Άσωτοι, της Αναστασίας Βράτζια

Οι Άσωτοι του Greg Jackson είναι απόφοιτοι των καλύτερων κολλεγίων των ΗΠΑ (Ivy League), εργάζονται ως επιμελητές, αρθρογράφοι, κινηματογραφιστές, περνούν τα Σαββατοκύριακά τους στο Παλμ Σπρινγκς κάνοντας MDMA και άλλα σύγχρονα και μη ναρκωτικά. Φαινομενικά, όλα μοιάζουν με το μέρος τους. Μολονότι η κοινωνική τους θέση τούς εξασφαλίζει πρόσβαση σε μια πληθώρα επιλογών, οι αφηγητές των οχτώ ιστοριών βιώνουν υπαρξιακά αδιέξοδα, είναι μπερδεμένοι, νιώθουν εκτός, ότι δεν ανήκουν. Σύγχρονοι flâneurs των μεγαλουπόλεων, έχουν απωλέσει τις πνευματικές τους ρίζες πληρώνοντας με τον τρόπο αυτό το τίμημα της εκκοσμίκευσης.

Το κενό που δημιουργήθηκε από την εκθρόνιση της πνευματικότητας, έρχεται να καλύψει η χρήση ουσιών, καθώς προσφέρει την υπερβατική θέαση του Ολόκληρου. Οι πρωταγωνιστές του πρώτου διηγήματος, Ο Βάγκνερ στην έρημο, κυνηγούν «μια στιγμή, όχι μια τέλεια στιγμή αλλά μια στιγμή στην οποία τα όρια του κόσμου θα θόλωναν και θα άρχιζαν να επικαλύπτονται» με στόχο να φτάσουν «σε μια γαλήνη η οποία σε παλιότερους καιρούς θα ονομαζόταν πνευματικότητα» (σελ. 46). Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, ότι στις ιστορίες του Jackson, η χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν παρουσιάζεται ως περιθωριακή ή ταμπού δραστηριότητα. Εστιάζει μάλλον περισσότερο στην καθημερινή χρήση καφεΐνης, νικοτίνης, βενζοδιαπινών και άλλων σκληρών ή μαλακών ναρκωτικών, οριοθετώντας την ως κοινό σημείο αναφοράς στην προσπάθεια του σύγχρονου ατόμου να ισορροπήσει και να φανεί αντάξιο του κοινωνικού του γίγνεσθαι.

Ο Jackson αναγνωρίζει στους χαρακτήρες του την προσπάθειά τους να διάγουν βίο ευυπόληπτο, να φανούν αντάξιοι των ευθυνών της ενήλικης ζωής. Σε αυτό το «σύστημα από λουθηρανικά συγχωροχάρτια», ασφυκτιούν, και η πτώση τους είναι προδιαγεγραμμένη. Επομένως, τα ναρκωτικά εμφανίζονται ως όχημα διαφυγής από τον καθωσπρεπισμό που επιβάλλει η κοινωνική τους θέση. Ωστόσο, οι ουσίες αποδεικνύονται μέσα πλανερά, καθώς η συναισθηματική αταραξία που προσφέρουν είναι εφήμερη:

«Δεν υπάρχουν πολλά να πει κανείς για τα ναρκωτικά, τα σκληρά ναρκωτικά, τα ναρκωτικά σε διάφορους συνδυασμούς, εκτός απ’ ότι κάποια στιγμή σταματάς να υπάρχεις. Αυτό ήθελες, να βυθιστείς στον ύπνο, στα όνειρα. Να δεις τη στιγμή του μεγαλείου σου να τρεμοπαίζει – και να σβήνει. Αυτό είναι. Άκου και κάναν άλλον. Είναι βαρετά και περιττά. Και αυτή είναι η τελευταία μου λέξη για τα ναρκωτικά. Θα έρθει η μέρα που θα αναπαυθούμε δια παντός, δεν υπάρχει λόγος να την επισπεύδουμε.» (σελ. 274)

Η διάκριση του Jackson ανάμεσα στους 5 καλύτερους συγγραφείς κάτω των 35 για την πρώτη συγγραφική δουλειά του, μόνο τυχαία δεν είναι. Πρόκειται για μια λογοτεχνική πρόταση ολοκληρωμένη, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως πρωτόλεια. Διαβάζοντας τους Ασώτους, καλό θα ήταν να έχουμε στο νου μας το ποίημα του Wallace Stevens, Δεκατρείς τρόποι να κοιτάξεις ένα κοτσύφι, στίχοι του οποίου μνημονεύονται στα διηγήματα Οι Μεταστροφές της Έιμι και στην Κατάρρευση της Μετα-αφήγησης: και τα δύο φωτίζουν τις διαφορετικές προοπτικές μιας αφήγησης (το ποίημα ανήκει στη πρώτη ποιητική συλλογή που εξέδωσε ο Stevens το 1923 και θεωρείται άσκηση στον προοπτικισμό). Υπό αυτό το πρίσμα, οι Άσωτοι επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες. Προφανώς και θα μπορούσαν να ιδωθούν ως σατιρικά αφηγήματα, τα οποία καυτηριάζουν την τρυφηλότητα της μορφωμένης μεσαίας και ανώτερης τάξης. Πρωτίστως όμως, αποτελούν ωδή στην αξία της λογοτεχνίας σήμερα, η οποία δεν παύει να συνιστά διαχρονικό αντίδοτο για τα ψυχικά και μη άλγη:

«Στο πανεπιστήμιο είχαμε ένα μάθημα που λεγόταν “Η ποίηση θα σου σώσει τη ζωή”, το στόμφο του οποίου κοροϊδεύαμε λιγάκι – γιατί υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα που προηγούνται, υποθέτω, γιατί η τέχνη πρέπει συνεχώς να απολογείται για το ότι είναι ανώφελη και περιττή. Αλλά νομίζω ότι ισχύει πως η ποίηση θα σου σώσει τη ζωή, αν μη τι άλλο επειδή το επιβεβαίωσα εκείνη τη βδομάδα, ότι η λογοτεχνία ήταν το μόνο είδος άφιξης στο οποίο μπορούσα να ελπίζω, μια οικειότητα που δεν θα με εγκατέλειπε, που δεν ζητούσε πολλά από μένα ή δεν ξέφτιζε μοιραία στην ατέρμονη πάλη των ανταγωνιστικών μας αναγκών, που επέτρεπε –ή ίσως απλά ήταν- το πέρασμα της εμπειρίας που επιστρέφει πίσω σε μας, μέσα από εμάς, ο τρόπος που είχαμε για να καταστρέψουμε την ατελείωτη καταστροφή της ζωής. Ο παράδεισος είναι κι αυτός απλώς ένα όνειρο άφιξης, όπως γνωρίζουμε από την ανικανότητά μας να φανταστούμε να συμβαίνει ποτέ οτιδήποτε στον παράδεισο.

Οπότε σταματήστε να περιφρονείτε την ποίηση. Σταματήστε να περιφρονείτε την τέχνη. Σοβαρά. Το έχουμε σιχαθεί. Η τέχνη δεν έχει τίποτα να απολογηθεί. Έχει σιχαθεί να απολογείται» (σελ. 276-77).

Ο Jackson τολμά να αφηγηθεί τους προβληματισμούς και τα ολισθήματα νέων ανθρώπων, που επειδή ακριβώς ανήκουν στην «προνομιούχα» τάξη, έχουν παραγκωνιστεί από την γραφή πολλών συγχρόνων του, καθώς αποπέμπονται συχνά ως ρηχοί και ανάξιοι φαιάς ουσίας. Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας αποδεικνύει –με αριστοτεχνικό, μάλιστα, τρόπο- ότι η αναζήτηση νοήματος σε έναν κόσμο προσανατολισμένο κατεξοχήν στη φαινομενικότητα των πραγμάτων (βλ. την ελευθερία που προσφέρουν τα social media όσον αφορά την υιοθέτηση προσωπείων) αποτελούν κοινό τόπο για όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης.

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s