Γιορτάστηκαν πριν λίγες μέρες τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση και πέρασαν 11 μήνες απ’ τις πρώτες δημοσιεύσεις για τα γενέθλιά της. Αμέτρητα άρθρα γράφτηκαν για την υπεράσπιση ή την καταδίκη ενός γεγονότος που συγκλόνισε τον κόσμο, σημάδεψε τον 20ό αιώνα και τους ανθρώπους του. Ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Στάλιν, ο Κερένσκι, ο Κορνίλοφ, ο Μπέρια, ο Γιάκοντα, ο Μπλοχίν, μαζί με τον Ζαχάρωφ, τον Σαλάμοφ και τον Σολζενίτσιν παρήλασαν απ’ τις οθόνες και εισχώρησαν στ’ αυτιά μας. Η ΝΕΠ, το 1905, ο σταχανοφισμός, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η κολεκτιβοποίηση επανήλθαν στη δημόσια συζήτηση.
Είναι απαραίτητο να μελετά κανείς την ιστορία, και ειδικότερα την ιστορία της τσαρικής Ρωσίας που έγινε Ε.Σ.Σ.Δ. και πάλι Ρωσία. Όσο θεμιτή είναι, όμως, η μελέτη της περιόδου, τόσο αθέμιτη και άστοχη είναι η προσπάθεια εξαγωγής πολιτειακών προτύπων που να αφορούν το παρόν μας, ειδικά από πολιτικές οικογένειες που ουδεμία σχέση έχουν με την κομμουνιστική παράδοση. Γιατί, όσο κι αν, απ’ την πλευρά της αντιπολίτευσης στις δυτικές χώρες, τα κομμουνιστικά κόμματα βοήθησαν στον εκδημοκρατισμό των πολιτευμάτων και βελτιστοποίησαν τη θέση των εργατικών τάξεων, απ’ τη σκοπιά της κυβέρνησης στις ανατολικές, ασιατικές ή λατινοαμερικανικές χώρες, απέτυχαν, δημιουργώντας κράτη και κοινωνίες αβίωτες, τόσο για τους αντιφρονούντες, όσο και για τους συμφωνούντες.
Γι αυτό το λόγο είμαι της άποψης ότι, πέραν της κομμουνιστικής ή κομμουνιστογενούς οικογένειας, κανείς άλλος δεν έχει το δικαίωμα να τιμά τη μνήμη του Οκτώβρη. Πόσο μάλλον να προσπαθεί να αντλήσει πολιτική έμπνευση για τη δημιουργική του φαντασία από ένα πεδίο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, εκτός από άγονο, είναι και επικίνδυνο. Φυσικά, είναι θεμιτή η ιστορική μελέτη, ιδιαίτερα πλευρών και προσωπικοτήτων που η Επανάσταση άφησε στην αφάνεια. Η έρευνα πάνω στους αδικοχαμένους Μενσεβίκους, για παράδειγμα, θεωρώ ότι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Άνθρωποι σαν τον Τσετερέλι, τον Μάρτοφ ή τον Κερένσκι, ο οποίος είχε πολύ καλές σχέσεις με τον σπουδαίο αναρχικό Κροπότκιν, αυτοί που πρωτοστάτησαν, δηλαδή, στη Φεβρουαριανή επανάσταση αξίζουν μια καλύτερη θέση στη βιβλιογραφία.
Απ’ τη σκοπιά της πολιτικής έμπνευσης του μη κομμουνιστικού χώρου, ο 20ός αιώνας έχει πολλά παραδείγματα στα οποία θα μπορούσε να στραφεί κανείς για να γαλουχήσει μια ηθικο-πολιτική στάση που ν’ αφορά το παρόν μας. Μπορεί, προφανώς, να στρέψει το βλέμμα του σε “αιρετικές” μορφές του κομμουνιστικού ή του εν γένει ριζοσπαστικού κινήματος και να παράξει νέες εκδοχές ηθικού κομμουνισμού ή ριζοσπαστικού διαφωτισμού. Εκεί θα συναντήσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Γκέοργκ Λούκατς, τον Αντόνιο Γκράμσι, τον Καρλ Κορς, τη Σχολή της Φρανκφούρτης ή έστω τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Νίκο Πουλαντζά. Όσο συγκινητικές είναι, όμως, οι προσωπικές τους διαδρομές, ελάχιστες είναι οι απόψεις τους που αξίζουν επανεπικαιροποίησης. Θα μπορούσε ακόμη να στραφεί στα διάφορα μείγματα χαϊντεγγεριανισμού και μαρξισμού, στους νιτσεϊσμούς της αριστεράς, στο κράμα καρλσμιτισμού και μπολσεβικισμού, αλλά αυτά ξεπερνάνε τα όρια αυτού εδώ του άρθρου.
Αντί αυτών, όμως, υπάρχει μια δέσμη ανθρώπων του 20ού αιώνα που ο λόγος τους παραμένει ζωντανός και γόνιμος ακόμη και σήμερα. Ο λόγος, πρώτα, στον Έντουαρντ Μπερνστάιν, τον άνθρωπο που σιχαινότανε ο Λένιν. Ο Μπερνστάιν ήξερε προσωπικά τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να κάνει σφοδρή κριτική στο “Κεφάλαιο” και το “Μανιφέστο” κι έτσι, να εκκινήσει αυτό που ονομάστηκε “σοσιαλδημοκρατική παράδοση”. Ήταν, επίσης, αυτός που αντιλήφθηκε ότι ο ξακουστός τότε αριστερός οικονομολόγος Ντύρινγκ ιδρύει, μέσα από το έργο του, τον “επιστημονικό αντισημιτισμό” και πρότεινε τη διαγραφή του από το SPD, την ώρα που ο Ένγκελς υποστήριζε στο “Αντιντύρινγκ” ότι αυτά τα αντισημιτικά στερεότυπα είναι μεσαιωνικά και θρησκευτικά κατάλοιπα, που με την πάροδο του χρόνου θα εξαφανιστούν.
Από τη Γερμανία μπορεί κανείς να κατευθυνθεί προς τη Γαλλία και τους σοσιαλιστές Ζωρές, Μπλουμ και Ροκάρ. Ο πρώτος, ηγετική φυσιογνωμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας και υποστηρικτής του Ντρέυφους, ήταν αυτός που τήρησε την απόφαση της Β’ Διεθνούς να μην ψηφίσει τους πολεμικούς προϋπολογισμούς κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντίθεση με τον αρχηγό της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, Γκεντ. Το τίμημα της φιλειρηνικής του στάσης ήταν η δολοφονία του το 1914. Ο δεύτερος, κριτικός λογοτεχνίας και σοσιαλιστής πολιτικός, υπήρξε από αυτούς τους λίγους που δεν έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του στρατάρχη Πεταίν και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, απ’ όπου επιβίωσε. Στο Συνέδριο της Τουρ, αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα διασπάστηκε και ιδρύθηκε το ΚΚΓ, ήταν αυτός που υποστήριξε ότι ο μπολσεβικισμός είναι η σύνθεση ενός μπλανκισμού στην οργάνωση με ορισμένες αναρχικές ιδέες, η οποία μείξη οδηγεί κόμματα απολύτως καθοδηγούμενα από ένα συνωμοτικό και διεθνές διευθυντήριο. Ο τρίτος, το αντίπαλο δέος του Μιτεράν, ίδρυσε τη λεγόμενη “δεύτερη αριστερά”, εμπνεόμενος από τον πολιτικό του πατέρα, Μαντέ Φρανς. Έφυγε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα όταν ο αρχηγός του κόμματος Γκι Μολέ στήριξε την άγρια καταστολή της Αλγερίας, αλλά επανερχόμενος μετά από χρόνια στο κόμμα κι αναλαμβάνοντας υπουργική θέση, έμεινε στην ιστορία για το ελάχιστο βασικό εισόδημα, την αυτονομία της Ν. Καληδονίας, την εισαγωγή της οικολογικής προβληματικής στις κυβερνητικές ατζέντες κ.ά.
Εκτός αυτών, όμως, υπάρχουν και κάποιοι ακόμα, που δεν υπήρξαν απαραίτητα πολιτικοί, αλλά άνθρωποι των γραμμάτων. Δημόσιοι διανοούμενοι και λογοτέχνες ή ποιητές, όπως ο Βίκτορ Σερζ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Τζορτζ Όργουελ, οι Ανατολικοευρωπαίοι Ντανίλο Κις, Τσέσλαβ Μίλος, Μίλαν Κούντερα, Λέζεκ Κολακόφσκι, των οποίων το πνεύμα επικοινωνεί με τα έργα του Ραϋμόν Αρόν και των Γάλλων νεοτοκβιλιανών, του Κλάουντιο Μάγκρις, του Ρίτσαρντ Ρόρτυ, του Άμος Όζ και του Μάριο Βάργκας Λιόσα. Διανοούμενοι που είχαν το θάρρος να υπερασπιστούν την εξέγερση εναντίον της επανάστασης και να προτείνουν μια γαλλο-αλγερινή Ομοσπονδία, όπως ο Καμύ· που καταδίκασαν τον πασιφισμό στις δυτικές χώρες επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τον “ρωσικό μύθο” ως φιλική στάση στις Δίκες, τα βασανιστήρια και τις εκκαθαρίσεις, όπως ο Όργουελ· που ζήσανε κατάσαρκα τα καθεστώτα του Υπαρκτού και δεν σιώπησαν, όπως ο Κις και ο Μίλος ή γίνανε σκεπτικιστές, ανθρωπιστές και εντρύφησαν στη λογοτεχνική ανατομία των ερωτικών σχέσεων, όπως ο Κούντερα· που την ίδια στιγμή που γράφανε το “Όπιο των διανοουμένων”, επέκριναν τις αφελείς φιλελεύθερες αναπτυξιακές απόψεις, όπως ο Αρόν. Που κατόρθωσαν ν’ αντιταχθούν στην αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ (Ρόρτυ), στους διάφορους ολοκληρωτισμούς και αυταρχισμούς (οι νεοτοκβιλιανοί) ή να υπερασπιστούν την ειρήνευση ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη (Οζ) και την παραμονή της Καταλονίας στο έδαφος της Ισπανίας (Λιόσα).
Ίσως δυσανασχετήσει κανείς και αναρωτηθεί για το αν υπήρξαν ποτέ αντίστοιχα ελληνικά παραδείγματα. Ο ανεξίθρησκος, αριστερός δημοκράτης, αρνητής της μονομαχίας, της θανατικής ποινής και των σωματικών τιμωριών, Σταύρος Καλλέργης· ο “Πολίτης” Άγγελος Ελεφάντης, που παρά τη στράτευσή του, χάρισε, με την οξυδέρκεια και το θράσος της γραφής του, μια σπουδαία στοχαστική κληρονομιά· ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης που αρνούνταν τον τακτικιστικό και οικονομίστικο ευρωπαϊσμό υπέρ ενός πολιτικού, πολιτισμικού και ειλικρινούς, εν τέλει, ευρωπαϊκού οράματος· ο Χρήστος Βακαλόπουλος με τον τρόπο του, ο οποίος έκανε τη μελέτη του κινηματογράφου, μελέτη της ζωής και του θανάτου· ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, που συνέδεσε την ποίηση με τη δημοκρατική και αντιολοκληρωτική δέσμευση, συνομιλώντας με συγγραφείς σαν τον Χόρχε Σεμπρούν· ο έτερος της “Επιθεώρησης Τέχνης”, Δημήτρης Ραυτόπουλος. Τέλος, ο Παύλος Μπακογιάννης: ενωτικός και κριτικός, πρώτα απ’ όλα με τους δικούς του.
Αυτοί οι λογοτέχνες, οι ποιητές, οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί ενεπλάκησαν ενεργά στα γεγονότα του 20ού αιώνα κι έχουν ακόμα κάτι να πουν. Όλοι τους υπήρξαν φωνές μοναχικές που προσπάθησαν και προσπαθούν να οξύνουν την κριτική μας σκέψη και το αίσθημα δικαιοσύνης, να καλλιεργήσουν την ευαισθησία και την καλαισθησία. Προσωπικότητες που ενσάρκωσαν ένα λόγο οικουμενικό· που υπήρξαν περιθωριακοί, αλλά ποτέ δεν είχαν τη συνείδηση ενός περιθωριακού· που περνούσαν από τη μία ατομική ήττα στην άλλη, γιατί τις πιο πολλές φορές δεν είχαν κανέναν ουσιαστικό σύμμαχο. Δεν υπήρξαν ποτέ ούτε ήρωες ούτε μάρτυρες κάποιας παράδοσης, γιατί απλά τις υπερέβαιναν. Κανείς τους δεν πείστηκε από οποιαδήποτε δογματική ευκολία κι όλοι τους πάλεψαν με τα όρια της γραφής, της ανάγνωσης και της σύνθεσης διαβασμάτων, βιωμάτων και απόψεων. Όλοι τους αξίζουν να τους μνημονεύουμε, γιατί μάς ρίχνουν στην αβύσσο της πιο αμήχανης ερώτησης: τι σημαίνει πρόοδος σήμερα;
Η επιμονή τους στο τραγικό της ανθρώπινης εμπειρίας, η επιμονή στην κριτική και την αυτοκριτική, η ανοιχτότητα πλάι στη δέσμευση σε ορισμένες αξίες, η σύνθεση της καχυποψίας των συντηρητικών με τη θέληση για ομορφιά, δικαιοσύνη κι ελευθερία, της ευαισθησίας και της οξυδέρκειας, της μελαγχολίας και της ελπίδας, συναποτελούν μια άλλη διαθήκη του περασμένου αιώνα που μπορεί να τροφοδοτήσει ένα σύγχρονο δημοκρατικό πάθος. Ένα δημοκρατικό πάθος που μπορεί να σταθεί απέναντι στους αντιδραστικούς της αριστεράς και της δεξιάς, τους κοσμικούς και θρησκευτικούς ολοκληρωτισμούς, τους επικίνδυνα αισιόδοξους φιλελευθερισμούς και προοδευτισμούς, τους σκληροτράχηλους πολιτισμικούς και ηθικούς συντηρητισμούς, το σύγχρονο καισαρικό, στρατοκρατικό και αυτοκρατορικό φαντασιακό.
Πολυ ενδιαφερον αρθρο
Keep up good work
LikeLike