Το παρακάτω κείμενο του Mark Lilla δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 6 Νοεμβρίου 2016 με τον τίτλο Our Reactionary Age. Φωτογραφία: Sebastien Thibault (πηγή: NY Times).
μετάφραση: Αντώνης Παπαδάκης
Η ελπίδα, είπε ο φιλόσοφος Francis Bacon, είναι ένα καλό πρωινό, αλλά ένα λιτό, ανεπαρκές δείπνο. Μόλις πριν 25 χρόνια, η ελπίδα ήταν μια ενεργός δύναμη στην παγκόσμια πολιτική. Ο ψυχρός πόλεμος έληξε με ειρηνικό τρόπο και οι λειτουργικές συνταγματικές δημοκρατίες απέκτησαν έρεισμα στην Ανατολική Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε επίσημα και η ιδιότητα του μέλους επεκτάθηκε στα ανατολικά. Οι συμφωνίες του Όσλο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων υπογράφηκαν και ο Νέλσον Μαντέλα έγινε πρόεδρος της Νότιας Αφρικής έχοντας περάσει ήδη τρεις δεκαετίες στη φυλακή.
Μήπως θυμόμαστε έστω τι μορφή είχε η ελπίδα; Σήμερα, αντ’ αυτού, η πολιτική παγκοσμίως οδηγείται από την οργή, την απελπισία και τη δυσαρέσκεια. Και πάνω απ’ όλα, από την νοσταλγία. Το “Make X Great Again” είναι το δημαγωγικό σύνθημα της εποχής μας, και όχι μόνο με την προεδρική υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Tι είναι ο πολιτικός ισλαμισμός, αν όχι μια βίαιη ερμηνεία μιας φαντασίωσης επιστροφής, σε αυτή την περίπτωση σε μια φαντασιακή εποχή θρησκευτικής καθαρότητας και στρατιωτικής ισχύος; Ο πρωθυπουργός Narendra Modi της Ινδίας στήριξε τη σταδιοδρομία του διαδίδοντας τον Hindutva, έναν περίτεχνο Hindu εθνικισμό που εξυμνεί τον ινδικό πολιτισμό πριν από την άφιξη των μουσουλμάνων. Τα ακροδεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη «εμπορεύονται» παρεμφερή φαντασιακά παρελθόντα.
Ζούμε σε μια αντιδραστική εποχή. Οι επαναστάτες διακινούν την ελπίδα. Πιστεύουν, και εύχονται και οι άλλοι να πιστέψουν, ότι είναι δυνατή μια ριζοσπαστική τομή με το παρελθόν και ότι αυτό θα εγκαινιάσει μια νέα εποχή ανθρώπινης εμπειρίας. Οι «αντιδραστικοί» πιστεύουν ότι μία τέτοιου είδους τομή έχει ήδη επισυμβεί και ήταν καταστροφική. Ενώ στο ανεκπαίδευτο μάτι το ποτάμι του χρόνου φαίνεται να ρέει όπως έρρεε πάντα, ο αντιδραστικός βλέπει τα συντρίμμια του παραδείσου να περνούν μπροστά απ’ τα μάτια του. Ο επαναστάτης διαβλέπει το λαμπρό μέλλον και τον ηλεκτρίζει. Ο αντιδραστικός σκέφτεται το παρελθόν σε όλη του τη λαμπρότητα, και αυτός θαμπώνεται επίσης. Νομίζει ότι είναι ο θεματοφύλακας του τι πραγματικά συνέβη, όχι ο προφήτης του τι θα μπορούσε να γίνει. Αυτό εξηγεί την αλλόκοτα διεγερτική απογοήτευση που περνά διαμέσου της αντιδραστικής φιλολογίας και της πολιτικής ρητορικής, την πασίδηλη αίσθηση της αποστολής. Όπως έγραψαν οι συντάκτες του δεξιού περιοδικού “National Review”, στο πρώτο του θέμα, η αποστολή είναι να σταθεί κανείς “εγκαρσίως στην ιστορία, φωνάζοντας σταμάτα”.
Οι αντιδραστικοί δεν είναι συντηρητικοί. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει κατανοητό γι’ αυτούς. Οι συντηρητικοί πάντα συλλάμβαναν την κοινωνία ως ένα είδος κληρονομιάς που λαμβάνουμε και είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό. Ο πιο υγιής τρόπος να επιφέρει αλλαγές, πιστεύει ο συντηρητικός, είναι μέσω διαβουλεύσεων και αργών μετασχηματισμών στο έθιμο και την παράδοση, όχι με την ανακοίνωση τολμηρών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων ή με την επινόηση υποτιθέμενα αναφαίρετων ατομικών δικαιωμάτων. Αλλά ο συντηρητικός συμφιλιώνεται επίσης με το γεγονός ότι η ιστορία δεν παραμένει ποτέ σταθερή και ότι εμείς είμαστε απλώς περαστικοί. Ο συντηρητισμός επιδιώκει να ενσταλάξει την ταπεινή σκέψη ότι η ιστορία μάς κινεί προς τα εμπρός, και όχι το αντίστροφο. Και ότι οι ριζοσπαστικές προσπάθειες να την χαλιναγωγήσουμε μέσω μιας ισχυρής βούλησης θα φέρνουν μόνο καταστροφή.
Οι αντιδραστικοί απορρίπτουν αυτή τη συντηρητική προοπτική. Είναι, με τον τρόπο τους, εξίσου ριζοσπαστικοί όσο και οι επαναστάτες, και εξίσου καταστροφικοί. Τα αντιδραστικά αφηγήματα ξεκινούν πάντα με μια ευτυχή, καλά διατεταγμένη κατάσταση, όπου οι άνθρωποι μοιράζονταν οικειοθελώς ένα κοινό πεπρωμένο. Τότε αλλότριες ιδέες που προωθούνταν από διανοούμενους και άλλους περιθωριακούς – συγγραφείς, δημοσιογράφους, καθηγητές, αλλοδαπούς – υπονόμευσαν αυτή την αρμονία (η προδοσία των ελίτ είναι κεντρική σε κάθε αντιδραστικό μύθο). Σύντομα ολόκληρη η κοινωνία, ακόμη και ο κοινός λαός, εξαπατήθηκε. Μόνο εκείνοι που έχουν διατηρήσει τις μνήμες των «παλαιών τρόπων» – οι ίδιοι οι αντιδραστικοί – βλέπουν τι συνέβη. Το εάν η κοινωνία αναστρέφει την κατεύθυνση της ή τρέχει προς την τελική της καταστροφή εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την αντίστασή τους.
Ούτε οι αντιδραστικοί βρίσκονται μόνο στη δεξιά. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των επαναστατικών ελπίδων για τον μεταποικιακό κόσμο, η ευρωπαϊκή αριστερά έχει πλέον ανταλλάξει τη ρητορική της ελπίδας με αυτή της νοσταλγίας. Νοσταλγία για τη δική της παλαιότερη ισχύ. Η ιστορία που η αντιδραστική αριστερά λέει στον εαυτό της αρχίζει με τις επαναστάσεις των προηγούμενων αιώνων, τις εξεγέρσεις, τις γενικές απεργίες. Στη συνέχεια, με τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρήγκαν, ήρθε η πτώση. Ποιος φταίει; Για άλλη μια φορά: οι διανοούμενοι – στην προκειμένη περίπτωση, μια διεθνής συνωμοτική σέκτα «νεοφιλελεύθερων» οικονομολόγων. Κατόρθωσαν να πείσουν, με κάποιον τρόπο, τις κυβερνήσεις και τους πρώην ψηφοφόρους της εργατικής τάξης ότι το να γίνεις πλούσιος είναι θρίαμβος. Και όταν τα πλούτη δεν ήρθαν ποτέ, οι ρατσιστές πολιτικοί έπεισαν αυτούς τους ψηφοφόρους να κατηγορούν τους μετανάστες και τις μειονότητες. Αυτή η ψευδαίσθηση μπορεί να διαλυθεί μόνο αν κάνουμε την Αριστερά Σπουδαία Και Πάλι – αν και το τι θα κάνει ακριβώς μια αναγεννημένη αριστερά παραμένει μυστήριο. Ούτε ένα από τα νέα κόμματα κατά της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη – οι Ποδέμος στην Ισπανία, ο Σύριζα στην Ελλάδα, το Κίνημα των πέντε Αστέρων στην Ιταλία – παρουσίασε ένα ελάχιστα ευλογοφανές πρόγραμμα για το μέλλον.
Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της δημοτικότητας αυτών των κομμάτων, της βρετανικής ψήφου για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και του ενθουσιασμού για τον κ. Τραμπ στην αμερικανική ενδοχώρα. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η παράλυση των δημοκρατικών θεσμών έχουν αφήσει τους απλούς ανθρώπους να αισθάνονται ότι στερούνται δικαιωμάτων. Όπως και το γεγονός ότι κανένα κόμμα ή κίνημα σε όλο το πολιτικό φάσμα δεν προσέφερε ένα υλοποιήσιμο όραμα για το μέλλον με βάση τις σημερινές πραγματικότητες, οι οποίες αλλάζουν με αυξανόμενη ταχύτητα. Το να ζεις μια σύγχρονη ζωή οπουδήποτε στον κόσμο σήμερα, υποκείμενος σε αδιάκοπους κοινωνικούς και τεχνολογικούς μετασχηματισμούς, σημαίνει να βιώνεις το ψυχολογικό ισοδύναμο της μόνιμης επανάστασης. Το άγχος μπροστά σε αυτή τη διαδικασία είναι τώρα μια καθολική εμπειρία, εξού και οι αντιδραστικές ιδέες προσελκύουν θιασώτες σε όλο τον κόσμο που μοιράζονται ελάχιστα πέρα από την αίσθηση της ιστορικής προδοσίας.
Κάθε σημαντικός κοινωνικός μετασχηματισμός αφήνει πίσω του μια νέα Εδέμ που μπορεί να χρησιμεύσει ως αντικείμενο νοσταλγίας για κάποιον. Και οι αντιδραστικοί της εποχής μας έχουν ανακαλύψει ότι η νοσταλγία μπορεί να είναι ένα ισχυρό πολιτικό κίνητρο, ίσως ακόμα πιο ισχυρό και από την ελπίδα. Οι ελπίδες μπορεί να διαψευστούν. Η νοσταλγία είναι αδιάψευστη.
Πηγή: http://www.nytimes.com