Ανατομία Κόρης: μια ονειρική νουβέλα μαθητείας, της Αναστασίας Βράτζια

«Μάτια φωτογραφική μηχανή: Καλοκαίρι στον Κήπο της Εδέμ. Η μαμά λιάζεται σε μια καρέκλα με ξεθωριασμένο πανί. Ξάφνου τη βλέπω να ξεκαρδίζεται σ’ ένα γάργαρο γέλιο. Φέρνει τα γόνατα κοντά στο πρόσωπο για να προστατευτεί. Ο μπαμπάς τη σημαδεύει με το ανοιχτό λάστιχο του ποτίσματος. Ο μπαμπάς ψιχαλίζει τη μαμά.» (σελ. 7)

Με αυτό το εισαγωγικό σημείωμα, που θα μπορούσε άνετα να είναι λεζάντα φωτογραφικού λευκώματος, ανοίγει η άρτι αφιχθείσα νουβέλα της Μαρίας Φακίνου, με τίτλο «Ανατομία Κόρης». Δεδομένου ότι πρόκειται για την ιστορία μιας οικογένειας τη δεκαετία του 80’, ιδωμένη μέσα από τα «μάτια φωτογραφική μηχανή» της κόρης από την βρεφική της ηλικία μέχρι τα 25 της χρόνια, θα μπορούσε να αποδοθεί στη νουβέλα μια χαλαρή συγγένεια με το γυναικείο Bildungsroman (μυθιστόρημα διάπλασης), καθώς ενέχει τα δύο βασικά του σχήματα: το σχήμα της αφύπνισης και το σχήμα της μαθητείας. Κύριο σημείο αναφοράς, τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλοσαξονική παράδοση του είδους είναι η επαναπροσέγγιση του ρόλου της γυναίκας, η διεκδίκηση της θέσης εκτός της οικίας, η σχέση της με το άλλο φύλο, η σεξουαλική αφύπνιση, και σε ένα άλλο επίπεδο, η αποδοχή της καλλιτεχνικής ταυτότητας. Ανάγνωση και γραφή λειτουργούν θεραπευτικά στον ψυχισμό της ηρωίδας· ελέγχοντας τη γλώσσα, καταφέρνει να επιφέρει την τάξη στο χαοτικό μικρόκοσμό της:

«Ξεκίνησα να γράφω εκεί τα όνειρα κι έπειτα όλες τις σκέψεις μου όσο φρικτές και ντροπιαστικές κι αν ήταν. Αυτή η γραπτή εξομολόγηση κάπως σαν να ηρέμησε την απροσδιόριστη, ως τότε, ανησυχία που μεγάλωνε μέσα μου, χωρίς να ξέρω πως κάθε ημερολόγιο, κάθε σελίδα, κάθε ιδέα και επιθυμία μου, διαβαζόταν λίγες ώρες μετά, κρυφά, από την μητέρα μου». (σελ. 28)

Δια μέσου της πειραματικής γραφής της Μαρίας Φακίνου διασταυρώνονται δύο παράλληλοι, μα συμπληρωματικοί κόσμοι, ο κόσμος της φωτογραφίας και ο κόσμος της λογοτεχνίας, συνθέτοντας μια ονειρική νουβέλα μαθητείας. Η αντικειμενικότητα της φωτογραφικής απεικόνισης και η υποκειμενικότητα της εξομολογητικής γραφής οδηγούν σε αμφίρροπο συμπέρασμα: άραγε οι αφηγήσεις της «κόρης» αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα; Αν ναι, κατά πόσο είναι αλλοιωμένες από το πέρασμα του χρόνου και το συναισθηματικό βάρος μιας νοσταλγικής ενατένισης της παιδικής ηλικίας;

Αναμφίβολα, το τρίτο συγγραφικό έργο της Φακίνου, είναι ανοιχτό προς πολλαπλές λογοτεχνικές προσεγγίσεις. Όπως στην «Αρχή του Κακού», έτσι και στην «Ανατομία Κόρης», ο αναγνώστης δύναται να αναγνωρίσει βιβλικά πρότυπα. Η Φακίνου μεταφέρει την πρώτη οικογένεια επί γης στο αστικό τοπίο της δεκαετίας του ’80, δημιουργώντας μια μεταμοντέρνα (επαν)αφήγηση της ιστορίας των πρωτόπλαστων. Εν αρχή, η αφηγήτρια-«κόρη» ζει μακάρια στον Κήπο της Εδέμ της οικογένειάς της:

«απαλλαγμένοι από την παρουσία συγγενών. Ανέγγιχτοι από τις συμβάσεις. Ελεύθεροι. Δέσμιοι αναμεταξύ μας, εμείς οι τέσσερις, στον δικό μας Κήπο της Εδέμ.» (σελ. 8).

Δεν αργεί να εμφανιστεί το φίδι, παίρνοντας την μορφή της αδελφικής εξαπάτησης και να σπείρει τους πρώτους κόκκους δυσπιστίας ανάμεσα στους δίδυμους-πρωτόπλαστους:

«Η εξαπάτηση θα ερχόταν με πολλές μορφές. Πρώτα απ’ τους οικείους, έπειτα απ’ τους άλλους. Όσο πιο μικρά τα χρόνια τόσο πιο μικρή η εξαπάτηση, ωστόσο χτυπούσε πάντα με δριμύτητα, καθιστώντας την εμπιστοσύνη μια λέξη πονηρή, άυλη περνούσε ανάμεσα από τα δάχτυλα και σκόρπιζε σαν κλεμμένα νομίσματα στο έδαφος. ( σελ. 19).

Η πτώση όμως, σε αντίθεση με τη βιβλική αφήγηση, επέρχεται σταδιακά. Πρώτα η επίσκεψη του δεύτερου ξαδέρφου στον Κήπο της Εδέμ και ο επιβαλλόμενος, από τον αδερφό, γάμος. Η βιβλική αφήγηση συναντά σε αυτό το σημείο την αρχαιοελληνική παράδοση, καθώς ο αδερφός ορίζει τη μοίρα της, επιλέγοντας το νυμφίο:

«Τον βρίσκω στο διάδρομο να κρατά ένα λευκό σεντόνι. Σήμερα θα γίνεις νύφη. Θα παντρευτείς τον ξάδερφο, λέει και περνά γύρω από το κεφάλι και τους ώμους μου το αυτοσχέδιο νυφικό.». (σελ. 33)

Ο ερχομός της πρώτης περιόδου είναι η πρώτη χειροπιαστή απόδειξη της ενηλικίωσης για την αφηγήτρια-κόρη:

«το μωσαϊκό που εδώ και μήνες έχει σε μιαν άκρη του μια σταγόνα αίμα. Η σταγόνα αίμα που κύλησε ανάμεσα από τα πόδια μου. Ο δικός μου τύπος των ήλων» . (σελ. 35)

Ακολουθεί το πρώτο «ξύπνημα της άνοιξης» στην πατρική κρεβατοκάμαρα που σηματοδοτεί και τη σεξουαλική αφύπνιση της ηρωίδας:

«Πηγαίνω και ξαπλώνω στο κρεβάτι τους. Γλείφω το δάχτυλό μου. Καθώς μια δίνη γλυκιά και πηχτή σαν μελάσα μουδιάζει το σώμα μου». (σελ. 44)

Κάπως έτσι ανοίγει η πύλη της εξόδου από τον Κήπο της Εδέμ και «κανονίζεται» η συνάντηση με τον «κακό» λύκο, όχι του γκριμικού παραμυθιού, αλλά της «Παρέας των λύκων» (The Company of Wolves, 1979) της Άντζελα Κάρτερ, όπου η ηρωίδα ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά της και μυείται στη γυναικεία της φύση, γεγονός που σηματοδοτεί την ενηλικίωσή της και το τέλος της αθωότητας. Ο «κακός λύκος» της Φακίνου δεν εμφανίζεται ξάφνου μπροστά στην Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος, αλλά στο αστικό τοπίο, έξω από τα όρια του Κήπου της Εδέμ:

«Σε βλέπω να περιμένεις μέσα σ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο. Στη γωνία του σχολείου, στην αγορά ενώ ψωνίζω μαζί με τη μητέρα, όταν βγαίνω βόλτα με την Άλφα. Σε βλέπω να περιμένεις, μόνο που ακόμα δεν ξέρω ότι περιμένεις εμένα.» (σελ. 51).

Παράλληλα, η «Ανατομία Κόρης» εστιάζει και στη σημαντικότερη σχέση στη ζωή ενός κοριτσιού: αυτή της μητέρας-κόρης. Η μετάβαση προς την ενηλικίωση επέρχεται εν τέλει, όταν η αφηγήτρια-«κόρη» αναγνωρίζει στη μητέρα της την ατελή της φύση, απομυθοποιώντας την αρχετυπική της μορφή:

«Δεν ήμουν έτοιμη για τίποτα τέτοιο, λες. Ήμουν εξίσου ανέτοιμη με σένα. Στα χέρια μου μια ομοιόμορφη μπάλα μαζί με τις λέξεις σου. Για πρώτη φορά καταλαβαίνω ποια είσαι και κάτι μέσα μου μπαίνει αθόρυβα στη θέση του.» (σελ. 72)

Η γραφή της Φακίνου είναι πυκνή, απέριττη, εν ολίγοις δωρική. Οι μικρές, κοφτές προτάσεις της αποδεικνύονται κάτι παραπάνω από ικανές να σηκώσουν το νοηματικό βάρος ετούτης της βαθύτατα εσωστρεφούς ιστορίας ενηλικίωσης. Πρωτίστως, όμως, πρόκειται για μια γραφή, η οποία τολμά να αφηγηθεί την σκοτεινή πλευρά της παιδικής ηλικίας και την επίπονη πορεία προς την ενηλικίωση, χωρίς μελοδραματισμούς, εκπέμποντας το ηχηρό μήνυμα «art will save you», εν προκειμένω μέσω της γραφής.

Βιογραφικό:

Η Μαρία Φακίνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.” (εκδόσεις Καστανιώτη, 2007) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού “Διαβάζω”. Έχει συμμετάσχει με διηγήματά της στα συλλογικά έργα “Ελληνικά ονόματα” (Κέδρος, 2010) και “Τη νύχτα αυτή τη λέμε εμείς φωτιά: Ιστορίες από τα Εξάρχεια” (Athens Voice, 2009).

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s