Η 27η Οκτωβρίου 2017 θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη των Καταλανών, των Ισπανών αλλά και των Ευρωπαίων ως μια ημέρα που επισφραγίστηκε για τη Γηραιά Ήπειρο μια διαδικασία επιστροφής σε έννοιες και αξίες που έδειχναν να έχουν ξεχαστεί ή τουλάχιστον αποσιωπηθεί τα τελευταία χρόνια. Η (ρητορική) ανακήρυξη της Καταλανικής Δημοκρατίας, η οποία συντελέστηκε τη συγκεκριμένη ημερομηνία, άνοιξε το “κουτί της Πανδώρας” όχι μόνο για τα ανά την Ευρώπη αυτονομιστικά κινήματα αλλά και για την αφύπνιση των εθνικισμών στην Ιβηρική χερσόνησο, και όχι μόνο. Η καταλανική κρίση, αρχής γενομένης από το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου, μέχρι και σήμερα φέρνει σε δοκιμασία την αντοχή και τη συνεκτικότητα των ισπανικών και ευρωπαϊκών θεσμών, πολύ περισσότερο όμως η στάση τόσο της Μαδρίτης όσο και της Βαρκελώνης δείχνουν να θέτουν σε αμφισβήτηση δεδομένες ευρωπαϊκές αξίες και αρχές.
Τα γεγονότα
Η ανακήρυξη της Καταλανικής Δημοκρατίας προκάλεσε ακαριαία την αντίδραση της Μαδρίτης με την υπερψήφιση από την Ισπανική Γερουσία του άρθρου 155 του Συντάγματος. Ένα άρθρο που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από την καθιέρωση του Ισπανικού Συντάγματος το 1978. Σε αυτό, προβλέπονται μεταξύ άλλων η αναστολή της αυτονομίας της Καταλωνίας, η καθαίρεση της τοπικής κυβέρνησης, η διάλυση του τοπικού κοινοβουλίου, η ανάληψη της διοίκησης της περιφέρειας απευθείας από τη Μαδρίτη, καθώς και η αντικατάσταση των επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας και της τοπικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Παράλληλα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και ο Γενικός Εισαγγελέας έκριναν αντισυνταγματικές τις αποφάσεις του καταλανικού κοινοβουλίου σχετικά με την ανεξαρτησία της περιοχής και άσκησαν διώξεις σχεδόν στο σύνολο της τοπικής κυβέρνησης για στάση, εξέγερση και διασπάθιση δημοσίων πόρων. Είχαν προηγηθεί οι διώξεις κατά του επικεφαλής της τοπικής αστυνομικής αρχής για στάση και εξέγερση, καθώς και στους επικεφαλής των δυο πιο ένθερμων υπέρ της ανεξαρτησίας ακτιβιστικών οργανώσεων της Καταλωνίας (Οmnium Cultural, Assemblea Nacional Catalana). Τα αισθήματα χαράς, ενθουσιασμού και υπερηφάνειας της 27/10 αντικαταστάθηκαν από απογοήτευση αλλά και φόβο μπροστά σε ένα αβέβαιο αύριο. Μοναδική αχτίδα φωτός οι εκλογές της 21 Δεκεμβρίου που προκηρύχθηκαν από τον Μαριάννο Ραχόι, πρωθυπουργό της Ισπανίας. Μοιάζει παράδοξο το γεγονός ότι η τοπική καταλανική κυβέρνηση (Ζενεραλιτάτ) έδειξε απρόθυμη να υπερασπιστεί αποφασιστικά τη “νεογέννητη καταλανική δημοκρατία”. Ο Κάρλες Πουτζδεμόν δεν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του μεγάρου που στεγάζει τη Ζενεραλιτάτ για να απευθυνθεί στο συγκεντρωμένο πλήθος που πανηγύριζε με τις καταλανικές σημαίες στα χέρια, κάτι που ο Λουίς Κομπάνυς στα 1934 σε μια ανάλογη περίσταση είχε πράξει ή πόσο μάλλον ο Ζοζέπ Ταραντέγιας στα 1978, όταν και επέστρεψε από τη μακρά εξορία μετά την πτώση του φρανκικού καθεστώτος. Παθητικά και μειλίχια οι πολιτικοί ταγοί της Καταλωνίας φάνηκαν να αποδέχονται ότι η νέα δημοκρατία ήταν μάλλον θνησιγενής παρά θριαμβευτική. Η μόνη αντίδραση ήταν ένα μαγνητοσκοπημένο τηλεοπτικό μήνυμα του Πουτζδεμόν που καλούσε σε ειρηνική αντίσταση στην εφαρμογή του άρθρου 155, καθώς και σε ανυπακοή. Την επομένη του διαγγέλματος ο ίδιος ο Καταλανός πρόεδρος κατέφυγε στη βελγική πρωτεύουσα μαζί με 5 μέλη της κυβέρνησής του. Πίσω στη Μαδρίτη άλλοι 8 Καταλανοί υπουργοί, συμπεριλαμβανομένου του αντιπροέδρου της Ζενεραλιτάτ, θα ετίθεντο σε καθεστώς προφυλάκισης. Στις 5 Νοεμβρίου, κατόπιν έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος από τις ισπανικές αρχές, ο Πουτζδεμόν παραδίδεται οικειοθελώς στις βελγικές αρχές, οι οποίες και θα αποφασίσουν για την έκδοσή του ή μη στην Ισπανία.
Χτίζοντας έναν εθνικό μύθο μέσω Μαδρίτης
Τα τεκταινόμενα στην Ισπανία επιβάλλουν σε δοκιμασία το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και κατ’ επέκταση τις αξίες και αρχές που βρίσκονται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο καταλανικός εθνικισμός και το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας διακατέχονται από έναν άκρατο ευρωπαϊσμό, πιστεύουν και προσβλέπουν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, με τους ίδιους ως πολίτες μιας καταλανικής δημοκρατίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και εδώ εντοπίζεται η μεγάλη αντίθεση, το οξύμωρο του σύγχρονου καταλανισμού, αφού αφενός εγκολπώνει την ευρωπαϊκή ιδέα σε ένα μεγάλο μέρος του, αφετέρου όμως στηρίζεται στον εθνικισμό, προβάλλει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών ενώ επιθυμεί διακαώς την αλλαγή συνόρων μια χώρας μέλους της Ε.Ε. Ο πασιφιστικός χαρακτήρας του κινήματος για την ανεξαρτησία αλλά και η πολιτική του εκπροσώπηση που πλειοψήφησε στις τελευταίες εκλογές νομιμοποίησαν την αυτονομιστική κυβέρνηση να προχωρήσει στο δημοψήφισμα της 1/10 και στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας στις 27/10. Προφανώς, οι προθέσεις της Ζενεραλιτάτ δεν ήταν άγνωστες στη Μαδρίτη, τα αυτονομιστικά κόμματα έδειχναν πιο αποφασισμένα από ποτέ να προχωρήσουν μονομερώς σε μια διαδικασία απόσχισης από τη Μαδρίτη. Η κυβέρνηση Ραχόι έπραξε ελάχιστα ώστε να οδηγήσει εγκαίρως στην εκτόνωση της κρίσης. Παρά την, περισσότερο επικοινωνιακή, διάθεσή της για διάλογο, αναίρεσε την όποια πρόθεση για διαπραγματεύσεις με τη Βαρκελώνη, πρώτον, με την “επιχείρηση Καταλωνία”, ένα μυστικό σχέδιο της αστυνομίας και της εθνοφυλακής για επέμβαση στην περιοχή, και δεύτερον, με την αποστολή χιλιάδων αστυνομικών και εθνοφυλάκων στην Καταλωνία για την καταστολή τού, ομολογουμένως αμφίβολης νομιμότητας, δημοψηφίσματος της 1/10. Ακόμα και την έσχατη στιγμή, τόσο στις 10/10, όταν η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας αναβλήθηκε από το Καταλανικό κοινοβούλιο με σκοπό τη διαπραγμάτευση με τη Μαδρίτη, όσο και στις 26/10, όταν ο Καταλανός πρόεδρος προτίθετο να κηρύξει τοπικές εκλογές, η Μαδρίτη επέμεινε στην εφαρμογή του άρθρου 155 και στην ποινική δίωξη των πρωταγωνιστών του αυτονομιστικού κινήματος.
Για την Άντα Κολάου, δήμαρχο της Βαρκελώνης, οι συλληφθέντες πρώην υπουργοί της Ζενεραλιτάτ, καθώς και οι ακτιβιστές Κουισάρτ και Σάντσεθ, αποτελούν περιπτώσεις “πολιτικών κρατουμένων”. Την ίδια άποψη συμμερίζεται το σύνολο των αυτονομιστικών δυνάμεων καθώς και μερίδα του Καταλανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το ίδιο το γεγονός ότι η συζήτηση περί πολιτικών κρατουμένων επανεμφανίζεται σε ένα ευρωπαϊκό κράτος οφείλει να κινητοποιήσει κάθε υπέρμαχο του ευρωπαϊκού οράματος. Για τους υπέρμαχους της ανεξαρτησίας, οι προφυλακισθέντες υπουργοί δεν έπραξαν τίποτα περισσότερο από όσα περιέγραφαν στο προεκλογικό τους πρόγραμμα καθώς και στις προγραμματικές τους δηλώσεις, μετά την εκλογή τους. Εάν πράγματι παραβίασαν το Ισπανικό σύνταγμα, γιατί η κεντρική κυβέρνηση δεν απαγόρευσε τη συμμετοχή τους στις τοπικές και εθνικές εκλογές ή γιατί δεν τους καθαίρεσε αμέσως μετά την υπερψήφιση των προγραμματικών τους δηλώσεων; Άλλωστε η οξύτατη αντίθεση των αποφάσεων του τοπικού κοινοβουλίου με τις θέσεις της Μαδρίτης καταδεικνύει τη δυσλειτουργικότητα του συστήματος των “αυτονομιών” στην περίπτωση της Καταλωνίας. Συνολικά 25 νομοθετήματα που υπερψηφίστηκαν στη Βαρκελώνη (νόμος περί ισότητας των φύλων, νόμος για τη φορολόγηση της πυρηνικής ενέργειας, νόμος για τη φορολόγηση των τραπεζών κ.ά.) ακυρώθηκαν από το Συνταγματικό δικαστήριο της Μαδρίτης, ένα μέρος του “Εστατούτ” (το συνταγματικό κείμενο που θεσμοθετεί την αυτονομία της Καταλωνίας) είχε την ίδια τύχη το 2013. Η εκτυλισσόμενη καταλανική κρίση χτίζει ακόμα ένα κεφάλαιο στην ιστορία του καταλανισμού. Από τη μία ένας πασιφιστικός, ρεπουμπλικανικός, πολιτικός καταλανισμός και στον αντίποδα ένας ισπανικός εθνικισμός με εθνοτικά και συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά. Εξαίρεση, οι τελευταίες κινητοποιήσεις της αποκαλούμενης “σιωπηρής πλειοψηφίας”, των Καταλανών δηλαδή που επιθυμούν την ενότητα της Ισπανίας, κάτι που εξέφρασαν διαδηλώνοντας ειρηνικά στο κέντρο της Βαρκελώνης.
Η αφύπνιση των εθνικισμών στην διαμάχη Μαδρίτης-Βαρκελώνης έχει προκαλέσει έντονες ανησυχίες αναφορικά με την ενεργοποίηση της ακροδεξιάς και την επιστροφή της στο προσκήνιο, ενώ γίνεται λόγος και για ίδρυση ακροδεξιού κόμματος. Πράγματι, κατά τις κινητοποιήσεις υπέρ της ενότητας της Ισπανίας συμμετείχαν (σε περιορισμένο βαθμό) νοσταλγοί του Φρανσίσκο Φράνκο, ακροδεξιοί και νεοφασίστες. Ακόμα, απενεχοποιήθηκε ευρέως η έκφραση της “ισπανικότητας” μέσω μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας, μίας γλώσσας, ενός εθνικού συμβόλου. Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια οποιοδήποτε πλήθος ανέμιζε ισπανικές σημαίες τραγουδώντας των εθνικό ύμνο της Ισπανίας ή πατριωτικά τραγούδια θα χαρακτηριζόταν ως “φασίστες”. Η καταλανική κρίση έβαλε τέλος στο πατριωτικό “ταμπού” της μεταφρανκικής Ισπανίας.
Η 21/12 , ένα αμφίσημο ορόσημο
Η προκήρυξη τοπικών εκλογών στην Καταλωνία για τις 21/12 φαντάζει ως μια ασφαλής και καθ’ όλα δημοκρατική βαλβίδα εκτόνωσης της κρίσης. Η συναίνεση των αυτονομιστικών κομμάτων (Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλωνίας- ERC, Δημοκρατικό και Ευρωπαϊκό κόμμα της Καταλωνίας- PDeCAT, Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας-CUP) στη διεξαγωγή των εκλογών και η συμμετοχή τους σε αυτές, ίσως και σε ενιαίο συνασπισμό, δείχνει την de facto αποδοχή της κυριαρχίας της Μαδρίτης στην Καταλωνία. Ο δρόμος προς τις εκλογές χαρακτηρίζεται τουλάχιστον δύσβατος για όλες τις πλευρές. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν τα αυτονομιστικά κόμματα να συγκεντρώνουν μια πλειοψηφία 66 έως 69 εδρών στο 135μελές καταλανικό κοινοβούλιο, ενώ το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας αυξήθηκε στο 48%. Θετικό σημείο αποτελεί η πιο ρεαλιστική προσέγγιση ορισμένων εκ των αυτονομιστών, όπως του πρώην Προέδρου της Ζενεραλιτάτ Αρτούρ Μας και άλλων , οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι μια Καταλανική Δημοκρατία χωρίς διεθνή αναγνώριση είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Είναι γεγονός άλλωστε ότι η αδιαλλαξία και των δύο πλευρών, καθώς και οι αλλοπρόσαλλες κινήσεις του Πουτζδεμόν, που με χαρακτηριστική συχνότητα χαρακτηριζόταν από “προδότης” μέχρι “ήρωας” και αντιστρόφως, περιόρισαν τα όποια περιθώρια σύγκλισης. Ο Μαριάννο Ραχόι, με μια περιορισμένη εκλογική ισχύ του κόμματός του στην Καταλωνία, δεν θα διστάσει να εξαντλήσει κάθε έννοια συνταγματικής νομιμότητας και καταστολής προσδοκώντας σε πολιτικά οφέλη στην υπόλοιπη Ισπανία. Για το αυτονομιστικό στρατόπεδο, οι εκλογές είναι μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση και δημιουργία μια πανστρατιάς απέναντι στην κυβέρνηση Ραχόι, με στόχους τα δυο πιο ευάλωτα σημεία της, τη ροπή της προς τον συγκεντρωτισμό (άλλωστε το Λαϊκό Κόμμα ενθυλακώνει ακόμα την ισπανική ακροδεξιά) και την διαφθορά. Σε περίπτωση νίκης μιας αυτονομιστικής πλειοψηφίας, κύκλοι του Λαϊκού Κόμματος κάνουν λόγο για παράταση της εφαρμογής του άρθρου 155. Είναι προφανές ότι η παρούσα ισπανική κυβέρνηση δεν μπορεί, και ίσως δεν επιθυμεί, να αποτελέσει έναν παράγοντα διαλόγου και κατευνασμού της κρίσης, προσερχόμενη σε διαπραγματεύσεις με τους αυτονομιστές της Βαρκελώνης. Ίσως θα ήταν εξίσου χρήσιμο, αν όχι σωτήριο, η 22/12 να βρει την Ισπανία με μια νέα τοπική κυβέρνηση στη Βαρκελώνη αλλά και μια νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας στη Μαδρίτη. Η τελευταία, με σαφέστερα ευρύτερη νομιμοποίηση από τη σημερινή κυβέρνηση μειοψηφίας του Ραχόι, θα μπορούσε είτε να ανοίξει τον διάλογο για την συνταγματική αναθεώρηση και την ομοσπονδιοποίηση της Ισπανίας είτε να συμφωνήσει σε ένα δημοψήφισμα τύπου Σκωτίας για την Καταλωνία όπου επί ίσοις όροις αυτονομιστές και ενωτικοί θα προσέλθουν στον πολιτικό στίβο. Στη δεδομένη χρονική συγκυρία, και τα δυο παραπάνω σενάρια θεωρούνται εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Το πιθανότερο είναι ο πρωθυπουργός της Ισπανίας να παγιδευτεί από μια αυτονομιστική πλειοψηφία εκ νέου, κάτι που θα επιτείνει την κρίση. Η μόνη διέξοδος είναι ο διάλογος και η ώριμη ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα στις δύο πλευρές, κάτι στο οποίο πρέπει να συμβάλει και η Ε.Ε, εάν καταφέρει να ξεφύγει από την αμηχανία της.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο εθνικός ύμνος της Καταλωνίας ακούστηκε όλες αυτές τις μέρες στις πόλεις και τα χωριά της καταλανικής επικράτειας. Σε τούτο το συγκινησιακά φορτισμένο πατριωτικό τραγούδι (“Οι Θεριστές” – “Els Segadors”), ο ποιητής επικαλείται την προσωποποιημένη Καταλωνία, από την οποία ζητάει να διώξει τους επηρμένους και αλαζόνες κατακτητές της. Σήμερα, η έπαρση και η αλαζονεία εντοπίζονται όχι μόνο στο ισπανικό αλλά και στο καταλανικό στρατόπεδο, όπου η αλαζονεία της εξουσίας και η αυταρέσκεια ενός παλαιομοδίτικου πατριωτισμού συναντά την αλαζονεία της οικονομικής ανάπτυξης και της ανεξαρτητοποίησης ως αυτοσκοπό, αντίστοιχα. Αφήνοντας πίσω την έπαρση και την αλαζονεία και δίνοντας λύση μέσα από τον διάλογο, η Καταλωνία θα γίνει και πάλι “θριαμβεύουσα” μέσα από την πολυπολιτισμικότητά της, την εργατικότητα των ανθρώπων της και την απαράμιλλη φυσική ομορφιά της.