απλά ένα σημείο συνάντησης περιοχών, κάποιες φορές “υψηλών περιοχών”, όπου μουσικές, αθλητικές, πολιτισμικές, σεξουαλικές και θρησκευτικές φυλές συναντιούνται. Κι αυτό για να γιορτάσουν το γούστο, το οποίο λειτουργεί ως συνεκτικό υλικό. Είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση σε αυτό το τελευταίο σημείο, καθώς σκεπτόμαστε και οργανώνουμε τις κοινωνικές σχέσεις στη βάση συναισθημάτων, παθών και συγκεκριμένων επιδράσεων. Ενώ “οι γεύσεις και τα χρώματα” δεν ταιριάζουν στο σύγχρονο διάλογο, είναι εξαιρετικά προβληματικό να συνεχίσει κανείς να προσπαθεί να αναπαριστά τον κόσμο από το αφετηριακό σημείο της καθολικότητας, στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι.
Το γούστο είναι ένας κόσμος-μινιατούρα. Όπως τόσο εύστοχα το θέτει ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και ακαδημαϊκός, David Lodge, “(είναι) ένας μικρός κόσμος”. Όποτε κάνουμε λόγο για ένα cocktail party, για μια συνδικαλιστική διαδήλωση, για μία πολιτική συνάθροιση, ή για οτιδήποτε υπάγεται σε έναν αριθμό ποικίλων πολιτισμικών και κοινωνικών εκδηλώσεων, συχνά λέγεται ότι “ήταν όλοι εκεί!” Αυτό το “όλοι” είναι απλώς ο γνώριμος, οικείος και συνήθης κόσμος. Με άλλα λόγια, ένας φυλετικός κόσμος, όπου το κοινό γούστο λειτουργεί ως νομιμοποίηση και ως μια τέλεια εκλογίκευση της ευχαρίστησης, της επιθυμίας για συνύπαρξη και συμβίωση.
Ο χώρος και το γούστο μάς οδηγούν και στο άλλο διακριτικό χαρακτηριστικό των μετανεωτερικών φυλών, το οποίο είναι η έμφαση σε αυτό που συνήθως ονομάζουμε “το αιώνιο παιδί”. Πράγματι, ζώντας κανείς σε περιοχές, σε αστικά hotspots, με τρόπο σύμφωνο με τις προτιμήσεις και τα πάθη του, δεν είναι αυτό, πέρα από τις υποτιμητικές υποδηλώσεις του όρου, μία έκφραση παιδικής περιέργειας;
Ο μύθος του puer aeternus, “του αιώνιου παιδιού”, είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ανθρώπινη ιστορία. Ιστορίες, θρύλοι, μυθολογίες και καθιερωμένες ιστορίες θυμίζουν ότι η φιγούρα του παιδιού έχει υπάρξει η πραγματική ουσία ορισμένων κοινωνικών φαντασιώσεων. Στη νεωτερικότητα, η εμβληματική φιγούρα ήταν εκείνη του σοβαρού και ορθολογικού ενήλικα, του παραγωγού και του αναπαραγωγού: μια μεταδοτική φιγούρα, που ήταν το πρότυπο στη βάση του οποίου η κοινωνική ζωή φαντασιωνόταν τον εαυτό της και τον οργάνωνε. Ο ορθολογισμός, η υπεροχή της εργασίας και το κοινωνικό συμβόλαιο, όλα βασίστηκαν σε αυτό το θεμέλιο. Ωστόσο, μέσα από μια διαδικασία κορεσμού, και συνεπώς, μια διαδικασία αναπροσαρμογής, αυτή η φιγούρα, η οποία μπορεί να περιγραφεί ως Προμηθεϊκή, αφήνει χώρο στη Διονυσιακή, εκείνη της διαρκούς εφηβείας. Η τελευταία φιγούρα, με τον ίδιο τρόπο όπως ο προκάτοχός της, γίνεται εμβληματική και μεταδοτική.
Ο καθένας συμπεριφέρεται σαν νέος, μιλάει σαν νέος, ντύνεται σαν νέος, παραμένει νέος, θα μπορούσαμε να παραθέσουμε αμέτρητα παραδείγματα που συνηγορούν υπέρ αυτής της κατεύθυνσης. Μα καθίσταται εμφανές ότι η φυσική δομή ενός τέτοιου αιώνιου παιδιού είναι μια συμβιωτική, ακόμη και προβληματική δομή: ένας άλλος τρόπος να αναφερθούμε στη “φυλή”. Είναι μ’ αυτή την έννοια που η σύγχρονη λατρεία της νεότητας, ενώ έχει στέρεες και βαθιές ανθρωπολογικές ρίζες, εγγράφεται τέλεια στον αναπτυσσόμενο αστερισμό των φυλών. Όπως αναφέρθηκε ξανά, αντί να προσεγγίζουμε το φαινόμενο αυτό ως κάτι άξιο της μετάνοιας ή του θρήνου μας, ίσως θα έπρεπε να το δούμε ως έκφραση μιας γνήσιας ζωτικότητας που μας κάνει πιο προσεκτικούς απέναντι σε έναν εναλλακτικό τρόπο συνύπαρξης. Ό,τι δηλαδή έχω αποκαλέσει ως ανάδυση ενός κοινοτιστικού ιδανικού· την ανάπτυξη μιας νέας δημόσιας σφαίρας, η οποία δεν βασίζεται πια στη πυραμιδική ή/και ενοποιημένη δομή, όπως συνηθιζόταν στο παρελθόν, αλλά στη θρυμματοποίηση και τη διασπορά. Αυτό είναι συγκεκριμένα το περιεχόμενο του κοινοτιστικού ιδανικού της φυλής.
Μια μορφοκλασματική (fractal) κοινωνία
Ο όρος που χρησιμοποιεί η μετανεωτερικότητα για να περιγράψει την εξέλιξη της κοινωνίας είναι δανεισμένος από το λεξιλόγιο της αρχιτεκτονικής, στο οποίο ο ”μεταμοντερνισμός” αναφέρεται σε οργανικές κατασκευές, σχηματισμένες από ανόμοια στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί όλα μαζί, προερχόμενα από ανόμοια περιβάλλοντα στον χώρο και στον χρόνο. Αυτό το απόφθεγμα από την αρχαιότητα, το άλλο από την Αναγέννηση, και πάει λέγοντας. Τα πάντα εργάζονται από κοινού: υπάρχει ποικιλομορφία, μα ακόμη κρατάει.
Τα σύνολα τύπου Mandelbrot στα μαθηματικά, δίνουν μια εικόνα αυτού που περιέγραψα. Τι είναι στο κάτω κάτω τα αντικείμενα φράκταλ, αν όχι δημιουργήματα των οποίων η μορφή αποτελείται από ανωμαλίες και θρύμματα; Αυτός ο τομέας των μαθηματικών δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να θεωρητικοποιεί τα μυριάδες παραδείγματα που μας παρέχει η φύση (νιφάδες χιονιού, βρογχιόλια κ.τ.λ). Αυτός ο κατακερματισμός είναι αυτός που συναντούμε στα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία είναι επιπλέον ενισχυμένα από την ανάπτυξη των διαδραστικών μέσων επικοινωνίας, που είναι κατάλληλα για το διαδίκτυο.
Ο κόσμος της τέχνης το γνωρίζει καλά αυτό. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν κάνει τον κατακερματισμό ένα προνομιακό αντικείμενο του πειραματισμού τους. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τους χορογράφους, όπως η Pina Bausch και ο Μerce Cunningham, οι οποίοι έχουν τονίσει την οργανικότητα των κατακερματισμένων στιγμών, από τις οποίες αποτελούνται οι παραστάσεις τους. Ο μεταμοντέρνος χορός είναι μια καλή εικονογράφηση της ενδόμυχης σύνδεσης του σώματος, στην αρχαϊκότητά του, με την πιο πρόσφατη τεχνική, και με το περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται το σύνολο.
Κατά τη νεωτερική εποχή -τον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα- οι διαφορές σβήστηκαν, οι ξεχωριστές ιδιότητες έγιναν αντικείμενο άρνησης και οι ιδιαιτερότητες αποκλείστηκαν μόνιμα. Όλοι έπρεπε να υποκλιθούν μπροστά στον πάγιο νόμο της ενότητας: του χώρου, του χρόνου και της δράσης. Μπροστά στην εικόνα του ενός Θεού, ο άνθρωπος έπρεπε να έχει μία και μοναδική ταυτότητα, το κράτος έπρεπε να είναι ενοποιημένο και οι θεσμοί εξορθολογισμένοι. Η διατύπωση του Auguste Comte, η οποία συνεχίζει να επαναλαμβάνεται, συνοψίζει εύστοχα μια τέτοια διαδικασία: ‘Reductio ad unum’ (“Αναγωγή στο ένα”). Αυτό συμβαίνει γιατί το διανοητικό μας ασυνείδητο παραμένει σημαδεμένο από τον μονοθεϊσμό, με αποτέλεσμα να βρίσκουμε δύσκολη την παραδοχή ότι ο ατομικισμός έφτασε στο τέλος του, όπως και η μία και αδιαίρετη Πολιτεία.
Όσο για ό,τι έχει ειπωθεί αναφορικά με τα καλλιτεχνικά παραδείγματα (μεταμοντερνισμός, φράκταλ, μεταμοντέρνος χορός), η εικόνα του μωσαϊκού δεν είναι ακατάλληλη για να εικονογραφήσει την εξέλιξη του κοινωνικού οικοδομήματος από μία πυραμιδική και ιεραρχική κατασκευή σε μία κουρελού φυλών. Οι φυλές από μόνες τους είναι ρευστές και πολύπλευρες, ο κάθε άνθρωπος έχει λόγο να συμμετέχει σ’αυτές διαδοχικά και ταυτόχρονα. Και παρά την ποικιλομορφία των συστατικών της στοιχείων, η κοινωνία είναι ικανή να επιδείξει μια εξαιρετική οργανικότητα. Με ιστορικούς όρους, δεν μιλάμε πια για την Πολιτεία με την ιακωβινική έννοια, αλλά για τη res publica της αρχαίας μνήμης, τις δημόσιες υποθέσεις, που επιτρέπουν τη συρροή αντίθετων μορφών και δυνάμεων.
Ο ιστορικός Philippe Ariès, γνωστός για τον αναζωογονητικό του αντικομφορμισμό, χρησιμοποίησε τον όρο “άμεσες ομάδες” ή “μικρές συλλογικότητες”, αναφερόμενος σε αυτές τις αυθόρμητες οντότητες, τις άλλοτε ορθολογικά οργανωμένες, που αποτελούν τη βάση όλης της συνύπαρξης. Ίσως εδώ να καταθέτουμε μια μαρτυρία για την επιστροφή αυτών των οντοτήτων. Αυτές θα μπορούσαν να αποτελούν το κοινοτιστικό ιδεώδες της μετανεωτερικής κοινωνικότητας: μιας κοινωνίας δηλαδή (που υπάρχει) έξω ή παράλληλα με το κράτος, ενός ζωτικού κοινωνικού χώρου με μια συγκεκριμένη αυτονομία – αυτών των “προσωρινά αυτόνομων ζωνών” για τις οποίες κάνει λόγο ο Hakim Bey, και οι οποίες έχουν απήχηση στις νεώτερες γενιές. Δεν πρόκειται πλέον για την αναζήτηση μιας απομακρυσμένης ουτοπίας, αφηρημένης και εξορθολογισμένης, αλλά για μικρές, διάμεσες ουτοπίες, στο εσωτερικό των οποίων ζούμε, όσο είναι δυνατόν, μέρα με τη μέρα, εδώ και τώρα.
Προς μια εναλλακτική κοινωνική σχέση
Το κοινωνικό μωσαϊκό θα μπορούσε εφεξής να αποτελεί την προσαρμογή αυτών των μικρο-κοινοτήτων, των σφυρηλατημένων από τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις, από τα ήθη και τις παραδόσεις της φυλής, καθώς και από τις τελετουργίες που αυτή προκαλεί. Βρίσκει κανείς, λαμβάνοντας υπόψη το πνεύμα της διονυσιακής εποχής και το μύθο του αιώνιου παιδιού, ότι αυτή η αυτο-προσαρμογή θα προκύψει μέσα από όλες τις αισθητικές, παιγνιώδεις πλευρές που είναι εγγενείς σε αυτήν την κοινωνικότητα.
Ανά την ιστορία έχουν υπάρξει πολιτισμοί που στηρίχτηκαν σε αυτό το εορταστικό θεμέλιο. Στιγμές όπου, πέρα από κάθε συγκεντρωτική και ενοποιητική αρχή, η συνύπαρξη στη μοναδικότητά της συγκροτείται από τις αμοιβαιότητες, τις αλληλεπιδράσεις, τα κοινά πάθη και συναισθήματα· εν ολίγοις, από μία μεγάλη συμμετοχικότητα, από έναν κόσμο στον οποίο οι πολλαπλές κοινότητες ρυθμίζουν τους εαυτούς τους η καθεμιά σε σχέση με την άλλη.
Έτσι, ακούμε την ηχώ γνωρισμάτων προνεωτερικών εποχών: της Αναγέννησης και της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να φέρουμε δύο παραδείγματα. Αυτό αναπόφευκτα μας κάνει ανήσυχους, καθώς η εξημέρωση των ηθών και το δάμασμα των παθών, πράγματα που επικράτησαν κατά τη νεωτερικότητα, τείνουν να αντικατασταθούν από μια επιστροφή της αγριότητας στον κόσμο. Ωστόσο, η εξαφάνιση ενός προτύπου κοινωνικών σχέσεων, εκείνου της νεωτερικότητας που βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο, στον ατομικισμό και στο προστατευτικό κράτος, δεν συνεπάγεται ότι δεν υφίστανται πλέον κοινωνικοί δεσμοί. Αντιθέτως, εμφανίζεται ένα είδος σχέσης η οποία είναι περισσότερο συναισθηματική παρά ορθολογική. Αυτό δεν σημαίνει ούτε το τέλος της αίσθησης του συνανήκειν ούτε το τέλος της συνοχής.
Η προσαρμογή των φυλών μεταξύ τους οδηγεί σε μια ισορροπία πιο επισφαλή σε σχέση με την ισορροπία που θα απέρρεε από το ατομικό ανήκειν στο έθνος-κράτος. Ωστόσο, κάποιος καλύτερα εφοδιασμένος ίσως να μπορεί να αντισταθεί στις μυριάδες τεκτονικές αναστατώσεις που είναι εγγενείς στην πορεία προς την παγκοσμιοποίηση. Με αυτήν την έννοια, ο φυλετισμός είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος να ενισχυθεί η κοινωνική συνεκτικότητα, ο οποίος μας βοηθά να κατανοούμε παρά να απαρνούμαστε, γνωρίζοντας ότι, όπως ακριβώς ο νεωτερικός άνθρωπος ζούσε σύμφωνα με το ορθολογικό συμβόλαιο, σχεδιάζοντας μακροπρόθεσμα, έτσι ο μετανεωτερικός άνθρωπος θα ζει, όλο και περισσότερο, με σύμφωνα: συναισθηματικά και εφήμερα.
Πηγή: http://www.berfrois.com