Κάθε τέχνη είναι πλαστική”
-Ε. Λεβινάς, Ολότητα και Άπειρο
Στον Αργύρη
Όταν διαβάζει κανείς το βιβλίο του Ιβάν Γιαμπλονκά “Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία” τον πιάνει αμηχανία. Αυτό το βιβλίο που εξέδωσαν οι εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Ρίκα Μπενβενίστε πρέπει να θεωρείται σπουδαίο εκδοτικό γεγονός. Επιτέλους, εκδόθηκε ένα βιβλίο που δίνει πνοή σε όσους καταπιάνονται με στοχαστικά εγχειρήματα. Επιτέλους, οι αναγνώστες έχουν στα χέρια τους ένα βιβλίο που εντυπωσιάζει ακόμα και όσους μιλούν με αμέριστη ευκολία για το τέλος της σκέψης ή της φιλοσοφίας. Γενικά, όμως, η σκέψη του Γιαμπλονκά ανθίζει μπροστά στα μάτια όσων βλέπουν τον κόσμο, άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα, υπό το πρίσμα της παρακμής.
Το μανιφέστο αυτό δείχνει τον τρόπο, τη νέα “βασιλική οδό” της σύγχρονης σκέψης. Με τη μέθοδο της συνομιλίας με όλες τις προγενέστερες παραδόσεις, μέθοδος που ακολούθησαν παλαιότερα ο Πωλ Ρικέρ, ο Γιούργκεν Χάμπερμας ή ο Λυκ Φερύ, ο συγγραφέας διαπερνά όλες τις ιστορικές και λογοτεχνικές παραδόσεις για να δημιουργήσει το έργο του. Ακολουθεί, δηλαδή, εκείνη τη μέθοδο που οδηγεί τον συγγραφέα να ανατρέξει σε ό,τι έχει γραφτεί ως τώρα, να αναγνωρίσει τα γόνιμα σημεία των παλαιότερων στοχαστών, όπως και τα όρια τους, και να επιδιώξει νέες συνθέσεις, ακόμα και με αλληλοαντικρουόμενα υλικά. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί ένα έργο σαν αυτό να φιλοξενήσει τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, τον Κικέρωνα και τον Πολύβιο, τον Σενιομπός και τον Ράνγκε, τον Τυργκό και τον Προύστ, τον Ζολά και τον Π. Λέβι, τον Μπάρτ και τον Καπότε.
Ο Ι. Γιαμπλονκά είναι ένας άνθρωπος που έχει στοχαστεί πολύ πάνω στη δουλειά και το αντικείμενο του. Από τις μορφές της μεθόδου και τον ιστορικό συλλογισμό μέχρι τη θέση της παραπομπής και τις δυνατότητες που παρέχουν οι σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες, ο συγγραφέας τοποθετείται χωρίς να αποσιωπά και να αποφεύγει τα ριζικά ερωτήματα που απασχολούν ιστορικούς και συγγραφείς γενικότερα.
Η μεγαλύτερη προσφορά αυτού του βιβλίου διαφαίνεται μέσα από τη σύγκρουση που ανοίγει ο συγγραφέας με τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Τοποθετώντας ο πρώτος την ιστορία στο εσωτερικό της αριστοτελικής ποιήσεως, προτείνει την ενεργοποίηση των υπαρκτών, αλλά ανενεργών από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, λογοτεχνικών δυνάμεων της ιστορικής γραφής. Μέσα από τη δεύτερη σύγκρουση του συγγραφέα, αυτή τη φορά με τον Θουκυδίδη, υπερασπίζεται την αλλαγή του υφολογικού και επιστημονικού παραδείγματος του ιστορικού συγγραφέα. Η αποκατάσταση του Ηροδότου από τον Ιβάν Γιαμπλονκά σηματοδοτεί τη μετάβαση από τον παντεπόπτη ιστορικό αφηγητή στον εμπλεκόμενο, άρα περιορισμένης εποπτείας, και σε γενικές γραμμές, ειλικρινή για τα όρια και τις αδυναμίες του, ιστορικό.
Έπονται οι συγκρίσεις λογοτεχνών και ιστορικών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Ζολά, ο οποίος για να γράψει το “Κατηγορώ” ερεύνησε τα δικαστικά και αστυνομικά αρχεία της υπόθεσης Ντρέυφους ή, θα προσέθετε κανείς, τον Φλωμπέρ, που για να συγγράψει την “Αισθηματική αγωγή” περιπλανιόταν για ώρες στους λόφους έξω από το Παρίσι για να περιγράψει με ακρίβεια το τοπίο που έβλεπαν, στην κλασσική σκηνή, ο Φρεντερίκ Μορώ και η Μαντάμ Αρνού κατά την “Άνοιξη των Λαών” το 1848. Λογοτέχνες που δουλεύουν σαν ιστορικοί και ιστορικοί που δουλεύουν και γράφουν σαν λογοτέχνες, όπως ο σπουδαίος Μισελέ. Η σύγκριση αυτή, που προκαλεί αμηχανία, συνίσταται στο ύφος, την έμπνευση, την έρευνα, την αφήγηση, τη θέση της παρατήρησης και το συλλογισμό.
Μέσα από αυτά τα τρία σημεία προκύπτει το αίτημα του συγγραφέα. Στη γλώσσα του ίδιου, προτείνεται το πέρασμα από την ιστορία-επιστήμη, η οποία κατέχει την ηγεμονία από τον 19ο αιώνα, στην ιστορία-αφήγηση. Η τελευταία δεν έχει σχέση με μορφές δραματοποίησης ή ιδεολογικοποίησης των ιστορικών γεγονότων, ούτε ασχολείται με την κολακεία προσώπων, όπως η ιστορία-πανηγυρικός. Αντιθέτως, ο εμπλουτισμός του Εγώ του ιστορικού, και άρα του συλλογισμού, της έρευνας και της γραφής του, μέσα από την υιοθέτηση της λογοτεχνικής αφηγηματικότητας και την απενοχοποίηση της καλλιτεχνικής διάστασης της ιστορικής γραφής, καθιστά την ιστορία πιο προσβάσιμη για τον αναγνώστη. Γι αυτό το λόγο, είναι σημαντική η διευκρίνιση του, ότι η ιστορία-αφήγηση δεν στοχεύει σε μια μεταμοντέρνα “απόλαυση του κειμένου”, αλλά στην αλήθεια και την πραγματικότητα. “Η πραγματικότητα είναι μια νέα ιδέα”, θα πει στο τέλος του βιβλίου και αυτή η φράση καθίσταται κομβική για τον “νεο-κικερωνισμό” του. Εδώ συναντιέται ο Μπυφόν, που έλεγε ότι “το ύφος είναι ο άνθρωπος”, με τον Τόνυ Τζάντ που υπενθύμιζε μονίμως ότι ο ρεαλισμός και η γνώση των γεγονότων είναι η προπαίδεια της ιστορικής ερμηνείας.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση του αιτήματος αναγνωρίζει κανείς μια άλλη σημαντική του διάσταση. Διαμέσου μιας πιο γοητευτικής, αλλά και συνεπούς ως προς την αναζήτηση της αλήθειας, ιστορικής γραφής, αναγνωρίζει κανείς την αγωνία του συγγραφέα για την αποκατάσταση της ιστορίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Γι αυτές τις κοινωνίες που όσο αποσυνδέονται από την ιστορία, τόσο παγιδεύονται σε συνομωσιολογικές, ταυτοτικές ή ιδεολογικές ακόμα αφηγήσεις της, η ιστορία-αφήγηση επιθυμεί να αποτελέσει έναν σημαντικό οδοδείκτη για την αποκατάσταση της σχέσης τους με τη μνήμη και την ιστορία. Μια αποκατάσταση που μπορεί να επιτευχθεί, κατά τον Γιαμπλονκά, μέσα από τα πανεπιστήμια και τον δημόσιο διάλογο.
Επομένως, ο αναγνώστης έχει μπροστά του ένα υβριδιακό είδος, που δανείζεται στοιχεία, από τη μία, από την ιστορία, την κοινωνιολογία και την εθνολογία και από την άλλη, από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και άλλες καλλιτεχνικές πρακτικές. Ένα υβρίδιο που υφαίνεται στο μεταίχμιο δύο λογικών, της ιστορίας και της λογοτεχνίας, της επιστήμης και της τέχνης, της ανδρικής λογικής της αλήθειας και του γυναικείου αισθητισμού, που θέλει να ιδρύσει μια ερμαφρόδιτη γραφή με σκοπό την ανασύνταξη της ιστορίας. Ο στόχος είναι η ιστορία, και όχι η λογοτεχνία, επειδή η τελευταία αποδεικνύει μονίμως ότι μπορεί να επινοεί νέες μορφές και ύφη και να αυτοαναζωογονείται μέσα στο και μέσα από το άπειρο της έκφρασης. Με λίγα λόγια, μέσα από την κολυμπήθρα της ρεαλιστικής, και όχι της νατουραλιστικής, λογοτεχνίας παίρνει το όνομα της η ιστορία-αφήγηση.
Αυτό το υβριδιακό είδος, λοιπόν, το οποίο δε θα έπρεπε να αφορά μόνο τους ιστορικούς, αλλά και τους ανθρώπους της πολιτικής θεωρίας, εκτός από ελκυστικό και διαπραγματεύσιμο στο έπακρο, αγγίζει την αλήθεια της αγωνίας κάποιων ανθρώπων των γραμμάτων. Η σύνδεση της ελευθερίας της γραφής, του προσωπικού ύφους και της αυστηρότητας του στοχασμού με σκοπό την αλήθεια και την πραγματικότητα στηρίζεται και αγγίζει όσους νιώθουν ασφυξία από την πανεπιστημιακή γραφή και την “επιστημονικότητα” της και επιθυμούν να γράψουν αλλιώς, χωρίς να κατηγορηθούν για αυθαιρεσία και αντιεπιστημονικότητα. Με λίγα λόγια, το βιβλίο κωδικοποιεί τις υπαρκτές ανησυχίες όσων ενδιαφέρονται ταυτόχρονα για την αλήθεια και τη γραφή.
Οι θέσεις του Γιαμπλονκά δίνουν, αναμφισβήτητα, ελπίδα για το μέλλον. Απενοχοποιούν την αισθησιακότητα των “ρεαλιστικών” γραφών και εμψυχώνουν όσους δεν αντέχουν να γράφουν με τον γραμματολογικό κώδικα των papers. Εμψυχώνουν, ακόμα, όσους οραματίζονται ένα άλλο πρόσωπο για τον δημόσιο λόγο. Όμως θα ήταν σώφρον, να μην τυφλωθεί κανείς από το θάμπος αυτού του πρωτότυπου εγχειρήματος, όσο και αν νιώθει ότι ανήκει μέσα του και ότι θα τον συνοδεύσει από εδώ και πέρα. Είναι σημαντικό να είναι ακριβοδίκαιος με το έργο αυτό, θίγοντας τα μελανά του σημεία, τις “φακίδες του ιδανικού” στη γλώσσα του Ντανίλο Κις, όχι για να ευνουχίσει το αίτημα, αλλά για να το στερεοποιήσει και να το προστατέψει από τις διαστρεβλωτικές προσλήψεις των δρώντων της ιστορίας. Για να γίνουν αντιληπτές, όμως, αυτές οι ενδεχόμενες παρεκκλίσεις και παρεκτροπές, πρέπει να φανταστεί κανείς το αίτημα στην προοπτική της εφαρμογής του στα πεδία που στοχεύει να καθιερωθεί.
Το γεγονός ότι το βιβλίο αυτοαποκαλείται “μανιφέστο” δηλώνει εξαρχής τις προθέσεις του. Πρόθεση του βιβλίου είναι να διαβαστεί από πολύ κόσμο και να κάνει τομή· το οποίο δεν είναι καθόλου επιλήψιμο. Μανιφέστο, όμως, είναι εκείνο το είδος κειμένου που διαβάζεται από πολλούς, αλλά οι θέσεις του ασπάζονται από λίγους που επιδιώκουν να τις πραγματοποιήσουν. Έχουμε να κάνουμε, δηλαδή, με την επιθυμία δημιουργίας μιας πρωτοπορίας. Επειδή, όμως, ο σύγχρονος κόσμος είναι ταλαιπωρημένος από πρωτοπορίες (λογοτεχνικές, πολιτικές κ.ά.), από τα τοτέμ και τα ταμπού τους, δεν μπορεί κάποιος παρά να είναι προσεκτικός μαζί τους. Πρέπει να είναι προσεκτικός, επίσης, για να μη χαθεί η γονιμότητα του αιτήματος μέσα στη (βραχύβια, συνήθως) ύπαρξη μιας πρωτοπορίας, που συνήθως η ίδια ευθύνεται για την αποδυνάμωση του αιτήματος που εκπροσωπεί. Αυτή η πρωτοπορία, λοιπόν, που μπορεί να προκύψει μέσα από αυτό το μανιφέστο καλείται να κάνει τομή στο πεδίο του δημόσιου λόγου και στο πεδίο του πανεπιστημίου.
Στο πρώτο πεδίο δεν υπάρχει λόγος διαφωνίας. Είναι απαραίτητη η παρουσία ιστορικών ή πολιτικών στοχαστών στο δημόσιο χώρο με προσιτή, αλλά όχι απλοϊκή γραφή, που θα αποσυνδέσει το άτομο από τη σφαίρα των μικροασχολιών του και θα το συνδέσει με ερωτήματα οικουμενικά, είτε οικονομικά είτε πολιτικά κλπ. Εδώ ο Γιαμπλονκά συναντιέται με τον Ράσελ Τζάκομπυ των “Τελευταίων Διανοούμενων”, καθώς ο τελευταίος, έχοντας παρόμοια στόχευση, εκθειάζει τον πληθωρικό Τρίλινγκ έναντι ακαδημαϊστών, όπως ο Σένετ ή ο Χάρβεϋ. Συναντιέται, όμως, και με όσους, ήδη από το 19ο αιώνα, πίστεψαν ότι για να είναι κάποιος μοντέρνος, πρέπει να είναι ταυτόχρονα και κριτικός της νεωτερικότητας. Αυτό το πνεύμα που διαπερνά το έργο του Γιαμπλονκά κρυσταλλώνεται άψογα στη σκέψη του για το δημόσιο λόγο.
Όσον αφορά, όμως, το πεδίο του πανεπιστημίου ο αναγνώστης οφείλει να είναι προσεκτικός. Εκεί η ιστορία-αφήγηση αν φύγει από τη θέση της “παρέγκλισης”, όπως την αποκαλεί ο ίδιος, και γίνει κανόνας, κινδυνεύει να χαθεί. Αυτό οφείλεται στο ότι αν γίνει κανόνας σημαίνει ότι όλοι πρέπει να γράφουν πιο λογοτεχνικά ή έστω, πιο πειραματικά. Όμως, επειδή η λογοτεχνία προκύπτει οργανικά, όπως λέγανε οι ρομαντικοί, επειδή, δηλαδή, λογοτεχνία δεν μπορεί να γράψει ο καθένας, το πιο πιθανό είναι να υποπέσει η ιστορία-αφήγηση στον χλιαρό λυρισμό και συναισθηματισμό που προσπαθεί εναγωνίως και δικαίως να αποφύγει.
Ταυτόχρονα, όσοι μπορούν να γράψουν πιο λογοτεχνικά, όσοι διαθέτουν αυτό το χάρισμα, μπορούν να απαρτίσουν μια γλωσσική ελίτ που να κρίνει τα άλλα κείμενα, είτε σύγχρονα είτε αναδρομικά, όχι από τη σκοπιά της αλήθειας τους, αλλά από τη σκοπιά της γλώσσας και της απόλαυσης που παράγουν. Αυτό μπορεί να συνιστά νέες καταπιέσεις, από τη μετατροπή του αντικανονικού σε κανονικό, όπως έλεγε ο Λιποβετσκύ, δηλαδή μια αλλαγή ως προς το ποιος αποφασίζει για τους ενδοπανεπιστημιακούς κανόνες γραφής. Μπορεί, με λίγα λόγια, το αίτημα να οδηγηθεί στα αδιέξοδα του μεταμοντέρνου και της “γλωσσικής στροφής”, με τις οποίες ο συγγραφέας συγκρούεται ευθέως και δικαίως σε όλο του το βιβλίο.
Θα ήταν πιο σημαντικό, επομένως, οι νέοι αυτοί ιστορικοί να επιδιώξουν τη χαλάρωση των κανόνων της πανεπιστημιακής γραφής και την κατοχύρωση μιας ευρύτερης ανεκτικότητας απέναντι σε πιο πειραματικά κείμενα, παρά την αντικατάσταση του κανόνα των papers και της ενδεχόμενης αναγνωστικής τους στρυφνότητας. Κυρίως, όμως, έχει σημασία να μην αναλωθεί η προσπάθεια αυτή σε ενδοπανεπιστημιακές διαμάχες και χαθεί η βλέψη για αλλαγές στον δημόσιο διάλογο. Ίσως, έτσι μόνο μπορεί να επικυρωθεί η πολλαπλότητα των γραφών που οραματίζεται ο συγγραφέας και έτσι να αποκτά νόημα αυτό που αποκαλεί “πνεύμα αντίστασης”.
Το τελευταίο σημείο που αξίζει προσοχής αφορά τη διπλή ανάγνωση αυτού του μανιφέστου. Το αίτημα του συγγραφέα μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μέσα από προσωπικές ιστορίες, ξεχωριστά ύφη και προβληματισμούς, προκύπτει μια ιστορία με δυνάμει οικουμενική απεύθυνση, με αναφορά στον άνθρωπο. Αυτός είναι, μάλιστα, ο τρόπος που προτιμάει ο Γιαμπλονκά να διαβαστεί το έργο του. Ο δεύτερος τρόπος ανάγνωσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν μόνο μερικές, μικρές, επιμέρους και ασύνδετες ιστορίες, οι οποίες προκύπτουν από τη βιωματική ή συναισθηματική εμπλοκή του συγγραφέα στα γεγονότα που αφηγείται και δεν έχει νόημα κάποια οικουμενική στόχευση.
Σε αυτή τη δεύτερη πρόσληψη εντοπίζεται το πρόβλημα. Επειδή ακριβώς, τα ενδιαφέροντα, το βίωμα, η γραφή του κάθε συγγραφέα είναι “πολλών ανθρώπων λόγια”, σύμφωνα με τον Σεφέρη, μπορεί ο συγγραφέας να μην υπερβεί, όπως ζητάει ο Γιαμπλονκά, τις ρίζες του και να γράψει ιστορικά βιβλία μόνο για τις ομάδες στις οποίες ανήκει, δηλαδή για την κοινότητα του. Έτσι, αντί να δημιουργηθεί μια ιστορία ανοιχτή ως προς τους άλλους και αντίστροφα, να οδηγήσει τους ανθρώπους να ανοιχτούν στις ιστορίες των άλλων, να παράξει ιστορικά βιβλία εσωτερικής κατανάλωσης ανάμεσα στα άτομα μιας κοινότητας. Να παράξει εκείνο το είδος ιστορίας, δηλαδή, που ο συγγραφέας απεχθάνεται ρητά.
Παρά τους περιορισμούς που θέτει ο Γιαμπλονκά δηλώνοντας στον πρόλογο ότι η ιστορία αναφέρεται στον άνθρωπο και όχι σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα, όντας ο ίδιος Εβραίος και φεμινιστής, ακριβώς με μια διαφοροποιημένη ερμηνεία της σχέσης του συγγραφέα με το έργο του μπορούν να παραχθούν αντίστροφα αποτελέσματα. Έτσι, μέσα από ένα έργο οικουμενιστικό, “ανθρωπιστικό” με την αυστηρή έννοια του όρου, μπορούν να εμφανιστούν νέοι ιδεολόγοι της ταυτοτικής και κοινοτιστικής ιστορίας. Αυτή η προοπτική σε μια ιστορική στιγμή εντόνως ταυτοτική, αναδιπλωτική και σχετικιστική, όπου κάθε έννοια οικουμενικής αξίας σβήνει από το κύμα στην άκρη της θάλασσας, όπως ένα σχέδιο στην άμμο, μοιάζει εξόχως προβληματική.
Για αυτούς τους λόγους θα είχε σημασία να δημοσιευτούν και άλλα έργα και συνεντεύξεις του Γιαμπλονκά που να αποσαφηνίζουν αυτά τα σημεία ή έστω κείμενα που να ασκούν κριτική στο έργο του. Είναι ένα αίτημα πολύ ελπιδοφόρο και γόνιμο για τον στοχασμό για να χαθεί άδικα μέσα στις παρερμηνείες. Μπορεί η λογοτεχνία να βρίσκει πάντα τρόπους να αυτοθεσμίζεται και να ανακαλύπτει νέες εκφραστικές μορφές, αλλά η ιστορία, πόσο μάλλον η πολιτική θεωρία, είναι πολύ πίσω στον τομέα αυτό. Μακάρι η συζήτηση που άνοιξε αυτό το βιβλίο να έχει διάρκεια και αποτέλεσμα. Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται ένα νέο ύφος για να συνομιλήσουν τα κείμενα των στοχαστών με τους άλλους ανθρώπους, χωρίς οι συγγραφείς να υποπέσουν στον ναρκισσισμό της γραφής τους ή να υποκύψουν στο δέλεαρ μιας ταυτότητας έναντι της περιπέτειας της πραγματικότητας.