Κατά καιρούς, πληθώρα συγγραφέων, διανοούμενων, στοχαστών και φιλοσόφων προσπάθησαν να απαντήσουν στο ερώτημα: “μπορούν τα χρήματα να φέρουν την ευτυχία;”. Στην περίπτωση της Κίνας, το ερώτημα θα μπορούσε να εμπλουτιστεί. Διερωτώμαστε, λοιπόν, εάν τα χρήματα μπορούν να φέρουν την ευτυχία και να εξαγοράσουν τη δημοκρατία. Στην ετήσια έκθεσή του για την Κίνα, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπογραμμίζει όχι μόνο την σταθερή απαξίωση και οπισθοδρόμηση της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και τον κίνδυνο μη βελτίωσης του καθεστώτος προστασίας θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της (ανανεώσιμης) θητείας του προέδρου Ξι Ζιπίνγκ. Ο κινεζικός οικονομικός δράκος συστηματικά καταπατά βασικές ελευθερίες των πολιτών, θέτει υπό ασφυκτικό κλοιό την στοιχειώδη οργάνωση της κοινωνίας πολιτών ενώ προσπαθεί, και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει, να καταστείλει κάθε μορφή ελεύθερης έκφρασης και κριτικής προς το καθεστώς. Η στάση του Πεκίνου δεν διαφέρει από ανάλογες πολιτικές που έχουν ακολουθήσει εξίσου απολυταρχικά-αυταρχικά καθεστώτα κατά τον ρου της ιστορίας.
Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε είναι η τάση της Κίνας να δημιουργεί οικονομικούς ημιδορυφόρους. Πέραν της καθαρά οικονομικής νέο-αποικιοποίησης που εκτελεί η Κίνα σε αφρικανικές χώρες, υπάρχει και μια μορφή οικονομικής διείσδυσης σε ασθενείς οικονομικά χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έντονο το ευρωσκεπτικιστικό αίσθημα στην κοινωνία τους, που μετεξελίσσονται σε πρόθυμους οιονεί “εκπροσώπους” των συμφερόντων του Πεκίνου στα ευρωπαίκά θεσμικά όργανα. Δεν έχουν περάσει αρκετές μέρες από το βέτο της Ελλάδας στην υποβολή έκθεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε στη Γενεύη σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Η άσκηση έντονης κριτικής στο Πεκίνο φαίνεται ότι δυσαρέστησε την Αθήνα, η οποία χαρακτήρισε την έκθεση ως “αντιπαραγωγική κριτική” , η οποία γίνεται “επιλεκτικά” για συγκεκριμένες χώρες. Μάλιστα, διπλωματικοί κύκλοι της Αθήνας τόνισαν ότι εναντιώθηκαν στην εν λόγω έκθεση για “λόγους αρχής”. Σε αυτό το σημείο καλούμαστε να αναρωτηθούμε σχετικά με τις αρχές που επέβαλαν μια τέτοια απόφαση στην ηγεσία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Η ενίσχυση των σχέσων Ελλάδας-Κίνας μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι κάτι περισσότερο από προφανής και, πέρα από την οικονομική στήριξή του προς την ασθμαίνουσα ελληνική οικονομία, η Ελλάδα βρίσκει στο Πεκίνο έναν πρόθυμο, ιδεολογικά συγγενεύοντα πόλο εξουσίας, που δεν ενδυναμώνει στο κομματικό φαντασιακό μόνο την κομμουνιστογενή ρίζα του αλλά και μια έντονη ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών εταίρων από την Ε.Ε και τις Η.Π.Α. Για την Κίνα, η Ελλάδα αποτελεί στρατηγικό κόμβο για τα εμπορικά της συμφέροντα στην προσπάθειά της να καθιερώσει τον νέο δρόμο του μεταξιού, κάτι που εκφράστηκε ανάγλυφα με την εξαγορά του 51% του Ο.Λ.Π. Στον νέο δρόμο του μεταξιού κομβικό ρόλο διαδραματίζει και η Ουγγαρία, οι σχέσεις της οποίας με τις Βρυξέλλες σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανέφελες. Είναι ενδεικτικό ότι το 89% των κινεζικών επενδύσεων στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη κατευθύνεται στην Ουγγαρία αγγίζοντας το ποσό των 3,5 δις ευρώ. Για όσους πιστεύουν στις συμπτώσεις, η Ουγγαρία μόλις τον περασμένο Μάρτιο αρνήθηκε να υπογράψει κοινή δήλωση των κρατών-μελών της Ε.Ε, η οποία εξέφραζε την ανησυχία της Ένωσης για τον βασανισμό 16 δικηγόρων-ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια κράτησής τους από τις κινεζικές αρχές τον Ιούλιο του 2015.
Και ενώ φαίνεται ότι μερικά εκατομμύρια επενδύσεων αρκούν για να εξαγοράσουν τη σιωπή τουλάχιστον δύο κρατών μελών της Ένωσης περί των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, ακόμα και τα ίδια τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα δείχνουν να διστάζουν να προβούν σε δραστικότερες ενέργειες καταδίκης της αυταρχικής πολιτικής του Πεκίνου. Με φωτεινή εξαίρεση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τόσο η Επιτροπή όσο και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ένωσης, Ντόναλντ Τούσκ, απέφυγαν κατά τη συνάντηση Ε.Ε-Κίνας (1-2 Ιουνίου 2017) να καταδικάσουν δημόσια τις πρακτικές του Πεκίνου στον νευραλγικό, για τις αξίες της Ένωσης, τομέα των ανθρωπίνων οργάνων. Ακόμη, δεν έγινε καμία αναφορά ούτε οποιαδήποτε εκδήλωση μνήμης για την 28η επέτειο από τα γεγονότα της πλατείας Τιενανμέν: μόνο η Γερμανία εξέδωσε ανακοίνωση. Τα θέματα παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα παραπεμφθούν στον θεσμοθετημένο από το 1995 διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα μεταξύ Ε.Ε-Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που θα διεξαχθεί στις Βρυξέλλες στις 22-23 Ιουνίου 2017. Φαίνεται ότι για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την Ένωση ο διάλογος αυτός αποτελεί ένα άλλοθι μπροστά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες πολιτών. Η υποβάθμιση, βέβαια, του διαλόγου και του ίδιου του θεσμού εν γένει, κυρίως από το Πεκίνο, με την αποστολή στις Βρυξέλλες χαμηλόβαθμων αξιωματούχων, δείχνει και την απαξίωση που επιχειρεί να επιφέρει η Κίνα στη διαδικασία αυτή.
Δεν είναι μόνο η μετατροπή της Ελλάδας και της Ουγγαρίας σε πειθήνια όργανα της κινεζικής διπλωματίας που προβληματίζουν σχετικά με τη διείσδυση των κινεζικών συμφερόντων στη Γηραιά Ήπειρο. Η αδυναμία, ή καλύτερα η απροθυμία των ευρωπαϊκών οργάνων να καταδικάσουν, να θίξουν, να αναδείξουν την κατάφωρη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, προκαλεί τις μελανότερες των εντυπώσεων και των προοπτικών για τον βαθύ αξιακό πυρήνα της Ένωσης. Οι αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες έκφρασης του ατόμου για τον αυτοπροσδιορισμό του, αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της Ένωσης. Είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικό η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποποιείται τον ρόλο του θεματοφύλακα αυτών των αξιών αποκομίζοντας ως αντάλλαγμα μια συμμαχία με το Πεκίνο για το περιβάλλον και το ελεύθερο εμπόριο, σε μια μορφή ιδιότυπης συμμαχίας Βρυξελλών-Πεκίνου κατά της κυβέρνησης Τραμπ. Εάν, όντως, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η μεγαλύτερη χώρα της, η Γερμανία, θέλουν να λάβουν το χρίσμα του νέου προστάτη της φιλελεύθερης κληρονομιάς του Δυτικού πολιτισμού μετά την εκλογή Τράμπ, τότε χρειάζονται ειλικρινή και δραστικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Το κλίμα επαναπροσδιορισμού αλλά και αμφισβήτησης μέσα στο οποίο λειτουργεί η Ένωση σήμερα, προσφέρει ένα μοναδικό βήμα προς την επίλυση των χρονίζοντων ταυτοτικών της διλημμάτων. Ήρθε πλέον η ώρα να προτάξει τις αρχές του ανθρωπισμού και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το σεβασμό στη δημοκρατία, και να μετατραπεί από μια ήπιας ισχύος ένωση εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων κατά κύριο λόγο, σε έναν ανεξάρτητο και ισχυρό στον διεθνή πολυπολισμό παράγοντα, με αυτόνομο λόγο και ρόλο χωρίς εξαρτήσεις. Ας δοθεί επιτέλους προτεραιότητα στον άνθρωπο και στο ίδιο το αξιακό βάρος της Ευρώπης, ας πάψουμε να πουλάμε την κληρονομιά μας και τη ψυχή μας στον διάβολο. Είναι ίσως αυτό το θεμελιώδες αξιακό περιεχόμενο της Ευρώπης που θα δημιουργήσει τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό του αύριο.