Το άρθρο του Mark Lilla δημοσιεύτηκε πρώτα στα γερμανικά στο Transit 50 και έπειτα στο Eurozine, στα αγγλικά, στις 18/8/17.
μετάφραση από τα αγγλικά: Αντώνης Παπαδάκης
Όποιος μεγάλωσε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπως εγώ, ανατράφηκε με μια ισχυρή αίσθηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε εξωτερικούς εχθρούς. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε έναν αγώνα ενάντια στους φασίστες, και στη συνέχεια η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα και τα κράτη-δορυφόροι τους έθεσαν σε δοκιμασία τις δημοκρατικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο.
Αυτή η ρητή υπόθεση, ωστόσο, συνοδεύτηκε από μια υπόρρητη υπόθεση. Υποθέταμε επίσης ότι, αν εξαφανίζονταν οι εξωτερικοί τους εχθροί, οι φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες θα ανθούσαν ανενόχλητες και ότι ίσως η δημοκρατία θα εξαπλωνόταν και σε άλλες χώρες. Αυτή η υπόθεση ήταν λιγότερο ένα προϊόν αλαζονείας απ’ ό,τι προϊόν μιας συγκεκριμένης ιστορικής εμπειρίας. Η γενιά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να μάθει αυτό που οι φιλελεύθεροι, από τον 19ο αιώνα μέχρι τη Βαϊμάρη, είχαν αναγκαστεί να μάθουν. Ότι δηλαδή η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολύ εύθραυστο σύστημα διακυβέρνησης που έρχεται διαρκώς αντιμέτωπο με αντιπάλους από τη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα του πολιτικού φάσματος.
Γιατί; Εν μέρει, επειδή οι φιλοδοξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αυστηρά εννοούμενες, είναι ταπεινές. Προσφέρει έναν τρόπο νόμιμης άσκησης της πολιτικής, αλλά δεν υπόσχεται έναν μετασχηματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης ή έστω της κοινωνίας. Εξαρτάται επίσης από την οικοδόμηση μιας ικανότητας αυτοκυβέρνησης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να παίρνει τα άτομα των οποίων κύριες ανησυχίες είναι, φυσικά, ο εαυτός τους, οι οικογένειές τους ή οι θρησκευτικές ή εθνοτικές τους ομάδες, και να τα μετατρέπει σε πολίτες. Πολίτες των οποίων το ενδιαφέρον -και ενίοτε το πρώτιστο ενδιαφέρον- συνίσταται στο κοινό καλό. Η γενιά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να αντλήσει το παλιό δίδαγμα ότι οι δημοκρατικοί πολίτες δεν γεννιούνται, αλλά δημιουργούνται. Αυτό ισχύει για κάθε γενιά.
Κάνουμε καλή δουλειά ως προς αυτήν την κατεύθυνση σήμερα; Όχι, δεν το νομίζω. Πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι δημοκρατίες μας μπορούν να εντοπιστούν, πιστεύω, στην αυξανόμενη ανικανότητά μας να διαμορφώσουμε πολίτες και εν συνεχεία να τους δώσουμε φωνή. Αναλογιστείτε τρεις ειδικές προκλήσεις.
Η πρώτη είναι ο νεοφιλελευθερισμός, μια ιδεολογία που έχει καταλάβει την πολιτική μας φαντασία από τη δεκαετία του ’80. Τα βασικά δόγματα αυτής της ιδεολογίας είναι: (1) ότι είμαστε θεμελιωδώς ελεύθερα άτομα χωρίς φυσικές ή ιστορικές υποχρεώσεις προς τους άλλους, είμαστε απλώς στοιχειώδη σωματίδια που περιπλανιούνται στο διάστημα· (2) ότι η οικονομική ευημερία θα ‘πρεπε να είναι το πρωταρχικό μας μέλημα· (3) ότι οι αγορές – συμπεριλαμβανομένων των αγορών εργασίας – πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ελεύθερες ώστε να διασφαλίζουν αυτή την ευημερία· και (4) ότι η διαφύλαξη της ελευθερίας των αγορών σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία μεταφράζεται σε εκχώρηση περισσότερων εξουσιών στους τεχνοκράτες, και λιγότερο στα κυρίαρχα νομοθετικά σώματα και στους πολίτες που τα εκλέγουν στην εξουσία. Κανένα από αυτά τα δόγματα δεν σχετίζεται με την αγωγή του πολίτη. Και όταν τίθενται σε εφαρμογή, την αποσαθρώνουν.
Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες μας, που είναι ο λαϊκισμός. Η αντίδραση απέναντι στις οικονομικές πολιτικές που βασίζονται στα νεοφιλελεύθερα δόγματα προετοιμάζεται εδώ και αρκετό καιρό. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί πιστεύουν ότι ο λόγος τους αναφορικά με τον καθορισμό του συλλογικού τους πεπρωμένου δεν εισακούεται. Αλλά η αντίδρασή τους απέναντι στις εν λόγω πολιτικές δεν προσλαμβάνει φιλελεύθερη, δημοκρατική μορφή. Αντ’ αυτού, οι άνθρωποι αυτοί έχουν καταφύγει σε λαϊκιστικά κόμματα που τους απευθύνονται, όχι ως πολίτες, αλλά ως τον έναν και μοναδικό νόμιμο λαό: das Volk, le peuple, il popolο. Δεν ακούει κανείς φωνές υπεύθυνων ηγετών που αλληλεπιδρούν με ενημερωμένους πολίτες. Αντιθέτως, θα ακούσει δημαγωγούς να ουρλιάζουν και τους όχλους τους να απαντούν επίσης με ουρλιαχτά. Και το μήνυμα και των δύο είναι αρκετά απλό: θέλουν να «πάρουν τις χώρες τους πίσω». Με το οποίο εννοούν ότι η αστόχαστη και αδιαμεσολάβητη βούληση ενός μέρους του πληθυσμού πρέπει να εννοηθεί ως διαταγή.
Αυτές οι δύο προκλήσεις – ο νεοφιλελευθερισμός και ο λαϊκισμός – είναι παρόμοιες. Υπάρχει επίσης μια τρίτη πρόκληση για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες μας. Πρόκειται γι’ αυτό που θα ονόμαζα πολιτική των ταυτοτήτων.
Με τον όρο πολιτική των ταυτοτήτων εννοώ έναν τρόπο σύλληψης και ενασχόλησης με την πολιτική που πριμοδοτεί την ομαδική ή προσωπική ταυτότητα και όχι την ιδιότητα κάποιου ως πολίτη. Υποθέτει ότι όλα τα πολιτικά ζητήματα πρέπει να εξετάζονται μέσα από τους «φακούς» της ταυτότητας, όπως λένε σήμερα οι Αμερικανοί. Και στην πιο σκληρή εκδοχή της, ισχυρίζεται ότι κάθε έκκληση προς τους πολίτες ως πολίτες αποτελεί στην πραγματικότητα έκκληση σε μια ταυτοτική ομάδα έναντι κάποιας άλλης. Η επίδραση αυτής της ταυτοτικής συνείδησης στην αμερικανική πολιτική έχει αποδειχθεί καταστροφική. Στην αριστερά έχει προκαλέσει ένα είδος ηθικού πανικού σχετικά με τη φυλετική, έμφυλη και σεξουαλική ταυτότητα, πράγμα που έχει διαστρεβλώσει τον πυρήνα του μηνύματος της αριστεράς και την έχει εμποδίσει να γίνει μια ενωτική δύναμη σε επίπεδο εθνικής πολιτικής. Και ως απάντηση στη μονολιθική εστίαση της αριστεράς σε ζητήματα ταυτότητας, η δεξιά έχει επωφεληθεί από την αντίδραση της αμερικανικής ενδοχώρας σε αυτό που προσλαμβάνει ως πολιτική ορθότητα που αποκλείει τους κατοίκους της και τις ανησυχίες τους.
Τώρα, πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στην εκλογή του Donald Trump. Αλλά μία από τις σημαντικότερες ήταν η αδυναμία της φιλελεύθερης αριστεράς να παράσχει ένα όραμα για την Αμερική και το πεπρωμένο της ως μια πειστική εναλλακτική στο ασαφές δημαγωγικό σύνθημα του Trump: «Να κάνουμε την Αμερική και πάλι Σπουδαία». Ο John F. Kennedy προκάλεσε κάποτε τους Αμερικανούς πολίτες “να θέσουν το ερώτημα όχι του τι μπορεί να κάνει η χώρα τους για κείνους, αλλά του τι μπορούν να κάνουν εκείνοι για τη χώρα τους». Ο Ronald Reagan μιλούσε για το «πρωινό στην Αμερική» και για μια «λαμπερή πόλη σε ένα λόφο». Η πολιτική της ταυτότητας έχει καταστήσει την αμερικανική αριστερά βουβή, ανίκανη να αξιοποιήσει αυτό το είδος γλώσσας απευθυνόμενη στους πολίτες ως πολίτες για το κοινό καλό. Το μόνο που βλέπει είναι ομάδες ή άτομα, καθένα από τα οποία έχει τη δική του ιδιαίτερη ταυτότητα. Αυτή είναι μια πολύ αμερικανική ιστορία. Νομίζω όμως ότι εμπεριέχει σημαντικά διδάγματα και για την Ευρώπη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ανέκαθεν ένα ποικιλόμορφο έθνος ανοικτό στους μετανάστες. Μα δεν ασκούσε ανέκαθεν πολιτική των ταυτοτήτων, με τη σύγχρονη έννοια. Είναι αλήθεια ότι με τη μαζική μετανάστευση των Ευρωπαίων κατά τις δεκαετίες λίγο πριν από το γύρισμα του εικοστού αιώνα, οι άρτι αφιχθέντες μετανάστες – Ιταλοαμερικανοί, Γερμανοαμερικανοί, Πολωνοαμερικανοί – ψήφιζαν ως μπλοκ, ιδίως στην εποχή της ‘’μηχανικής πολιτικής’’ στις μεγάλες πόλεις. Αλλά έπρατταν κατ’ αυτόν τον τρόπο ως κοινές ομάδες συμφερόντων, όχι για να διεκδικήσουν την εθνοτική τους ταυτότητα ή για να αξιώσουν ειδικά προνόμια ή εξαιρέσεις. Η πολωνική γειτονιά ψήφιζε για περισσότερες θέσεις εργασίας, οι Ιταλοί για περισσότερα πάρκα, οι Γερμανοί για περισσότερα σχολεία. Και οι πολιτικοί προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν αυτές τις ομάδες για να κερδίσουν τις ψήφους τους. Αλλά στο επίπεδο της εθνικής πολιτικής, Ιταλοαμερικανοί, Γερμανοαμερικανοί και Πολωνοαμερικανοί διατύπωναν θέσεις και κατέθεταν την ψήφο τους απλώς ως πολίτες. Και όταν χρειάστηκε να αγωνιστούν στους δύο παγκόσμιους πολέμους, υπηρέτησαν και πέθαναν ως πολίτες. Αυτή ήταν η ταυτότητά τους.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με το Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων κατά τη δεκαετία του 1950, για ευνόητους λόγους. Οι Αφροαμερικανοί δεν ήταν προφανώς εθνοτικοί μετανάστες, είχαν υπάρξει σκλάβοι. Δεν ήταν πολίτες που σχημάτιζαν απλά και μόνο μία ομάδα συμφερόντων, δεν ήταν καν πλήρεις πολίτες ώστε να απολαμβάνουν ίση προστασία σύμφωνα με το νόμο. Για τους Αφροαμερικανούς ήταν σχεδόν αδύνατο να ψηφίζουν σε ορισμένα τμήματα της χώρας, τα σχολεία ήταν διαχωρισμένα, όπως και οι δημόσιες εγκαταστάσεις και οι επιχειρήσεις σε όλο τον Νότο. Οι Ευρωπαίοι μετανάστες ήταν ικανοί και πρόθυμοι να υποτονίσουν τις εθνοτικές τους ταυτότητες προκειμένου να αφομοιωθούν σε μια λευκή και κατά κύριο λόγο προτεσταντική Αμερική. Οι Αφροαμερικανοί, ακόμη και αν το ήθελαν, δεν θα μπορούσαν να αποβάλουν την ταυτότητά τους. Έτσι αναγκάστηκαν να κινητοποιηθούν πολιτικά με άξονα την ταυτότητά τους, προκειμένου να πολεμήσουν για τα δικαιώματά τους και να γίνουν ισότιμοι πολίτες. Αλλά αυτό είναι το σημαντικό σημείο: η διεκδίκηση της ταυτότητάς τους δεν ήταν αυτοσκοπός. Ήταν ένα μέσο για την κατάκτηση της ιδιότητας του πολίτη στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο στόχος τους ήταν ένας πολιτικός στόχος. Και επιδιώκοντας αυτόν τον στόχο, οι Αφροαμερικανοί έδωσαν στους λευκούς Αμερικανούς ένα μάθημα σε σχέση με την ιδιότητα του πολίτη.
Τότε τα πράγματα άρχισαν να ξεφτίζουν, για πολλούς λόγους: την καταστροφή στο Βιετνάμ, τη ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων διαμαρτυρίας εναντίον της, την άνοδο της αντικουλτούρας, που αποτελούσε συγχρόνως ό,τι ένας ιστορικός αποκαλούσε «κουλτούρα του ναρκισσισμού». Αλλά ο πιο σημαντικός μετασχηματισμός ήταν ότι η φιλελεύθερη αριστερά διασπάστηκε σε διαφορετικές ταυτοτικές ομάδες στη δεκαετία του ’70 και εν συνεχεία σε μικρότερες υποομάδες, καθεμία από τις οποίες απαιτούσε όχι μόνο δικαιώματα, αλλά και κοινωνική αναγνώριση. Οι μαύροι ριζοσπάστες διασπάστηκαν από τους συντηρητικούς θρησκευτικούς ηγέτες του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων, κηρύσσοντας ένα είδος αποσχισμού και φυλετικής υπερηφάνειας: ο Μαύρος είναι Όμορφος. Οι φεμινίστριες που αισθάνονταν ότι επισκιάζονται εντός του αντιπολεμικού κινήματος διαχώρισαν τη θέση τους και απαίτησαν τα δικά τους δικαιώματα ως πολίτες, αλλά και την αναγνώριση της διαφοράς τους ως γυναικών. Οι μαύροι και οι λεσβίες μέσα στο φεμινιστικό κίνημα αποσύρθηκαν τότε με τη σειρά τους από αυτό, ισχυριζόμενοι ότι κυριαρχούνταν από τις ετεροφυλόφιλες λευκές γυναίκες και τις αξίες τους. Το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων ανδρών ακολούθησε την ίδια καμπύλη: από τις απαιτήσεις για ίσα δικαιώματα, στο αίτημα για κοινωνική αναγνώριση και αποδοχή, και στη συνέχεια σε εσωτερικές διαμάχες για το τι σήμαινε να είναι κανείς αυθεντικά ομοφυλόφιλος.
Αυτή η ιστορία -μιας αριστερής διάσπασης σε όλο και μικρότερες φατρίες- είναι γνώριμη στη δυτική πολιτική ιστορία. Αλλά αυτό που συνέβη στη συνέχεια στις ΗΠΑ ήταν ασυνήθιστο. Όσο η Αμερική γινόταν όλο και πιο συντηρητική και ατομικιστική στα χρόνια του Reagan, η ενέργεια που τροφοδοτούσε αυτές τις μάχες για την ταυτότητα απομακρύνθηκε από την πολιτική σκηνή και επενδύθηκε στα κολέγια και τα πανεπιστήμιά μας, τα οποία μετατράπηκαν σε θέατρα δημιουργίας και αυτο-επιβεβαίωσης ενός υποκατάστατου της πολιτικής των ταυτοτήτων. Το πρωταρχικό ερώτημα για την πανεπιστημιακή αριστερά δεν ήταν πλέον το πώς θα κατάφερνε να κινητοποιήσει τα άτομα που μοιράζονται μια συγκεκριμένη ταυτότητα για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους μέσω της πολιτικής διαδικασίας -κάτι που αποτελεί έργο των πολιτών. Το ερώτημα ήταν τώρα πώς να προσδιοριστεί και να διεκδικηθεί η προσωπική ταυτότητα κάποιου: λευκός ή μαύρος, άρρεν ή θήλυ, ομοφυλόφιλος ή ετεροφυλόφιλος. Η διαμόρφωση, η καλλιέργεια και η επιβεβαίωση του εαυτού έγιναν το επίκεντρο της προσοχής στα ναρκισσιστικά χρόνια του Reagan. Ό,τι είχε αρχίσει ως ένα πολιτικό σχέδιο μετατράπηκε σε ψυχολογικό δράμα – αλλά με αξιώσεις πολιτικής σοβαρότητας.
Γιατί όλα αυτά έχουν σημασία για την αμερικανική δημοκρατία; Έχουν σημασία γιατί τα πανεπιστήμια είναι οι τόποι όπου εκπαιδεύεται σήμερα η αμερικανική φιλελεύθερη ελίτ. Είναι εκεί όπου τα μέλη αυτής της ελίτ συνειδητοποιούν, ή δεν συνειδητοποιούν, το ρόλο τους ως πολίτες. Και είναι εκεί όπου θα πρωτοεμπλακούν με την πολιτική, αν πρόκειται ποτέ να εμπλακούν. Σε μια προγενέστερη εποχή, οι μαθητές με πολιτική κλίση έπαιρναν μαθήματα πολιτικής ιστορίας και πολιτικής φιλοσοφίας. Θα έπρεπε επίσης να έρθουν αντιμέτωποι με τον μαρξισμό. Ο μαρξισμός ως ιδεολογία εμπεριείχε πολλά λάθη, διέθετε όμως μια μεγάλη αρετή: ανάγκαζε όσους προσχωρούσαν σε αυτόν να αρθούν από το ιδιαίτερο περιβάλλον τους και να στρέψουν τις διανοητικές τους δυνάμεις στις βαθιές δυνάμεις που διαμορφώνουν την ιστορία. Δυνάμεις όπως η τάξη, ο πόλεμος και η αποικιοκρατία. Οι μαρξιστές μπορεί συχνά να έβλεπαν τα πάνω-κάτω, ή να έβλεπαν φαντάσματα, αλλά τουλάχιστον έβλεπαν.
Σήμερα, από την άλλη, οι Αμερικανοί φοιτητές ενθαρρύνονται να επιλέγουν μαθήματα που σχετίζονται με την προσωπική τους ταυτότητα, όπως κι αν τη συλλαμβάνουν. Και ενθαρρύνονται να νομίζουν ότι αυτό ακριβώς σημαίνει να είσαι πολιτικά ενεργός. Προσελκύονται από μαθήματα σχετικά με τη λογοτεχνία συγκεκριμένων ομάδων για τις οποίες αισθάνονται συμπάθεια: μαύρη λογοτεχνία, γυναικεία λογοτεχνία, ομοφυλοφιλική λογοτεχνία, μετα-αποικιακή λογοτεχνία. Και αντί για μαθήματα ιστορίας των πολιτικών ιδεών, στρέφονται σε μαθήματα περί των θεωριών φυλετικής ή έμφυλης ταυτότητας, υπό την ισχυρή επίδραση των μυστικιστικών διδασκαλιών του γαλλικού μεταδομισμού.
Έχω διαπιστώσει ότι οι φοιτητές που προκύπτουν από μια τέτοιου είδους εκπαίδευση κάνουν τις εξής υποθέσεις σχετικά με την πολιτική: ότι η ομάδα ή η προσωπική ταυτότητα, και όχι η ιδιότητα του πολίτη, αποτελεί το θεμέλιο της δημοκρατικής πολιτικής. Ότι μια έκκληση προς το έθνος στο σύνολό του είναι στην πραγματικότητα ένας ιδεολογικός μανδύας της κυριαρχίας μιας ομάδας έναντι των άλλων. Αυτός ο λόγος περί πολιτικών στοχεύσεων κωδικοποιείται πάντοτε δια της ταυτότητας, ώστε η έννοια του ορθολογικού διαλόγου μεταξύ των πολιτών ως πολιτών να θεωρείται ψευδαίσθηση· ώστε οι πολίτες να παύουν να έχουν υποχρεώσεις που απορρέουν από την ίδια την ιδιότητά τους ως πολιτών, παρά μόνο δικαιώματα που πρέπει να υπερασπίζονται από τη σκοπιά της ταυτότητας· και ώστε η συνηθισμένη, εκλογική πολιτική -που απαιτεί διαπραγματεύσεις, συμβιβασμούς και πολλή ακρόαση- να καθίσταται βρώμικη υπόθεση. Έχουν μικρή θέληση να συμμετάσχουν στην κομματική πολιτική ή να διεκδικήσουν κάποιο πολιτικό αξίωμα. Η πολιτική τους είναι εκφραστική, όχι πειστική.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η εντυπωσιακή και φρικτή επιτυχία του λαϊκισμού του Donald Trump δεν οφείλεται απλώς στις χρεωκοπημένες πολιτικές ή στην τακτική των Ρεπουμπλικανών ή στη δεξιά προπαγάνδα. Οφείλεται επίσης στην αδυναμία της φιλελεύθερης αριστεράς να αρθρώσει ένα όραμα για την Αμερική και το πεπρωμένο της που να συσπειρώνει όλους τους Αμερικανούς, ανεξαρτήτως ταυτότητας. Οφείλεται ακόμη στην αδιαφορία της για την καλλιέργεια της αγωγής του πολίτη, ακόμη και μεταξύ εκείνων που ανήκουν στις δικές της τάξεις. Η παρουσία ορισμένων παραγόντων τροφοδότησε τον σύγχρονο λαϊκισμό. Αλλά εξίσου συνέβαλε και η απουσία ορισμένων άλλων παραγόντων.
Και είναι εδώ ίσως που οι Ευρωπαίοι που μάχονται κατά του λαϊκισμού να έχουν κάτι να μάθουν από την αμερικανική εμπειρία. Το δίδαγμα είναι ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ή να διατηρήσουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς να δημιουργήσουμε και να διατηρήσουμε μια συνείδηση του πολίτη. Αυτό είναι πολύ σαφές στην Ανατολική Ευρώπη, όπου σε πολλές χώρες σήμερα βρίσκει κανείς τυπικά δημοκρατικά κράτη αλλά χωρίς, ή με ελάχιστους, δημοκρατικούς πολίτες. Μετά το 1989 το κάρο (κρατική διαμόρφωση) βρισκόταν αναγκαστικά μπροστά από το άλογο (σχηματισμός πολιτών). Θεωρήθηκε ότι από τη στιγμή που εδραιώθηκαν οι θεσμοί, θα μετασχημάτιζαν αυτομάτως τους πρώην υπηκόους των κομμουνιστικών κρατών σε πολίτες που θα ήταν πρόθυμοι και ικανοί να κυβερνούν τους εαυτούς τους σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες. Αντ’ αυτού, δημιούργησαν πλουσιότερους καταναλωτές, πολλοί από τους οποίους είναι πλέον πρόθυμοι να εκχωρήσουν την κυριαρχία σε ολιγάρχες και αντιδραστικούς, οι οποίοι κάνουν επίκληση σε εθνικές ταυτότητες. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τους δυτικοευρωπαίους που στρέφονται στον λαϊκισμό. Υπήρξε σφάλμα ευρεσιτεχνίας για την οικοδόμηση πολιτών σε ολόκληρη την Ευρώπη, και κυρίως σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπάρχει μια ιστορία του Sherlock Holmes που ονομάζεται «Η περιπέτεια του Silver Blaze», στην οποία δολοφονείται ένας εκπαιδευτής αλόγων. Ο Σέρλοκ Χολμς λύνει την υπόθεση όταν συνειδητοποιεί ότι τη στιγμή που ο δολοφόνος πλησίασε, τα σκυλιά του θύματος δεν γάβγισαν. Αυτό, το μόνο που θα μπορούσε να σημαίνει, είναι ότι αναγνώρισαν τον δολοφόνο. Ο Χολμς αποκαλούσε αυτήν την υπόθεση το «περίεργο περιστατικό του σκύλου κατά τη διάρκεια της νύχτας». Είμαστε μάρτυρες ενός παρόμοιου περίεργου περιστατικού στη σύγχρονη πολιτική: τη στιγμή που ένας βάναυσος λαϊκισμός έχει εμφανιστεί απειλώντας τις δημοκρατίες μας, ένας τόσο μεγάλος αριθμός πολιτών δεν έχει καταφέρει ακόμη να γαβγίσει.
Πηγή: http://www.eurozine.com