Το “εθνικό άγχος” του ζητήματος των Σκοπίων, όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Άγγελος Ελεφάντης στα 1992 μέσα από τις σελίδες του “Πολίτη”, επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση και την κυβερνητική ατζέντα, 27 χρόνια μετά, μέσα σε ένα νέο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο για την ελληνική πραγματικότητα. Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να τροφοδοτήσει με τη στάση της στο ζήτημα μια νέα φάση, όχι μόνο κοινοβουλευτικής δυσλειτουργίας ή ασέβειας του θεσμού, ενημερώνοντας την αντιπολίτευση σε δεύτερο χρόνο μετά τον αρχιεπίσκοπο, αλλά και εθνολαϊκιστικής αναζωπύρωσης του δημοσίου διαλόγου, ο οποίος αρθρώνεται υπό την “πίεση” -καθόλου αγνών προθέσεων- συλλαλητηρίων για το ονοματολογικό.
Αν επικεντρωθούμε στα περιβόητα συλλαλητήρια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν ένα αξιοσημείωτο εργαστήρι κοινωνικής ζύμωσης του μετά την κρίση, μετά την κατάρρευση του αντιμνημονίου του 2015, εθνικισμού. Πέραν του κλασσικού κράματος εκκλησίας, ακροδεξιάς, θρησκευτικών οργανώσεων, φορέων της διασποράς, το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ανέμειξε ακόμα δύο στοιχεία. Αρχικά, υιοθέτησε σκόπιμα και μη στοιχεία από το “κίνημα των Αγανακτισμένων” του 2011. Η συνθηματολογία κατά του κοινοβουλίου και του πολιτικού συστήματος συλλήβδην, η στοχοποίηση πολιτικών προσώπων και κυρίως η καταφυγή σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες αποτελούν κοινά στοιχεία των δύο “λαϊκών εκδηλώσεων”. Βέβαια υπάρχουν ποιοτικές διαφοροποιήσεις. Η αμεσοδημοκρατική χροιά των “αγανακτισμένων” προερχόταν από τις παραδόσεις ορισμένων σχολών της αριστεράς, προϋπήρχε αρκετές φορές αξιόλογος διάλογος και τοποθετήσεις των συμμετεχόντων στις συνελεύσεις, ασχέτως εάν αυτές αποτυπώνονταν στις τελικές θέσεις/κείμενα των “συνελεύσεων της πλατείας”. Στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία η επανεμφάνιση του “κυρίαρχου λαού που αποφασίζει” έγινε με ένα προκατασκευασμένο κείμενο, προϊόν μη συνέλευσης, το οποίο εγκρίθηκε (για όποιους το κατάλαβαν) δια βοής. Το δεύτερο στοιχείο είναι η ανάνηψη ή τουλάχιστον η δημόσια έκφραση του μιλιταριστικού μεσσιανισμού στο πρόσωπο του στρατηγού ε.α Φράγκου Φραγκούλη. Οιονεί δικτατορίσκος στο φαντασιακό των ακροδεξιών, χουντικών και νεοναζιστικών ομάδων εντός του συλλαλητηρίου, δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει την προσμονή των ακροατών για ένα νέο σωτήρα αφού περιορίστηκε σε εθνικιστικά συνθήματα, μειωτικούς χαρακτηρισμούς για το γειτονικό κράτος και τους κατοίκους του αλλά και στρατοκρατικές κραυγές.
Η παρουσία της ακροδεξιάς αλλά και της Χρυσής Αυγής στα συλλαλητήρια του 1992 σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη του 2018. Το νεοναζιστικό κόμμα αποκτώντας δυναμική και από τους “Αγανακτισμένους” του 2011 επιχειρεί το 2018 μέσω των συλλαλητηρίων να απευθυνθεί σε ευρύτερες μάζες αλλά και να εξαγνιστεί πίσω από τον “αγνό πατριωτισμό” του “απλού πολίτη” (sic). To μακεδονικό ζήτημα ήταν ουσιαστικά η γενέθλια πράξη της Χ.Α· μετέπειτα στελέχη της οργάνωσης ήρθαν στις τάξεις της από τα συλλαλητήρια του 1992 και ανδρώθηκαν στα μέτωπα του Βοσνιακού πολέμου μέσα από την αιμοσταγή Ελληνική Εθελοντική Φρουρά. Άλλωστε στη Σερμπρένιτσα κυμάτισε και η σημαία με τον ήλιο της Βεργίνας. Σήμερα, ως κοινοβουλευτικό κόμμα παρεισφρύει και πάλι στα συλλαλητήρια, διευρύνει το δίκτυο της μέσα από τους οργανωμένους οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων και ηγεμονεύει την συνθηματολογία των συλλαλητηρίων αυτών. Η λειτουργία του συλλαλητηρίου ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την ακροδεξιά δεν κατατάσσει ούτε χαρακτηρίζει όλους τους συμμετέχοντες σε αυτό ως ακροδεξιούς ή θετικά διακείμενους σε μια στρατιωτική δικτατορία. Όμως η σιωπηλή αποδοχή ακραίων συνθημάτων αποτελεί ένα είδος συνενοχής για όποιον θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκράτης. Παρόλα αυτά, η “πλατεία” του 2018 δεν πρέπει να περιθωριοποιηθεί ή ακόμα και να χλευαστεί από όσους είναι απέναντί της. Παραβλέποντας τις κοινωνικές διεργασίες εντός της “πατριωτικής” νέας πλατείας και τονίζοντας τη γραφικότητα πολλών από των συντελεστών της, υπάρχει κίνδυνος να ωθήσουμε ως κοινωνία τα πατριωτικά “νεοαγανακτισμένα” στρώματα και πάλι στις αγκάλες της ακροδεξιάς.
Η επαναπυροδότηση του ελληνικού εθνικισμού με αφορμή το ζήτημα της ονομασίας της Π.Γ.Δ.Μ. απελευθερώνει την γενικότερη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση (με ιδιαίτερη στόχευση την αριστερών καταβολών προέλευση της) και την άμεση αναγωγή στην περίοδο του εμφυλίου ή ακόμα και νωρίτερα σχετικά με την τότε στάση του Κ.Κ.Ε έναντι των Σλαβομακεδόνων. Παράλληλα, αποτελεί μια ευκαιρία τονισμού της “ανωτερότητας” μας έναντι των “φτωχών”, “γύφτων”, “βάρβαρων” Σλαβομακεδόνων. Είναι μια ηθική τόνωση και ψυχολογική μετάθεση των τραυμάτων και ταπεινώσεων της 8ετούς κρίσης σε συνδυασμό με το μόνιμο ελληνικό σύνδρομο της αυτοθυματοποίησης. Τούτη η συμπλεγματική συμπεριφορά προς έναν αδύναμο αντίπαλο παρά προς έναν ισότιμο συνομιλητή από πλευράς κοινωνικού σώματος ενδύεται από έναν μανδύα υποκρισίας. Σε αντίθεση με το 1992, η οικονομική διάδραση μεταξύ Ελλήνων και Σλαβομακεδόνων είναι σαφώς μεγαλύτερη. Χιλιάδες Ελλήνων μεταβαίνουν στη γείτονα για να φλερταρούν με τη θεά τύχη στη Γευγελή, κάνουν τα ψώνια τους, προμηθεύονται καύσιμα και επισκέπτονται γιατρούς σε μία χώρα που μάλλον δεν τους ενδιαφέρει πώς ονομάζεται, αλλά πόσο χαμηλά διατηρεί την αξία του νομίσματός της.
Η εξεύρεση μια λύσης γνωρίζει πλέον περιορισμένα χρονικά περιθώρια, με την μη λύση να οδηγεί στη de facto καθιέρωση του συνταγματικού ονόματος της Π.Γ.Δ.Μ. στη διεθνή κοινότητα και τα fora της. Παρά την εκμετάλλευση του ζητήματος από την κυβέρνηση με στόχο την πρόσκαιρη πολιτική κεφαλαιοποίηση του (αναπόφευκτου) διχασμού στην αξιωματική αντιπολίτευση η λύση πρέπει να παρθεί με όρους σοβαρότητας και εθνικής νηφαλιότητας χωρίς ολέθριες και διχαστικές δημοψηφισματικές διαδικασίες. Μια λύση θα αποτελεί μέρος μιας γενικότερης βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας, η οποία θα επανασυνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη βαλκανική ενδοχώρα της και τα οφέλη που κάτι τέτοιο θα αποφέρει, τερματίζοντας την 27χρονη εθνική ομφαλοσκόπησή μας επί του Μακεδονικού, προτού οι επικίνδυνες ζυμώσεις εντός των συλλαλητηρίων μεταφραστούν σε μελανές, για τη δημοκρατία μας και την κοινωνίας μας, εξελίξεις.