Και αριστερά και δεξιά, του Δημήτρη Μουταφίδη

Εν όψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, όλος ο κόσμος παρακολουθούσε με αγωνία την εκτύλιξη του δράματος. Λίγο πολύ, όλοι προβληματίστηκαν, σχολίασαν και αρθρογράφησαν πάνω στις γαλλικές εξελίξεις. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον κατά την προεκλογική περίοδο συγκεντρώθηκε γύρω από τον τελικό νικητή των εκλογών, τον Ε. Μακρόν. Αυτόν τον 38χρονο τραπεζίτη, μαθητή του Π. Ρικέρ, πρώην Υπουργό Οικονομικών του Φ. Ολάντ και σύζυγο της, κατά 30 χρόνια μεγαλύτερής του, Μπριζίτ, που ‘χει σκανδαλίσει τη συντηρητική Γαλλία.

Μέσα σ’ όλη αυτή την αρθρογραφία της προηγούμενης περιόδου, αξίζει να σταθεί κανείς σε μια δήλωση του ίδιου του Ε. Μακρόν. Όταν τον ρώτησαν σε μια συνέντευξη πού κατατάσσει τον εαυτό του ανάμεσα στο δίπολο Αριστερά/Δεξιά, εκείνος απάντησε “ούτε στην αριστερά ούτε στη δεξιά”, για να συμπληρώσει αμέσως: “λίγο στην αριστερά, λίγο στη δεξιά και πολύ στο κέντρο”. Κάποιοι θα μπορούσαν εύκολα να πουν ότι είναι ένας “ισορροπιστής”, ένας “κεντριστής” ή ένας “λαϊκιστής του κέντρου”. Κάποιοι άλλοι, ακόμα πιο εύκολα, θα μπορούσαν να πουν ότι το “ούτε αριστερά ούτε δεξιά”, που πρωτοακούστηκε από τα πρωτο-φασιστικά κινήματα του προηγούμενου αιώνα, αποδεικνύει ότι ο Μακρόν, όντας πρώην τραπεζίτης, μέλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, άρα νεοφιλελεύθερος, αποκαλύπτει με τη δήλωση αυτή την ουσία του τεχνοκρατικού νεοφιλελευθερισμού που είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός και ο φασισμός.

Αυτές οι ερμηνείες, όμως, ήδη δοκιμασμένες, αποκαλύπτουν τη σύγχρονη πνευματική νωθρότητα και την ασταμάτητη κατανάλωση “συνταγών κριτικής”. Πέραν αυτού, οι συγκεκριμένες ερμηνείες αστοχούν σε ένα καίριο σημείο. Ο Μακρόν δεν αποδομεί το δίπολο, αλλά συνθέτει στη βάση ενός τριμερούς σχήματος, που αποτελείται πλέον από τη ριζοσπαστική δεξιά, τη ριζοσπαστική αριστερά και αυτό το νέο κέντρο που επιδιώκει μια συνομιλία ανάμεσα σε κάποιες παραδόσεις. Το ρεπουμπλικανισμό, το φιλελευθερισμό και τη σοσιαλδημοκρατία. Είναι ένα κέντρο που προσπαθεί να εμφανιστεί πέραν του δικομματισμού που επικράτησε τις προηγούμενες δεκαετίες στη Γαλλία. Και το πιο σημαντικό είναι ότι καταφάσκει υπέρ αυτού του αιτήματος και το απενοχοποιεί.

Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι οι “καθαρές” ιδεολογικές και πολιτικές ταυτότητες που επικαθόριζαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής του παραδοσιακού πολιτικού υποκειμένου έχουν εκλείψει και αδυνατίσει, έχει συμβεί μια μετατόπιση προς σύνθετες μορφές πολιτικής υποκειμενικότητας. Αυτή η μετατόπιση, ενώ είναι ένα διαταξικό φαινόμενο, συναντάται πιο έντονα και έκδηλα στις μικρο-μεσαίες τάξεις, οι οποίες μάλιστα ήταν η πλειοψηφία της εκλογικής βάσης του Μακρόν. Άλλα παραδείγματα, χαρακτηριστικά αυτής της μετατόπισης, συναντά κανείς στη σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά και δεξιά. Όταν, για παράδειγμα, η πρώτη επικαλείται την “επιστροφή σε…”, επιχείρημα που έρχεται απευθείας από μια μερίδα συντηρητικών, αλλά και Παλινορθωτικών του 19ου αιώνα, ή όταν η δεύτερη χρησιμοποιεί φεμινιστικά χειραφετητικά επιχειρήματα για την αφαίρεση της μπούρκας από τις μουσουλμάνες. Αυτά δεν είναι απλοί τακτικισμοί, αλλά έχουν μια σημασία σε επίπεδο ιδεών.

Ο Μακρόν, λοιπόν, κάνοντας αυτή τη δήλωση, αναγνωρίζει δύο πράγματα. Πρώτον, τη συνθετότητα των νέων ταυτοτήτων, συγκροτημένων ή μη, πέρα από τις σκληρύνσεις τους, και δεύτερον, την ύπαρξη σύνθετων προβλημάτων που χρειάζονται μια λοξή θεώρηση και αντιμετώπιση στη βάση ευρύτερων συναινέσεων. Ανήκει σε έναν “μετα-ταυτοτικό φιλελευθερισμό” που έχει ενσωματώσει κοσμικές και ρεπουμπλικανικές αξίες σε μια οντολογικά πλουραλιστική σκέψη κι έχει μια γόνιμη ρίζα στο σοσιαλφιλελευθερισμό των προηγούμενων δεκαετιών (βλ. Μαρκ Λίλα, “Το τέλος του φιλελευθερισμού των ταυτοτήτων”, μτφ. Α. Παπαδάκης, Πλάνη, 2/3/2017). Βέβαια, ο σοσιαλφιλελευθερισμός ήταν μια κατ’ εξοχήν λογική της αισιοδοξίας, της προόδου και της ευημερίας, που εξέφραζε τα μεσαία στρώματα της δεκαετίας του ’90, ενώ οδήγησε και σε μια διαχειριστική αντίληψη της πολιτικής. Δεδομένης της οικονομικής ασφυξίας που επικρατεί στη Γαλλία και των αδιεξόδων μιας απόλυτα πραγματιστικής πολιτικής, ένας σοσιαλφιλελευθερισμός αυτού του τύπου δεν μπορεί πλέον να αποδώσει.

Ποια είναι, όμως, εκείνα τα προβλήματα που αναγνωρίζονται από τον Μακρόν κι απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις; Με τυχαία σειρά: η τρομοκρατία, η οικονομική δυσμένεια, η ριζοσπαστική δεξιά, το γραφειοκρατικό και δημοσιονομικό πρόβλημα της Ε.Ε., τα εργασιακά και τα επιχειρηματικά ζητήματα, τα “προάστια”, το οικολογικό. Αυτή η πληθώρα ζητημάτων, που σκιαγραφούν μια ολόκληρη ατζέντα, καθιστούν το δίπολο αριστερά-δεξιά, όχι άχρηστο, αλλά δευτερεύον. Δείχνουν ότι, για να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα, απαιτούνται συνεννοήσεις σε κυβερνητικό επίπεδο ανάμεσα σε μια ορισμένη αριστερά και μια ορισμένη δεξιά (όχι στις ριζοσπαστικές εκδοχές τους, και πέρα από έναν βαθύ κοινωνικο-πολιτισμικό συντηρητισμό και έναν οικονομικό υπερφιλελευθερισμό).

Επειδή, λοιπόν, διεξάγεται μια συζήτηση για την αριστερά και τη δεξιά σήμερα, καλό θα ήταν να παρατηρήσει κανείς κάτι σημαντικό. Οι ιδεολογικές ταυτότητες, έτσι όπως εκφράστηκαν κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, συνεπάγονταν έναν παντοδύναμο ηγέτη, μια ισχυρή μονοκομματική και σωτηριολογική κυβέρνηση, έναν τόπο της Ευτυχίας, καθώς και την πλήρη δέσμευση του ατόμου σ’ αυτό το ιδεώδες. Αυτό το σχήμα, ενώ έχει εξασθενίσει, έχει συνάμα επανέλθει με την λατρεία της ριζοσπαστικής δεξιάς απέναντι στην πουτινική Ρωσία και με τη ριζοσπαστική αριστερά που υποδεικνύει τη δικτατορική Λατινική Αμερική, και πιο συγκεκριμένα τη Βενεζουέλα των 30 περίπου νεκρών αυτές τις μέρες, σαν χώρα του μαρτυρίου και της λύτρωσης. Το παράδειγμα Μακρόν διαρρυγνύει αυτή την επαφορά της “καθαρότητας” και της ολιστικότητας της διαφοράς μεταξύ αριστεράς-δεξιάς.

Μπορεί, λοιπόν, κάποιος, με αφετηρία τη δήλωση Μακρόν, να μιλήσει για το σύγχρονο δίπολο αριστεράς-δεξιάς; Η απάντηση μου είναι θετική με μια πολύ συγκεκριμένη έννοια. Οι σύγχρονες διαιρέσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν ως εξής: φιλελεύθερη δημοκρατία/μη φιλελεύθερη δημοκρατία, Ε.Ε./έθνος-κράτος, παγκοσμιοποίηση/αντιπαγκοσμιοποίηση, λαϊκότητα/λαϊκισμός, κοσμικότητα/θεολογικο-πολιτικό. Στο εσωτερικό αυτών των κυρίαρχων διαιρέσεων υπάρχει η αριστερή και η δεξιά πτέρυγα, που δεν είναι πάντα σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Υπάρχει δηλαδή μια αριστερή και μια δεξιά υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως και μια δεξιά και μια αριστερή ρητορική ενάντια στην “άγρια παγκοσμιοποίηση”, αλλά ενώ στην πρώτη περίπτωση θα δει κανείς μια κυβερνητική συμμαχία (Μακρόν-Ε.Φιλίπ), στη δεύτερη περίπτωση είναι αδύνατο να δει κάποιος μια συμμαχία Λεπέν-Μελανσόν.

Μακριά απ’ το να είναι απόλυτα μεγέθη χωρίς διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους, αλλά όντας ερμηνευτικοί ιδεότυποι, αυτές οι διαιρέσεις υπερβαίνουν το παλιό δίπολο, διατηρώντας το την ίδια στιγμή μέσα τους. Αυτό το πνεύμα, έτσι όπως εκφράζεται από τον Μακρόν, διαρρηγνύει το παλαιό κομματικο-πολιτικό σύστημα της Γαλλίας, ιδρύοντας ένα νέο, τριμερές σχήμα: ένα κέντρο, μια λεπενική δεξιά και μια ριζοσπαστική αριστερά.

Δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά ότι ο συνασπισμός αυτός που επιχειρεί ο Μακρόν θα αντέξει. Υπάρχει μια σειρά από προβλήματα που μάς επιτρέπει να γίνουμε σκεπτικιστές απέναντι στο εγχείρημα αυτό. Για παράδειγμα, η απουσία ενός παραδοσιακού κομματικού μηχανισμού ή η ευθραυστότητα των σχέσεων ανάμεσα στις δεξιές κι αριστερές πτέρυγες του κόμματός του. Αυτό, όμως, που επιδιώκει με τη σύναψη συμμαχιών νέου τύπου, συμμαχιών που δεν στηρίζονται μόνο σε οικονομικές αλλά και σε πολιτικές και πολιτισμικές αξίες, είναι μια συμβολή κι ένα προοδευτικό νεύμα.

Αυτό το νεύμα θα μπορούσε να ονομαστεί “πολιτική της έλλειψης”. Αυτή η πολιτική προκύπτει από τις εκλογικές και κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, την πτώση του κύρους των πολιτικών προσώπων, αλλά και την αναγνώριση από μεριάς τους των λαθών, των αδυναμιών και των ελλείψεων της παράδοσης που επιλέγουν να στηρίξουν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τα πρόσωπα αναζητούν πολιτικές συνεννοήσεις με εκείνους τους χώρους που πιστεύουν ότι συγγενεύουν, μακριά από το φετιχισμό της συναίνεσης ή της σύγκρουσης, που και οι δύο εργαλειοποιούν τον Άλλο. Στην πρώτη περίπτωση, ο Άλλος αντιμετωπίζεται ως το συμπλήρωμα του κυρίαρχου κόμματος, που δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο απ’ το να συμφωνεί με τις απαιτήσεις του ισχυρότερου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ως ο αιώνιος υπαίτιος των δεινών και άρα ο στόχος όλων των κατηγοριών.

Αυτή η “πολιτική της έλλειψης” συστήνει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ συναίνεσης και σύγκρουσης κι εγκαινιάζει το “και αριστερά και δεξιά”. Αυτή η πολιτική αντίληψη και πρακτική στρέφεται ενάντια σε εκείνους που επιδιώκουν την επαναφορά του παραδοσιακού, στρατοπεδικού διπόλου κι αφήνει συνάμα στην άκρη όσους πιστεύουν ότι οι διαφορές μπορούν να είναι εσαεί σε χειμερία νάρκη.

Τώρα οδεύουμε προς τις βουλευτικές εκλογές. Δεν έχουμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο απ’ το να περιμένουμε.

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s