Το παρακάτω κείμενο είναι άρθρο του Pierre Rosanvallon που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Foreign Affairs (τεύχος Ιανουαρίου/Φεβρουαρίου 2016). Κυκλοφορεί, επίσης, στα ελληνικά και το βιβλίο του «Η κοινωνία των ίσων» από τις εκδόσεις Πόλις (σε μετάφραση Αλ. Κιουπκιολή)
μετάφραση από τα αγγλικά: Στέργιος Ιατρούδης
Πρόσφατα έχει γίνει πολύς λόγος για την αύξουσα οικονομική ανισότητα στον ανεπτυγμένο κόσμο, που συνοδεύεται από μια γενικευμένη αίσθηση ότι το πρόβλημα έχει λάβει ανυπόφορες διαστάσεις. Αλλά την ίδια στιγμή, δεν έχει υπάρξει μεγάλη κινητοποίηση για την αντιμετώπιση της κατάστασης∙ αντ’ αυτού, επικρατεί μία σιωπηλή αποδοχή για πολλές ειδικές μορφές ανισότητας καθώς και για τις διαδικασίες που την παράγουν. Το αποτέλεσμα είναι ένας συνδυασμός ευρείας δυσαρέσκειας και πρακτικής παθητικότητας.
Θα μπορούσε κανείς να κάνει εδώ λόγο για ένα παράδοξο του Bossuet, στα χνάρια του θεολόγου του 17ου αιώνα Jacques-Bénigne Bossuet, που έλεγε: “ο Θεός περιγελά τους ανθρώπους που παραπονιούνται για τις συνέπειες, την ίδια ώρα που λατρεύουν τις αιτίες”. Σήμερα, σε γενικές γραμμές ο κόσμος αποδοκιμάζει την ανισότητα, τρομοκρατημένος από ευρείας διάδοσης κοινωνικές στατιστικές ή ακραία παραδείγματα πλούτου και φτώχειας, αλλά συναινεί συχνά σε αυτήν κατά περίπτωση, αναφορικά με ελάσσονες διακυμάνσεις στα βιοτικά του οφέλη, όταν αυτές πηγάζουν από υποτιθέμενα νόμιμες ατομικές επιλογές και περιστάσεις. Μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη στη Γαλλία πάνω στην “αντίληψη της ανισότητας και τα αισθήματα αδικίας”, για παράδειγμα, αποκάλυψε πως σχεδόν το 90% των συμμετεχόντων θεωρούσε ότι οι εισοδηματικές διαφορές θα έπρεπε να μειωθούν, και ένα ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό αισθανόταν πως μια δίκαιη κοινωνία οφείλει να εγγυάται την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων (σε εκπαίδευση, τροφή, ιατρική περίθαλψη και στέγη). Ωστόσο, το 57% εκτιμούσε επίσης ότι οι εισοδηματικές ανισότητες είναι αναπόφευκτες σε μια δυναμική οικονομία, ενώ το 85% δήλωσε ότι οι εισοδηματικές διαφορές είναι αποδεκτές όταν ανταμείβουν ατομικές αξίες.
Η κατάσταση αυτή είναι παράγωγο μιας ισχυρής, γενικής ηθικής αποστροφής απέναντι στην υπερβολική ανισότητα, η οποία συνδυάζεται με μια αδύναμη συναίνεση στις θεωρητικές βάσεις των δράσεων με σκοπό τη μείωσή της. Θα μπορούσαν κάποιοι να σκεφτούν πως αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τίποτα δεν μπορεί ή δεν πρόκειται να γίνει αναφορικά με το πρόβλημα. Αλλά κατά τις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα, οι δυτικές κυβερνήσεις κατάφεραν να μειώσουν δραματικά την ανισότητα, έστω και ελλείψει μίας κοινής οπτικής γύρω από την αναγκαιότητα ενός τέτοιου σχεδίου. Αντιθέτως, παρακινούνταν από τρεις αντικειμενικούς παράγοντες: τον φόβο ότι η απουσία μεταρρυθμίσεων θα προκαλούσε κοινωνική και πολιτική ταραχή, τις πρακτικές επιπτώσεις των δύο παγκοσμίων πολέμων και την εξασθένηση της πίστης στην ατομική ευθύνη για τη μοίρα των ανθρώπων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν σε πολιτικές όπως η κοινωνική ασφάλιση, ο βασικός μισθός, το ισχυρό κράτος πρόνοιας, και ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος, το σύνολο των οποίων συνέβαλε ώστε οι οικονομίες και οι κοινωνίες να γίνουν πιο εξισωτικές.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, όλοι αυτοί οι αντικειμενικοί παράγοντες έχουν εκλείψει, και μαζί μ’ αυτούς η υπεράσπιση των εξισωτικών δημόσιων πολιτικών. Όσοι ενδιαφέρονται, επομένως, για την καταπολέμηση της καλπάζουσας ανισότητας σήμερα, πρέπει να ξεκινήσουν πρώτα από το θεωρητικό επίπεδο, διατυπώνοντας ένα εννοιολογικό πλαίσιο που να δικαιολογεί ανάλογες απόπειρες στη βάση των δικών τους αξιών.
Πώς οδηγηθήκαμε στην εποχή της ισότητας
Η ανάπτυξη των εργατικών κινημάτων στον ύστερο 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, μαζί με την έλευση του καθολικού δικαιώματος ψήφου, έθεσαν τις δυτικές ελίτ ενώπιον μιας δύσκολης επιλογής: να αποδεχτούν μια δημοσιονομική επανάσταση ή να πάρουν το ρίσκο μιας κοινωνικής επανάστασης. Στο διασημότερο παράδειγμα, ο συντηρητικός καγκελάριος Otto von Bismarck εγκαινίασε το σύγχρονο κράτος πρόνοιας στην αυτοκρατορική Γερμανία, στην προσπάθειά του να ανακόψει τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών επιδεικνύοντας κυβερνητική εύνοια προς την εργατική τάξη. Μετά το 1918, οι φόβοι για μια ενδεχόμενη επανάσταση αυξήθηκαν, χάρη στην κομμουνιστική κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία και τη διάχυση μιμητικών εξεγέρσεων κατά μήκος της Ευρώπης. Τα σημάδια της Μεγάλης Ύφεσης μόνο επιδείνωσαν την κατάσταση, όπως επίσης και ο διαρκής κομμουνιστικός φόβος στις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ρεφορμισμός του φόβου, με τη μείωση των ανισοτήτων να αναδεικνύεται σε μείζονα κυβερνητική προτεραιότητα.
Η εμπειρία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου παρήγαγε επίσης μια νέα οπτική του κοινωνικού δεσμού που μοιράζονταν πλέον όλες οι χώρες. Κατά μία έννοια, ο πόλεμος «εθνικοποίησε» τις ζωές των ανθρώπων. Τη στιγμή που απειλούσε την ύπαρξη του καθενός ξεχωριστά, καλλιεργούσε την ιδέα πως όλοι είχαν χρέος απέναντι στην ευρύτερη κοινότητα. Επιπλέον, οι εκατομμύρια θάνατοι κατά μήκος της ευρωπαϊκής ηπείρου ανάγκασαν τους ανθρώπους να σκεφτούν με νέους τρόπους τι τους ένωνε. «Αν ο πόλεμος δεν έτυχε να σε σκοτώσει, τότε ήταν σίγουρο ότι θα σε έκανε να αρχίσεις να σκέφτεσαι», όπως το έθεσε ο George Orwell. Φυσικά, η μοίρα του στρατιώτη ήταν η σκληρότερη. Κάθε πολεμιστής έμαθε στη λάσπη των χαρακωμάτων ότι η ζωή του ήταν εξίσου ευάλωτη με αυτή του συμπολεμιστή του. Όπως έγραψε ένας απ’ αυτούς: «Η συνείδηση ότι αποτελούσαμε μια φυσική κοινότητα μας προκαλούσε ένα πολύ ζωντανό και παρήγορο αίσθημα ισότητας». Και ο πόλεμος συνέβαλε στην ανάπτυξη κοινών εθνικών ταυτοτήτων. Όπως παρατήρησε ο Γερμανός συγγραφέας Robert Musil: «Πολλοί Γερμανοί στρατιώτες ένιωσαν για πρώτη φορά την εξυψωτική αίσθηση του να έχεις κάτι κοινό με όλους τους άλλους Γερμανούς. Ξαφνικά ο καθένας μετατράπηκε σ’ ένα απλό, ταπεινό ψήγμα ενός γεγονότος που υπερέβαινε τα πρόσωπα. Η υπαγωγή σου στο έθνος σ’ έκανε σχεδόν να το νιώσεις».
Ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από τον πόλεμο βαθιά αλλαγμένες. Η εμπειρία επαναστατικοποίησε τις αμερικανικές αντιλήψεις σχετικά με τη φορολογία και την αναδιανομή. Όταν ψηφίστηκε ο Νόμος Εισοδήματος Πολέμου (War Revenue Act) του 1917, γινόταν λόγος για «επιστράτευση εισοδήματος» και «επιστράτευση πλούτου» σε μια στιγμή όπου οι νέοι άνδρες κατατάσσονταν μαζικά. «Αφήστε τα δολάριά τους να πεθάνουν κι αυτά για την πατρίδα», είπε ένας γερουσιαστής. Η έκκληση για φορολογικό πατριωτισμό συνέβαλε ώστε να νομιμοποιηθεί ο προοδευτικός φόρος εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, και μέχρι το 1944, το μέγιστο οριακό ποσοστό ανέβηκε μέχρι και το 94%.
Εν τω μεταξύ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην ηπειρωτική Ευρώπη, μια διανοητική και ηθική επανάσταση συνέδραμε στο να καταστεί εφικτή η αναδιανομή: η οικονομία και η κοινωνία είχαν “αποατομικοποιηθεί” από στοχαστές που απέρριπταν παλιότερες απόψεις περί ατομικής ευθύνης και ταλέντου. Η ιδέα μιας κοινωνίας αποτελούμενης από κυρίαρχα, αυτάρκη άτομα έδωσε τη θέση της σε μια προσέγγιση βασιζόμενη στην αλληλεξάρτησή τους. «Ο απομονωμένος άνθρωπος δεν υπάρχει» υποστήριζε ο Γάλλος πολιτικός Léon Bourgeois, ενώ ο Βρετανός φιλόσοφος L.T. Hobhouse υποστήριζε εξίσου ότι κάθε άτομο διαμορφώνεται από την περιρρέουσα «κοινωνική ατμόσφαιρα».
Σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, οι έννοιες του δικαιώματος και του καθήκοντος, της αξίας και της ευθύνης, της αυτονομίας και της αλληλεγγύης επαναπροσδιορίστηκαν πλήρως. Κατά τον 19ο αιώνα, η ουσία του κοινωνικoύ ζητήματος είχε επικεντρωθεί στην προσωπική ευθύνη. Βασική δραστηριότητα του κράτους και των φιλανθρωπικών θεσμών θεωρούνταν ο διαχωρισμός των «άξιων φτωχών», των οποίων η κατάσταση πήγαζε από καθαρά εξωγενείς περιστάσεις, από τους «ανάξιους φτωχούς», των οποίων τα προβλήματα οφείλονταν στη δική τους ανάρμοστη συμπεριφορά και στις κακές τους συνήθειες. Κατά το κοινώς λεγόμενο, στους πρώτους έπρεπε να παρέχεται στήριξη, ενώ οι δεύτεροι έπρεπε να τιμωρούνται (λόγου χάρη με τον εγκλεισμό τους σε πτωχοκομείο), ή απλώς να αφήνονται στην τύχη τους.
Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, από την άλλη, η ατομική συμπεριφορά έπαψε να θεωρείται κινητήριος δύναμη των κοινωνικών αποτελεσμάτων∙ επικράτησε μάλλον η αντίστροφη άποψη. Η φτώχεια αποτελούσε μάλλον συνέπεια, παρά αιτία των κοινωνικών δυσλειτουργιών, και το κράτος πρόνοιας δρούσε καθολικά, πίσω από ένα «πέπλο άγνοιας». Από την ανεργία μέχρι την ασθένεια ή την αναπηρία, τα προβλήματα των πολιτών γίνονταν αντιληπτά ως κίνδυνοι, μακράν πέραν του ατομικού τους ελέγχου, με τις κυβερνήσεις να χρειάζεται να επεμβαίνουν και να τα διαχειρίζονται συλλογικά, μέσω ευρέων προγραμμάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Αυτές οι διαφοροποιημένες αντιλήψεις σχετικά με την ατομική ευθύνη συνοδεύτηκαν από μια νέα προσέγγιση της οικονομικής αποδοτικότητας. Αντί πλέον να αποθεώνονται οι επιχειρηματίες και η καινοτομία ως οι παράγοντες που οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη, διανοητές των μέσων του 20ού αιώνα έδωσαν αντίθετα έμφαση στο ρόλο των διευθυντών (managers) και των οργανισμών. Συγγραφείς, όπως ο Peter Drucker, ο John Kenneth Galbraith και ο Andrew Shonfield ανέδειξαν στο έργο τους μια νέα και σημαίνουσα προσέγγιση στις επιχειρήσεις. «Στην ώριμη επιχείρηση,» έγραφε ο Galbraith το 1967, «η εξουσία έχει περάσει, αναπόφευκτα και αμετάκλητα, από το άτομο στην ομάδα. Διότι μόνο η ομάδα διαθέτει την πληροφορία που απαιτείται προκειμένου να ληφθεί μία απόφαση». Ο Schumpeter ήταν πλέον ξεπερασμένος: «Ο επιχειρηματίας δεν υπάρχει πλέον ως ατομικότητα σε μια ώριμη βιομηχανική επιχείρηση»∙ είχε αντικατασταθεί από την «τεχνοδομή» (technostructure), έναν συλλογικό νου. Η επιτυχία εξαρτιόταν περισσότερο πλέον από την ποιότητα της οργάνωσης της εταιρείας και την αποτελεσματικότητα της διοίκησής της, παρά από εξέχοντα ταλέντα μεμονωμένων ατόμων, ακόμα και στην κορυφή της εταιρικής πυραμίδας: «Η συνταξιοδότηση, ο θάνατος ή η αντικατάσταση [ενός διευθύνοντος συμβούλου]… δεν έχουν αισθητές επιπτώσεις στην απόδοση της General Motors ή της IBM».
Εντός ενός τέτοιου οικονομικού παραδείγματος, η οικονομική αποδοτικότητα γινόταν αντιληπτή ως ένα συλλογικό κατόρθωμα. Κανείς δεν μπορούσε να οικειοποιηθεί πλέον τα κατορθώματα μιας εταιρείας. Τα στελέχη πληρώνονταν καλύτερα από τους εργάτες, αλλά μόνον εντός του πλαισίου μιας λειτουργικής ιεραρχίας ικανοτήτων. Ο “γκουρού” της διοίκησης Drucker υποστήριζε ότι η αναλογία της αμοιβής ανάμεσα σε ένα κορυφαίο στέλεχος και στον ταπεινότερο εργάτη σε μια εταιρεία δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 20 προς 1.
Η σύγχρονη πρόκληση
Στα μέσα του 20ού αιώνα, ο συνδυασμός αυτών των τάσεων δημιούργησε μια πολιτική και διανοητική βάση για πολιτικές που αναδιένεμαν τον πλούτο και μείωναν την οικονομική ανισότητα κατά μήκος των ανεπτυγμένων βιομηχανικών δημοκρατιών, έστω και απουσία κάποιας θεωρητικής συναίνεσης γύρω από τη δικαιοσύνη ή την ισότητα. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, καθεμιά απ’ αυτές τις τάσεις έχει αντιστραφεί.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, δεν υπήρχε πλέον κάποια ανάγκη για έναν ρεφορμισμό του φόβου. Η εποχή των επαναστάσεων, με την κλασική έννοια του όρου, έχει πλέον παρέλθει. Κοινωνικοί φόβοι υπάρχουν ακόμη, αλλά αφορούν ζητήματα όπως η μετανάστευση, η ασφάλεια και η τρομοκρατία. Βρίσκουν απήχηση σε αυταρχικά, όχι σε αλληλέγγυα κράτη. Εν τω μεταξύ, οι περισσότερες από τις χώρες που ενεπλάκησαν βαθιά στους δύο παγκοσμίους πολέμους έχουν προ πολλού εισέλθει σε μια περίοδο ειρήνης, και τα αισθήματά τους περί της εθνικής κοινότητας ως έκφρασης ενός αμοιβαίου χρέους κι ενός κοινού πεπρωμένου έχουν αποδυναμωθεί. Τα κράτη πρόνοιας έχουν εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης, τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και επειδή η έννοια του κοινωνικού ρίσκου έχει διαβρωθεί από μια ανανεωμένη πίστη στην ατομική ευθύνη ως καταστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής. Έτσι, ένα νέο είδος καπιταλισμού αντικατέστησε τον τύπο των εταιρειών που περιέγραψαν οι Drucker και Galbraith. Οι σουμπετεριανοί επιχειρηματίες και καινοτόμοι ξαναβρέθηκαν δυναμικά στο προσκήνιο της οικονομικής ζωής, με την ατομική απόδοση και την προσωπική ευθύνη να δοξάζονται παντού ως κεντρικοί παράγοντες της επιτυχίας και της αποδοτικότητας.
Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλέον ισχυροί εξωγενείς παράγοντες που να ωθούν τις ανεπτυγμένες χώρες προς πολιτικές που διατηρούν την ανισότητα υπό έλεγχο – και απουσία τέτοιων παραγόντων, οι πολιτικές αυτές αναπόφευκτα διαβρώθηκαν, συνεισφέροντας στην άνοδο της ανισότητας που άπαντες μπορούν να εντοπίσουν. Αν η ανισότητα επρόκειτο εκ νέου να μειωθεί, η προσπάθεια αυτή θα έπρεπε να στηρίζεται σε μια στέρεα, κοινή σύλληψη του τι σημαίνει ισότητα και γιατί αξίζει να προωθηθεί.
Σήμερα, υπάρχουν δύο βασικοί διεκδικητές μιας τέτοιας σύλληψης. Ο πρώτος, η λαϊκιστική επιλογή, επαναπροσδιορίζει την ισότητα ως κοινωνική ταυτότητα ή ομοιογένεια. Ο δεύτερος, η σοσιαλφιλελεύθερη επιλογή, δίνει έμφαση στην ισότητα των ευκαιριών. Και οι δύο έχουν τα ελαττώματά τους.
Η λαϊκιστική επιλογή πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια πρώιμη εποχή έντονης παγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσε εξίσου να περιγραφεί ως “εθνικός προστατευτισμός” και θα ‘πρεπε να εννοηθεί ως μια αλληλέγγυα εναλλακτική στον αχαλίνωτο καπιταλισμό. Στηρίζεται σ’ έναν καθαρά αρνητικό ορισμό της ισότητας, σχηματίζοντας μια κοινότητα κάποιων αποκλείοντας κάποιους άλλους. Ο Γάλλος ακτιβιστής Maurice Barrés το έθεσε απερίφραστα: «Η ιδέα της πατρίδας συνεπάγεται ένα είδος ανισότητας, αλλά εις βάρος των ξένων». Σε μια νέα εποχή έντονης παγκοσμιοποίησης, με οικονομική στασιμότητα στους κόλπους των μεσαίων και χαμηλών τάξεων των ανεπτυγμένων χωρών και με τα κράτη πρόνοιας σε κρίση, τέτοιου είδους ξενοφοβικές απόψεις επιστρέφουν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ως μια ισχυρή πολιτική δύναμη, με τους ξένους -αλλοδαπούς, μετανάστες, πρόσφυγες- να περιγράφονται ως εχθροί που εκμεταλλεύονται και υπονομεύουν τις υπάρχουσες εθνικές κοινότητες.
Αντίθετα, η σοσιαλφιλελεύθερη επιλογή επιζητά να εκσυγχρονίσει και να επεκτείνει την παραδοσιακή φιλελεύθερη έννοια της ισότητας ευκαιριών, υπερβαίνοντας τον κλασικό αρνητικό ορισμό της (η εξάλειψη των εμποδίων για ανοδική κινητικότητα) για να ενσωματώσει ευρύτερες θετικές προσπάθειες ώστε να επιτύχει τον ίδιο λανθάνοντα στόχο. Έχουν προταθεί διάφοροι ακτιβιστικοί δρόμοι, που συνδέονται από την κοινή επιδίωξή τους να μπλοκάρουν τους μηχανισμούς δια των οποίων οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ανισότητες αναπαράγονται από γενιά σε γενιά. Περιλαμβάνουν γενικά κάποιας μορφής αναδιανομή -χρημάτων, αγαθών, προνομίων, κοινωνικού κεφαλαίου, και ούτω καθεξής. Όλοι τους επιδιώκουν να εξισώσουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες τα άτομα συναγωνίζονται δίκαια για αξιοκρατικές επιβραβεύσεις.
Η ενεργητική εφαρμογή, ωστόσο, όλων αυτών των θετικών παραλλαγών της ισότητας ευκαιριών εγείρει προβλήματα. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν ως πραγματικά ίσα, τα άτομα θα έπρεπε να είναι «αποκοινωνικοποιημένα» -χωρισμένα από τις οικογένειές τους, τις κληρονομιές τους και τα προσωπικά τους περιβάλλοντα. Η εφαρμογή αυτή θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε μια ιεραρχική και καταθλιπτική κοινωνία, όπου η έκβαση της ζωής του καθενός θα ήταν καθορισμένη, ως συνέπεια της αποκοινωνικοποίησής του, αποκλειστικά από τα προσωπικά του γνωρίσματα και προσπάθειες. Μια τέτοιου τύπου αξιοκρατία θα μπορούσε κάλλιστα να ισοδυναμεί με μια σκληρή και αδυσώπητη κοινωνία, όπου τα άτομα θα υποχρεώνονταν να εσωτερικεύουν την απόγνωσή τους για κάθε πρόβλημα που θα συναντούσαν.
Εν ολίγοις, η λαϊκιστική άποψη περί ισότητας έγκειται μάλλον στον αποκλεισμό παρά στην ενσωμάτωση, και έχει ελάχιστα ελκυστικό θετικό περιεχόμενο. Και παρότι η σοσιαλφιλελεύθερη οπτική αποτελεί τη βάση για μια πληθώρα πολύτιμων πρακτικών πολιτικών, δεν είναι κατάλληλη για να εδραιώσει μια γενική και καθολική κοινωνική θεωρία της ισότητας, καθώς επικεντρώνεται αποκλειστικά στα άτομα. Χρειάζεται συνεπώς κάτι επιπλέον, μια θετική θεωρία στην οποία θα μπορούσε να ενσωματωθεί η πολιτική της ισότητας ευκαιριών.
Τρεις αρχές για τη δημοκρατική ισότητα
Στις μέρες μας, η ισότητα ορίζεται συνήθως με μαθηματικούς όρους, ως μια σύγκριση των οικονομικών θέσεων των ατόμων ή τμημάτων του πληθυσμού. Αυτή η ιδέα έχει μια ορισμένη χρησιμότητα. Αλλά η ισότητα θα πρέπει εξίσου, και ίσως πρωτίστως, να ορίζεται κοινωνικά, ως μονάδα μέτρησης του κοινoύ δεσμού. Μια θεωρία της ισότητας πρέπει να επικεντρώνεται στη δομή της κοινωνίας και να στηρίζεται σε τρεις αρχές: αναγνώριση της μοναδικότητας των ανθρώπων (σε αντιδιαστολή με τον ατομικισμό), οργάνωση της αμοιβαιότητας (στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους) και συγκρότηση της κοινότητας [commonality] (για την κοινότητα [community] ως σύνολο).
Η κλασική επαναστατική ιδέα των νεώτερων χρόνων συνίστατο στην κατάργηση του προνομίου και στη δημιουργία ενός κόσμου ομοίων, και ομοιοθετημένων, ατόμων (κάτι που εκφράζεται καλύτερα με τη γαλλική λέξη semblable). Αλλά η ομοιότητα δεν απαιτεί την ταυτότητα, ούτε σημαίνει την έλλειψη ατομικότητας ή αυτονομίας. Κάθε άτομο μπορεί να διακριθεί χάρη στα ειδικά προτερήματα που μόνον αυτός ή αυτή κατέχει· η ποικιλομορφία καθίσταται έτσι πρότυπο της ισότητας. Κάθε άτομο αναζητά το δικό του ή το δικό της μονοπάτι και τον έλεγχο της ιστορίας του/της. Όλοι είναι όμοιοι χάρη στο γεγονός ότι είναι μοναδικοί και ασύγκριτοι.
Η ισότητα που βασίζεται στη μοναδικότητα απαιτεί έναν τύπο κοινωνίας που να μην εδραιώνεται ούτε σε μια αφηρημένη καθολικότητα ούτε σε έναν κοινοτισμό βασισμένο στην ταυτότητα. Η μοναδικότητα δεν είναι σημάδι απόσυρσης από την κοινωνία (ατομικισμός ως υποχώρηση ή διαχωρισμός). Εγείρει μάλλον μια προσδοκία αμοιβαιότητας, αμοιβαίας αναγνώρισης. Τούτο σηματοδοτεί την έλευση μιας πλήρως δημοκρατικής εποχής: η βάση της κοινωνίας συνίσταται όχι στη φύση, αλλά αποκλειστικά και μόνο σε μια κοινή φιλοσοφία της ισότητας. Η δημοκρατία ως τύπος πολιτικού καθεστώτος αντικατοπτρίζεται στη δημοκρατία ως μορφή κοινωνίας.
Όσο για τις σχέσεις που τα μοναδικά άτομα διατηρούν μεταξύ τους, ο Tocqueville υποστήριζε ότι ο εγωισμός είναι «για τις κοινωνίες ό,τι και η σκουριά για το μέταλλο». Και σήμερα, η σημαντικότερη πηγή διάβρωσης είναι η απουσία αμοιβαιότητας. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η πολιτική δέσμευση λαμβάνει χώρα υπό προϋποθέσεις: τα άτομα είναι πιθανότερο να συνεισφέρουν προσπάθειες ή κεφάλαια αν πιστεύουν ότι και άλλοι πολίτες θα κάνουν το ίδιο. Αντιστρόφως, κάθε διαταραχή της αμοιβαιότητας που υποπίπτει στην αντίληψή μας μπορεί να οδηγήσει σε απόσυρση της μιας ή της άλλης μορφής. Η ανισότητα γίνεται εντονότερα αισθητή όταν οι πολίτες πιστεύουν ότι οι κανόνες εφαρμόζονται διαφορετικά από άτομο σε άτομο. Απεχθάνονται τα διπλά κριτήρια και εκείνους που μπορούν να χειραγωγούν το παιχνίδι προς όφελός τους. Τέτοιου είδους αισθήματα αποτελούν μια κρίσιμη πηγή κοινωνικής δυσπιστίας, η οποία με τη σειρά της υπονομεύει τη νομιμοποίηση του κράτους πρόνοιας, ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή, νομιμοποιεί διάφορες μορφές αυτο- διευθέτησης (ως δικαιολογημένο αντιστάθμισμα για τις παραβάσεις των άλλων) και διαβρώνει το δημόσιο πνεύμα.
Το γενικό αίσθημα ότι η αμοιβαιότητα έχει καταρρεύσει τις τελευταίες δεκαετίες, έχει τροφοδοτήσει διαψεύσεις που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από εξτρεμιστικά πολιτικά κινήματα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες -ομάδες που εξαπολύουν τα πυρά τους σε προνομιούχες ελίτ και φτωχούς μετανάστες, εικάζοντας ότι και οι δύο επωφελούνται από τις υποτιθέμενα σκληρά εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες μεσαίες και εργατικές τάξεις. Συνεπώς, η αποκατάσταση της αμοιβαιότητας είναι ένα καίριας σημασίας πρώτο βήμα προς τη δημιουργία μιας κοινωνίας των ίσων. Ισότητα ως αμοιβαιότητα σημαίνει πάνω απ’ όλα ισότητα μεταχείρισης και συμμετοχής. Η κατάχρηση του προνοιακού και φορολογικού συστήματος, καθώς και η επίδειξη εύνοιας σε ειδικά συμφέροντα, και γενικότερα η όποια έλλειψη ισότητας ή διαφάνειας στις λειτουργίες του κράτους, πρέπει να καταπολεμηθούν σθεναρά, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη απέναντι σ’ αυτούς τους θεσμούς.
Το τρίτο απαραίτητο στοιχείο για μια κοινωνία των ίσων είναι η ανάπτυξη μιας αίσθησης της κοινότητας για την κοινωνία ως σύνολο. Η ιδιότητα του πολίτη και η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που τη συνοδεύει έχουν μετασχηματίσει την ίδια την ιδέα περί του ατόμου. Αλλά η ιδιότητα του πολίτη είναι επίσης μια κοινωνική μορφή. Ο πολίτης δεν είναι απλώς ένα άτομο προικισμένο με ορισμένα δικαιώματα∙ ορίζεται και από τις σχέσεις του με τους άλλους, τους συμπολίτες του. Αυτό που μας λέει ο Γάλλος γλωσσολόγος Émile Benveniste για την ετυμολογία της λέξης civis (πολίτης) είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Το λατινικό civis, υποστήριζε, ήταν ένας όρος που αρχικά αποδιδόταν σε ανθρώπους που μοιράζονταν την ίδια κατοικία. Εγγενής στο νόημα της λέξης ήταν μια ορισμένη ιδέα αμοιβαιότητας. Ήταν λοιπόν ένας όρος συγγενικής τάξης, όπως μπορεί να φανεί από μια σύγκρισή του με τη ρίζα των σανσκριτικών και γερμανικών λέξεων για τον «φίλο», τον «συγγενή» και τον «σύμμαχο». Ο civis ήταν ένα άτομο που συνδεόταν με τους συμπολίτες του για τη συγκρότηση μιας civitas, μιας κοινής κοινωνίας. Προτείνω τον όρο “commonality” (κοινότητα) ως ένα όνομα γι’ αυτή τη διάσταση της ιδιότητας του πολίτη, της ιδιότητας του πολίτη ως κοινωνικής μορφής, διακριτής από το νομικό ορισμό της.
Η κοινότητα (commonality) δέχεται σήμερα μια σοβαρή επίθεση από διάφορες μορφές κοινωνικού χωρισμού και απόσυρσης. Η αναχώρηση των πλουσίων στα προσωπικά τους καταφύγια είναι η πλέον ευδιάκριτη και επαίσχυντη, αλλά όχι και η μοναδική∙ ο περιφερειακός αυτονομισμός, για παράδειγμα, βρίσκεται επίσης σε άνοδο. Έπειτα, η απάντηση σε τέτοιες μορφές απόσυρσης είναι συχνά μια εξίσου καταστροφική αναζήτηση για ομοιογένεια και πολιτική της ταυτότητας, κινητήριο δύναμη πίσω από πολλά λαϊκιστικά κινήματα. Αντ’ αυτού, αυτό που χρειάζεται η δημοκρατία είναι μια πιο ενεργητική, πιο δημιουργική σύλληψη, μια πιο σύνθετη κατανόηση των στοιχείων της ζωής και της εμπειρίας που μπορούν και πρέπει να διατηρηθούν και να βιωθούν από κοινού.
Απουσία αντικειμενικών παραγόντων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη στήριξη εξισωτικών πολιτικών, ο μόνος τρόπος να καταπολεμηθεί η οικονομική ανισότητα σήμερα είναι να πλαισιωθεί η αναζήτησή μας με ένα ευρύτερο σχέδιο για τη δημιουργία μιας κοινωνίας των ίσων. Ούτε η λαϊκιστική εναλλακτική αναζήτησης παρηγοριάς σε μια ομοιογενή ομάδα που αποκλείει τους ξένους, ούτε το σοσιαλφιλελεύθερο σχέδιο που προσπαθεί να επιτύχει την ισότητα ευκαιριών μπορούν να προσφέρουν αυτό που χρειάζεται. Μόνο μια πιο στιβαρή οπτική της δημοκρατικής ισότητας -βασισμένη στη μοναδικότητα των ατόμων, στις σχέσεις αμοιβαιότητας μεταξύ τους και σε μια κοινωνική κοινότητα (commonality)- μπορεί να παρέχει το θεμέλιο για ευρύτερα αποδεκτές δημόσιες πολιτικές που μπορούν να αντιταχθούν στις τάσεις ανισότητας, οι οποίες υπονομεύουν τις σύγχρονες οικονομίες και πολιτείες. Και μόνο μια παρόμοια οπτική μπορεί να μας κατευθύνει στο πώς να κάνουμε τις αναγκαίες αναδιανεμητικές πολιτικές, δίκαιες: βλέποντάς τες όχι μόνο ως έναν τρόπο επανόρθωσης των οικονομικών ανισοτήτων, αλλά και οικοδόμησης μιας κοινωνίας που γεννά κοινωνική ειρήνη και συνεργασία.