Το κείμενο που ακολουθεί, ευγενική παραχώρηση του Βασίλη Μπογιατζή, εκφωνήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2018, στα πλαίσια του Colloquium του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Η εισήγηση αυτή πραγματεύεται τους ποικίλους και αντιμαχόμενους τρόπους οικειοποίησης της ιδεολογίας της επιστήμης και της τεχνολογίας στον Ελληνικό Μεσοπόλεμο. Υποστηρίζει ότι το ζήτημα της τεχνολογικής/επιστημονικής ανάπτυξης, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση και τον νέο πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους, το απαραίτητο νέο ξεκίνημα ύστερα και από τη de facto κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας», αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς προβληματισμούς αυτής της κρίσιμης περιόδου. Η προβληματική δεν αφορούσε αποκλειστικά κύκλους «ειδημόνων»· εκφράστηκε με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα στον δημόσιο λόγο διακεκριμένων πολιτικών και διανοουμένων. Έτσι, εξετάζει ομιλίες και κείμενά τους, επιχειρώντας να απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα: με ποιους τρόπους οι αντιμαχόμενοι αυτοί «λόγοι» οικειοποιήθηκαν την «τεχνολογία»; Πώς προσέλαβαν την ιδέα της «επιστήμης», προκειμένου να τεκμηριώσουν την ανωτερότητα των θέσεων, των σχεδίων και των οραμάτων τους; Πώς συνέδεσαν αυτές τις οικειοποιήσεις με την υπέρβαση των συνθηκών τις οποίες χαρακτήριζαν και όριζαν ως «κρίση», αλλά και με τον «ορθό» μελλοντικό ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους;
Η δεκαετία του ’20
Η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου μπορεί να περιγραφεί ως μια “stressed society”, όπως ο Roger Griffin χαρακτηρίζει τη Γερμανία της Βαϊμάρης και άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες της εποχής, κοινωνία, η οποία με τα λόγια του Karl Mannheim αντιμετώπιζε μια βαθιά «βιοτική αμηχανία». Σε ένα μεσοπολεμικό του κείμενο χαρακτηριστικό του παραλυτικού τρόμου του κενού που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, με τον εύγλωττο τίτλο «Υπάρχει κάτι σάπιο στην Ελλάδα», ο Γ. Θεοτοκάς απηχούσε το «τέλος» μιας εποχής και τη διάχυτη αίσθηση αναζήτησης νέων ξεκινημάτων:
«Ένας κόσμος τελείωσε στο λιμάνι της Σμύρνης, στη Μεγάλη Καταστροφή, ένας κόσμος από θρύλους, όνειρα, πεποιθήσεις, ευγενικούς αγώνες και τρελές φιλοδοξίες. Εξαντλήθηκαν ξαφνικά οι ιδεολογικές ορμές του Έθνους, τα σύμβολα έχασαν το νόημά τους και οι θεσμοί το πνεύμα που τους κινούσε. Από τότε όλες μαζί οι εθνικές δυνάμεις μας, πνευματικές και υλικές, έπαθαν, θαρρείς, μια βαριά καθίζηση και ένας ολόκληρος λαός, ενθουσιώδης λαός, ωστόσο και ριψοκίνδυνος, παραδόθηκε στην αβουλία, στη μοιρολατρεία, στην ηττοπάθεια. Καμμιά γενναία θέληση πουθενά ολόγυρά μας, καμμιά συγκέντρωση δυνάμεων για την προετοιμασία ενός καλυτέρου μέλλοντος. Μονάχα οι δημοκόποι οργιάζουν μες σ’ αυτήν τη γενική αποτελμάτωση, μαύροι, κίτρινοι, κόκκινοι εκμεταλλευτές της απογοήτευσης, αυξάνουν τη σύγχυση των πνευμάτων, κοντεύουν να αποξεράνουν ολότελα τις καρδιές. Δεν υπάρχει λοιπόν καμμιά ελπίδα για την Ελλάδα;».
Ήταν σαφές πως κεντρικοί τόποι του μοντερνισμού βρίσκονταν στο προσκήνιο ρητά συνδεδεμένοι με τα ζητήματα της ανασυγκρότησης και του νέου πολιτισμικού προσανατολισμού. Και σε αυτό η Ελλάδα δεν ήταν βέβαια μόνη: ήταν η προγραμματική διάσταση του μοντερνισμού, κατά τον Griffin, οι μοντερνιστικές καλλιτεχνικές και πολιτικές αναζητήσεις από το 1850 ως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό που εκείνος αποκαλεί μοντερνιστικό ήθος, αναζήτηση ενός νέου ξεκινήματος (Aufbruch) και προσδοκίες παλιγγένεσης, οι οποίες δεν αποτέλεσαν μονοπώλιο της Αριστεράς, αλλά συνδέθηκαν με αντίστοιχες της Δεξιάς, και έκαναν πλήθος διανοούμενων, επιστημόνων, καλλιτεχνών, ειδικών του «σχεδιασμού» και της «κοινωνικής μηχανικής» να γοητευθούν και να υποστηρίξουν ενεργά ποικίλα σχέδια κοινωνικής αναμόρφωσης. Σε αυτούς τους τόπους περιλαμβάνονται η έγνοια για την υπέρβαση της παρακμής και του εκφυλισμού, η μανία για τη σωματική υγεία και ευρωστία, η μέριμνα για εξυγίανση, ανανέωση, ιδεολογική, κοινωνική, πολιτική, ηθική και ανθρώπινη αναγέννηση, η αναζήτηση νέων αισθητικών τρόπων, η διαλεκτική αποκαλυψιακών φόβων και ελπίδων λύτρωσης η οποία τροφοδοτούσε ριζοσπαστικά πολιτικά σχέδια· και τέλος, η αίσθηση της κρισιμότητας της εποχής συνυφασμένη με μια επιθυμία τρόπον τινά επανεκκίνησης του χρόνου, επιστροφής στο πρωταρχικό θεμέλιο που καθιστά περιττό τον αναστοχασμό και προσφέρει μια αίσθηση αθανασίας και υπέρβασης, συνδυασμός υποσχόμενος τόσο νέα ξεκινήματα ικανά να πληρώσουν το τρομακτικό υπαρξιακό/ιδεολογικό κενό, όσο και το κλείσιμο μιας αφόρητα αβέβαιης κατάστασης.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, η χρεωκοπία της Μεγάλης Ιδέας και ο συναφής «τρόμος» που απέρρευσε από την υπαρξιακή κρίση νοήματος, η όξυνση του κοινωνικού ζητήματος και η επιτεινόμενη ανησυχία για τη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών, όπως και η εκτεταμένη δυσπιστία για τις «Δυτικές» αξίες αποτελούν τη μία όψη της ελληνικής μεσοπολεμικής κρίσης κατά τη δεκαετία του ’20. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν αξιόλογη, ενώ διατυπώθηκε από μηχανικούς και βιομηχάνους ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα με άξονα την τεχνολογική εξέλιξη. Οι μετά την Καταστροφή κυβερνήσεις (1923-1928) απέδιδαν έμφαση στη βελτίωση των υποδομών, ενώ οξυδερκείς δρώντες της περιόδου είχαν ήδη αρχίσει να καθιστούν το ζήτημα της επιστήμης και της τεχνολογίας οργανικό τμήμα των προταγμάτων τους. Ο Δ. Γληνός θεωρούσε ότι «Η ελληνική αρρώστεια» μπορούσε να υπερβαθεί με την επιστημονική διαρρύθμιση της παραγωγικής διαδικασίας και την τεχνολογική πρόοδο, κάτι που προϋπέθετε το «ξύπνημα και ξαναζωντάνεμα της οδηγήτρας τάξης» για την επίτευξη της κοινωνικής αναγέννησης. Το περιεχόμενο αυτής της αφύπνισης επρόκειτο να είναι μια «αληθινή νεοελληνική αναγέννηση», αποτέλεσμα «αναβαφτισμού» και «μετάνοιας», βασισμένη στην εγρήγορση των «ζωντανών ανθρώπων». Την ίδια περίοδο, ο Ι. Μεταξάς, ως Υπουργός Συγκοινωνιών της Οικουμενικής Κυβέρνησης, ενέτασσε την τεχνολογία σε ένα πλαίσιο καθολικής εθνικής αναγέννησης.
Η πλέον συνεκτική διατύπωση, ωστόσο, ενός οράματος που συνδύαζε ισχυρή διακυβέρνηση, ένα πλέγμα θεσμών οι οποίοι προσδοκάτο να εναρμονίσουν, έστω και αυταρχικά, τις συγκρούσεις των αντιμαχόμενων κοινωνικών στρωμάτων, και ένα νέο ιδεολογικό πρόταγμα –να γίνει η Ελλάδα αγνώριστη– με μεγάλης κλίμακας παραγωγικά έργα τα οποία αναμενόταν να αυξήσουν την εθνική παραγωγή και να αποτελέσουν την υλική βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης, σχετίζεται με την επάνοδο του Ε. Βενιζέλου στην εξουσία μετά τις εκλογές του 1928. Ο Βενιζέλος, δεδομένου ότι αυτή την περίοδο εστιαζόταν στην οικονομική ανάπτυξη και τον εσωτερικό εκσυγχρονισμό, δεν δίσταζε να τοποθετήσει στα θεμέλια αυτού του ιδεώδους την ιδέα της επιστήμης, και μάλιστα παρά τις σφοδρές κριτικές που δεχόταν για εισαγωγή υλιστικών θεωρήσεων που τάχα υπονόμευαν τα εθνικά ιδεώδη. Παραπέμποντας στο εμβληματικό παράδειγμα του Παστέρ, παρότρυνε τους νέους να γίνουν τεχνίτες και επιστήμονες οι οποίοι θα βοηθούσαν τη χώρα και την ανθρωπότητα «[…] να δαμάση αποτελεσματικώτερον τας δυνάμεις της φύσεως, να βάλη εις αυτάς χαλινόν και να τας θέση εις την υπηρεσίαν της ανθρωπότητος», τεχνίτες και επιστήμονες «[…] οι οποίοι θα καταστήσουν γλυκυτέραν την ζωήν του ανθρώπου [και] θα μας δώσουν τα μέσα να ζήσωμεν με μεγαλυτέραν ευημερίαν».
Η σκέψη του πραγματοποιούσε αυτή την περίοδο τον εξής βηματισμό: εκκινώντας από τις προκείμενες της φιλελεύθερης ιδεολογίας εμφανιζόταν πεπεισμένος για τη δυνατότητα εκλογίκευσης του ανορθολογικού στοιχείου της πολιτικής, δηλαδή της πράξης, για τη δυνατότητα –με τους όρους του Mannheim– μιας πολιτικής ως επιστήμης· εντούτοις, κι αυτό δεν πρέπει να λογίζεται άσχετο από την ορμή της φιλελεύθερης ουτοπίας, ωθούμενος από την πίστη στην πρόοδο και τη γόνιμη κριτική και κατάλυση του παρόντος, η οποία τον εμψύχωνε, θεωρούσε ότι η κοινωνική αναταραχή του Μεσοπολέμου δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί μέσω των θεσμίσεων του κλασικού φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού: η ορθή αντιμετώπιση της μεσοπολεμικής κρίσης επέβαλε την καθίδρυση θεσμών οργανωμένου χαρακτήρα με έμφαση στη συλλογικότητα, οι οποίοι θα αποτελούσαν τον καταλληλότερο υποδοχέα της τεχνοεπιστημονικής δραστηριότητας. Εξάλλου, στο βενιζελικό πρόταγμα το όραμα της ανανέωσης κατείχε κεντρική θέση χτυπώντας στην καρδιά της πολιτικής οργάνωσης: στο επίκεντρο της βενιζελικής κριτικής στον κοινοβουλευτισμό τοποθετείτο η βιταλιστική/μοντερνιστική και φασιστική ιδέα του «ισχυρού κυβερνήτη» που «εννοούσε» να διευθύνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία κι όχι να άγεται και να φέρεται από τους βουλευτές ή τα εξωθεσμικά κέντρα. Αλλιώς, προειδοποιούσε, άλλες λύσεις, όπως οι δικτατορίες του Πρίμο ντε Ριβέρα και του Μουσσολίνι, ήταν δυνατές.
Εξέχουσα θέση στο προαναφερθέν θεσμικό πλέγμα κατείχαν το Συμβούλιο της Επικρατείας, η Γερουσία, το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο, το «Ιδιώνυμο» του 1929 για τη δίωξη της κομμουνιστικής προπαγάνδας και δράσης, η απαγόρευση του δικαιώματος της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, η θέσμιση φιλεργατικής νομοθεσίας και η εισαγωγή των κοινωνικών ασφαλίσεων· ενδεικτικές των προσανατολισμών του Βενιζέλου, μολονότι δεν υλοποιήθηκαν, ήταν η σχεδιαζόμενη στα τέλη του 1932 συνταγματική μεταρρύθμιση που αποσκοπούσε στην περαιτέρω ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και το εγχείρημα εισαγωγής υποχρεωτικής κρατικής διαιτησίας στις περιπτώσεις απεργίας-ανταπεργίας.
Τοποθετημένη η τεχνολογία –με τη μορφή, κατά κύριο λόγο, των δημόσιων παραγωγικών έργων– σε αυτά τα συμφραζόμενα, αναμενόταν να συντελέσει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και της πρόδηλης ανεπάρκειας της κοινοβουλευτικής διευθέτησης. Αναφερόμενος στα εν λόγω έργα, ο Βενιζέλος δεν τα προσλάμβανε στους κόλπους ενός αδιάφορου για αξίες, πολιτισμικά νοήματα και κοινωνικές συνθήκες, ουδέτερου σχήματος μέσων-σκοπών· απεναντίας, τα διασυνέδεε εξ αρχής με επείγοντα πολιτικά αιτούμενα. Έτσι, δεν έμενε μόνο στα προσδοκώμενα παραγωγικά αποτελέσματά τους, αλλά υπερτόνιζε, και μάλιστα συνεχώς, την «κολοσσιαία σημασία» τους: η ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού και η αναμενόμενη ευημερία του διά της επιστημονικής καλλιέργειας της γης θα παγίωνε το κοινωνικό καθεστώς αποτρέποντας τον συγχρωτισμό αγροτιάς και εργατικού προλεταριάτου, και θα απέβαινε, κατά συνέπεια, παράγοντας προόδου της χώρας. Την ίδια περίοδο η κοινωνική εξυγίανση, επίσης, αποτέλεσε προτεραιότητα, τα προβλήματα της δημόσιας υγείας και οι σχετικές ασθένειες περιγράφονταν ως «κοινωνικές μάστιγες» που απειλούσαν το σθένος της φυλής, ενώ η προσπάθεια ίασής τους προσλάμβανε πολεμικό χαρακτήρα. Η μέριμνα για την κοινωνική υγεία επεκτάθηκε και σε εκείνους τους θεσμούς που στόχευαν στις ποικίλες μορφές της κοινωνικής «παθογένειας», τα άσυλα για παιδιά επιρρεπή «εις την αλητείαν και εις το έγκλημα» ή τις αγροτικές φυλακές. Ο στόχος της ηθικής και ψυχοκοινωνικής αναμόρφωσης και της βελτίωσης/εξυγίανσης (bonifica) περιγραφόταν με χαρακτηριστική ευκρίνεια, ενώ οι πολιτικές υγείας, στέγασης, πρόνοιας, διαμόρφωσαν ένα πεδίο διατομής «λόγων» πολιτικών και τεχνοκρατών, φιλανθρωπικών οργανώσεων και επιστημόνων, που οδηγούσε σε αντιμεταθέσεις και διατομές ανάμεσα σε φιλελευθερισμό, συντηρητισμό και φασισμό ακόμη, στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας υγιούς εθνικής κοινότητας η οποία με τη συντεταγμένη της οργάνωση θα απομάκρυνε τους ηθικοκοινωνικούς και πολιτικούς κινδύνους. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Σπήλιος Αγαπητός, αρχιτέκτονας με έντονο ενδιαφέρον για την κοινωνική πολιτική, περιέγραφε το πρόβλημα έλλειψης στέγης των αποροτέρων τάξεων ως οξύτατη οικονομική και κοινωνική ασθένεια, για την οποία δεν θα έπρεπε οι «κοινωνικοί μηχανικοί» να αδιαφορούν, διότι πέρα από τις οικονομικές όψεις του ζητήματος ήταν γνωστό, προειδοποιούσε, «ότι οι αθλίως βιούντες αποτελούν τα κοινωνικά στρώματα εξ ων προέρχονται όλα τα επικίνδυνα στοιχεία».
Το συγκεκριμένο εν εξελίξει έργο εκλαμβανόταν ως κοσμογονική μεταμόρφωση από διανοουμένους οι οποίοι προσέγγιζαν την εποχή όχι με όρους παρακμής, αλλά μετάβασης. Οι μεταμορφωτικές δυνατότητες επιστήμης και τεχνολογίας εξυμνούνταν από τον Γ. Θεοτοκά με φουτουριστική αισιοδοξία και βιταλιστική τόλμη· συσχετίζονταν επίσης με τη δυναμική απομάκρυνση της Ελλάδας από την παράδοση και τον βαλκανικό επαρχιώτικο περίγυρο. Ο Θεοτοκάς υπογράμμιζε τη διαμόρφωση ασύλληπτων για τα υπάρχοντα –μαρξιστικά κι εθνικιστικά– διανοητικά σχήματα συνθηκών –«Ο λαϊκός τραγουδιστής, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, δεν πρόβλεψαν τη λεωφόρο Συγγρού, τα τραίνα και τα αεροπλάνα μας, το γύρο της Ευρώπης σε μερικές μέρες, την τζαζ»– οι οποίες επέβαλαν την αναζήτηση και υιοθέτηση μιας νέας στάσης ικανής να αναδείξει την ποιητική ουσία που ενέκλειε η τεχνική. Μια νέα αισθητική –και όχι μόνο– στάση, χρειαζόταν για να ανακαλύψει το δυναμισμό της νέας εποχής. Οι «αυριανοί ποιητές» της Ελλάδας περιγράφονταν ως «ρωμαλέα παιδιά, γυμνασμένα, με ελεύθερες κινήσεις και ζωηρά χρώματα» που «δίνουν ματς, οδηγούν φυσικά αυτοκίνητο και βρίσκουν πως εκατό χιλιόμετρα την ώρα είναι μια πολύ φρόνιμη ταχύτητα, μερικοί οδηγούν και αεροπλάνο» και «βρίσκουν πολλή ομορφιά στη μεγάλη ορμή του αιώνα τους». Ο Θεοτοκάς τους έχριζε «τολμηρούς σκαπανείς» του «δυνατού λυρισμού» της εποχής. Ήταν αυτό το κράμα οργανικής και εκσυγχρονιστικής αισιοδοξίας, όπως παρατηρεί ο Γ. Λυκιαρδόπουλος, που στρεφόταν ενάντια στους θεωρούμενους ως αισθητικούς αντιπάλους του Θεοτοκά, Καβάφη και Καρυωτάκη. Εντούτοις, οι επιφυλάξεις για την επικράτηση του επιστημονικού/τεχνολογικού «πνεύματος» δεν έλειπαν: η ολοκλήρωση της εθνικής μεταμόρφωσης δεν έπρεπε να αφεθεί στη «νοικοκυρίστικη» νοοτροπία των ειδικών· ο τόνος έπρεπε να δίνεται από τις ανήσυχες υπάρξεις που εμπνέονταν από τις δαιμονιακές πηγές της ζωής, υπάρξεις, οι οποίες σύμφωνα με τον Θεοτοκά –ο οποίος εδώ διασκεύαζε τον Δραγούμη που καταφερόταν εναντίον εκείνων που ήθελαν την Ελλάδα «ευνούχο και αγελαδοτρόφα Ελβετία και μπουρζουάδικο Βέλγιο»– δεν επιθυμούσαν να «[…] να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα […]».
Η δεκαετία του ’30
Από τις αρχές όμως της δεκαετίας του ’30 το ψυχικό κλίμα άρχισε να αλλάζει. Η εμφάνιση της Κρίσης όξυνε τις κοινωνικές συγκρούσεις και το κράτος, παρά τη σχετικά γρήγορη οικονομική ανάκαμψη, ως αποτέλεσμα και των προστατευτικών για τη βιομηχανία μέτρων, ακολουθούσε τον δρόμο της καταστολής. Ορόσημα της περιόδου 1931-1936 αποτελούν η κήρυξη του χρεοστασίου, οι επαναλαμβανόμενες απόπειρες πραξικοπημάτων, η βασιλική παλινόρθωση τον Νοέμβριο του 1935 και φυσικά, η επιβολή της μεταξικής δικτατορίας τον Αύγουστο του 1936. Επρόκειτο για εποχή, όπου το σύνολο σχεδόν του πολιτικού και διανοητικού κόσμου αναζητούσε αυταρχικές/οργανωμένες λύσεις στο κοινωνικό ζήτημα.
Ο Θεοτοκάς απέδιδε την Κρίση στη Μηχανή, παιδί του επιστημονισμού και του ουμανισμού. Αναπαράγοντας το τόσο οικείο στον 19ο αιώνα ρομαντικό θέμα της εκτός-ελέγχου-Τεχνικής, ο Θεοτοκάς προσήπτε στην Τεχνολογία πως ξέφευγε από την εξουσία του ανθρώπου επιφέροντας κοινωνική ανισορροπία, όπως αυτή εκδηλωνόταν στις μορφές του καπιταλισμού, του προλεταριάτου, της ταξικής πάλης, των οικονομικών κρίσεων και τελικά, του κομμουνισμού· επίσης, την κοινωνική κατάρρευση, επειδή ακύρωνε την πνευματικότητα «στενεύοντας» τη ζωή και μεταμορφώνοντας τον άνθρωπο σε έντομο. Σε τελική ανάλυση, η ύπαρξη του μηχανισμού έθετε για τον Θεοτοκά το ερώτημα αν αξίζει να υπάρχει πολιτισμός. Από την απάντηση του ερωτήματος αποκλειόταν a priori o κομμουνισμός, θεωρούμενος ως έσχατη απόληξη του επιστημονιστικού, οικονομιστικού και καπιταλιστικού πνεύματος. Ούτε όμως και η απόρριψη επιστήμης/τεχνολογίας θεωρείτο διέξοδος. Ο Θεοτοκάς, απεναντίας, υπερτόνιζε την ανάγκη ριζικού αναπροσανατολισμού τους: υπαγόμενες στο Πνεύμα, έπρεπε να γίνουν «δούλοι» του ανθρώπου στο πλαίσιο ενός «νέου ουμανισμού». Απέρριπτε τον σκουριασμένο, όπως τον αποκαλούσε, κοινοβουλευτισμό, τον ανίκανο να υπερβεί τη «σαπίλα» (sic) της ελληνικής κατάστασης, έδινε παραδείγματα δονούμενων από ζωή και φιλοδοξίες εθνών –της Ιταλίας του Ντούτσε, της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας– που τεκμηρίωναν ότι τα «έθνη αρνούνται να πεθάνουν», και επιφόρτιζε τους νέους ανθρώπους με την ευθύνη «να προλάβουν να κόψουν τα άρρωστα μέλη προτού μεταδώσουν το μόλυσμά τους σ’ ολόκληρο τον οργανισμό και παρασύρουν έτσι το έθνος σε μια διάλυση ίσως οριστική». Στην εναγώνια αναζήτηση πολιτικών λύσεων ικανών να ενσωματώσουν αυτά τα στοιχεία, ο Θεοτοκάς διερχόταν από την υποστήριξη της δημιουργίας καινούριων πολιτικών μορφωμάτων, την εξύμνηση του Μουσολίνι, την υπεράσπιση της δημοκρατίας ως μικρότερου κακού συγκριτικά με την επαναστατική βία και την τυραννία, μέχρι να φτάσει στην επιθυμητή διέξοδο: το New Deal του Ρούζβελτ. Δυστυχώς, όμως, ήταν ήδη πολύ αργά: ο Μεταξάς είχε επιβάλει τη δικτατορία του. Εντός της δικτατορίας ο προβληματισμός του διοχετεύθηκε σε πολιτισμικές ατραπούς από τις οποίες δεν έλειπαν οι μοντερνιστικοί τόποι και τα «βιολογικά» μοντέλα: ένα εξελικτικό, για την προσέγγιση του έθνους ως διαδικασίας όπου οι αντιθέσεις εναρμονίζονταν, κι ένα που προσέγγιζε τους πολιτισμούς ως ζώντες οργανισμούς και χρησιμοποιείτο στις περιπτώσεις όπου ο νεοελληνικός πολιτισμός θεωρούμενος ως ενιαίο αδιαφοροποίητο «όλο» αντιπαρατίθετο στον επίσης αμιγή «ευρωπαϊκό» και στις υποτιθέμενες «παρακμιακές» όψεις του. Αυτό ήταν κυκλικό –σχήμα ακμής και παρακμής–, παλιγγενετικό και δηλωτικό του πόσο επηρεάστηκε ο Θεοτοκάς από τα οργανισμικά σχήματα συντηρητικών και φασιστών διανοουμένων τα οποία είχαν ευρεία απήχηση στον Μεσοπόλεμο.
Εκκινώντας από την πεποίθηση πως μόνο ο κομμουνισμός ενσάρκωνε το όραμα της κοινωνικής χειραφέτησης, ο Δ. Γληνός προσλάμβανε επιστήμη/τεχνολογία στη βάση των τεχνολογικά επικαθορισμένων όψεων της μαρξιστικής ιδεολογίας. Ο Γληνός ιστορικοποιούσε την επιστημονική ιδέα θεωρώντας υπεράνω αμφισβήτησης τη ρητή εμπλοκή της στον ιδεολογικό αγώνα και αρνούμενος, κατά συνέπεια, την ουδετερότητα της. Ταυτόχρονα, και αποφεύγοντας τις σχετικιστικές συνέπειες μιας τέτοιας απόπειρας, απέδιδε στη –Δυτική– επιστήμη αναμφίλεκτα χαρακτηριστικά, όπως την παρατήρηση, τη συστηματική έρευνα, τη νηφαλιότητα, την υπέρβαση των δεισιδαιμονιών, τη σύνθεση και τη δημιουργική σκέψη. Συνδυάζοντας έτσι, επιστήμη και κομμουνιστική ιδεολογία και όντας αφοσιωμένος στην αξία και το προοδευτικό περιεχόμενο του επιστημονικού ιδεώδους, ο Γληνός επιχειρούσε να θεμελιώσει τις κοινωνικές αξίες στην επιστημονική γνώση απαιτώντας τη συνολική επιστημονική ρύθμιση της ζωής· η άρνηση δε, της επιστημονικής θεμελίωσης των αξιών, εκλαμβανόταν ως ιδεολογική συγκάλυψη. Αυτή αποδιδόταν στο εγχείρημα της εκάστοτε κρατούσας τάξης να ελέγξει την επιστημονική ανάπτυξη και να την αποκόψει από την οποιαδήποτε κοσμοθεωρητική αξίωση, όταν τα επιστημονικά πορίσματα δεν νομιμοποιούσαν πια την κυριαρχία της· σε τέτοιες συνθήκες, θεωρούσε, η κυρίαρχη τάξη διαχώριζε την επιστήμη από τα «δέοντα» που δικαιολογούσαν αυτή την κυριαρχία, στα οποία απέδιδε υπερβατική υπόσταση.
Μια τέτοια επιστήμη, η «αστική» στα συμφραζόμενα της εποχής, απαξιωνόταν από τον Γληνό, καθώς αρνιόταν τη δυνατότητα επιστημονικής προσπέλασης του αντικειμενικά πραγματικού και προσέφευγε στον ανορθολογισμό νομιμοποιώντας το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς ενάντια στην ανερχόμενη –προλεταριάτο– κοινωνική δύναμη. Αυτός ο «αντιδραστικός» ρόλος του πνευματικού εποικοδομήματος, τόνιζε ο Γληνός στο πλαίσιο της αντιπαράθεσής του με τον Τσάτσο, έπρεπε να αποκαλυφθεί. Ισχυριζόταν ότι η αποστασιοποίηση των αστών από το επιστημονικό/τεχνολογικό φαινόμενο εκδηλωνόταν με δύο μορφές: αφενός, με την προγραμματική αποκοπή της επιστήμης από τα κοσμοθεωρητικά προβλήματα και την εύρεση της αλήθειας και της ουσίας του κόσμου, και με τον περιορισμό της στην επινόηση εργαλειοκρατικών εν πολλοίς μοντέλων διευθέτησης των φαινομένων· αφετέρου, με τη διακήρυξη της επιστημονικής ουδετερότητας, η οποία ακύρωνε την εξαγωγή καθολικής κοσμοθεωρίας από τα επιστημονικά πορίσματα, διανοίγοντας τον δρόμο για τη διατύπωση αντιδραστικών θεωριών οι οποίες «[…] έχουν ένα και μόνο σκοπό. Να βγάλουν από μέσα τάχα από τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης για τελικό συμπέρασμα την αγιαστούρα του παπά. Τελευταία λέξη της επιστήμης το “Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι (και γενικά οι πτωχοί) ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών”». Αν οι εγγενώς προοδευτικές επιστήμη και τεχνολογία συνδέονταν με τον επαναστατικό δυναμισμό του προλεταριάτου, οι υπηρεσίες τους στην υπόθεση της καθολικής κοινωνικής δικαιοσύνης, θεωρούσε ο Γληνός, θα αποδεικνύονταν ασύλληπτες. Έτσι, πρότεινε ως υπόδειγμα δεξίωσής τους τη Σοβιετική Ένωση της εποχής, «[…] ένα απέραντο στρατόπεδο δουλιάς, ένα φλογερό καμίνι δημιουργίας, όπου χωρίς καταναγκασμό, με εσωτερική ολόψυχη συμμετοχή και εγκαρτέρηση, μα και με παλμό, με φωτιά, με ενθουσιασμό εκατομμύρια από εργάτες οικοδομούνε ένα καινούριο κόσμο. Και το υλικό επίπεδο της ζωής όλης αυτής της μάζας σιγά-σιγά μα και ολοένα ανεβαίνει». Ό,τι ενθουσίαζε τον Γληνό στη σοβιετική σοσιαλιστική προοπτική, ήταν η συνύφανση επιστήμης και ζωής, η ενότητα θεωρίας και πράξης, όπως συνοψίζονταν στον –μυστικοποιημένο– επιστημονικό σχεδιασμό της οικονομικής σφαίρας –βλ. πενταετή πλάνα– με στόχο την κοινωνική ευημερία.
Αντίπαλος του Γληνού, ο Π. Κανελλόπουλος προσέγγιζε επιστήμη και τεχνολογία με τρόπο που ανακαλούσε τη σχετική συζήτηση στο γερμανικό μεσοπολεμικό πλαίσιο: διέκρινε ανάμεσα σε Kultur –εσωτερικό, πνευματικό πολιτισμό, ατομικές δημιουργικές δυνάμεις μη υποκείμενες σε εκλογίκευση– και Zivilisation –εξωτερικό, μηχανικό και υλικό, δεν αρνιόταν την ύπαρξη και την αξία της –επιστημονικής/τεχνολογικής– προόδου, αλλά περιόριζε την εμβέλειά της στο πεδίο της Zivilisation, θεωρώντας πως η σφαίρα της Kultur μένει άθικτη από αυτή. Περαιτέρω, τοποθετούσε στη ρίζα της κρίσης την υπερτίμηση του τεχνικού/μηχανικού/επιστημονικού πολιτισμού και της ιδεολογίας της προόδου. Γι’ αυτό και δεν αποδεχόταν επ’ ουδενί ότι η επιστήμη μπορούσε να προσφέρει επαρκείς άξονες μεταφυσικής νοηματοδότησης του βίου: η επιστημονική ανάλυση, κατά τον Κανελλόπουλο, αντί να ενώνει, διασπούσε, αντί να συνθέτει, αποσύνθετε, αντί για γνώση και ευδαιμονία, «πρόσφερε» απόγνωση, θρυμμάτιζε το σύμπαν μέσω της εξειδίκευσης δημιουργώντας αντί για «κόσμον» «κοσμάκην». Ο Κανελλόπουλος έβλεπε να «διατιμάται καλλίτερον και υψηλότερον» από την πίστη η αμφιβολία και η άγνοια. κάκιζε λοιπόν, το επιστημονικό πνεύμα και τους υποστηρικτές του διότι είχαν λησμονήσει «το ότι ο ουρανός δεν κατανοείται μόνον διά του αστεροσκοπείου, αλλά και διά της ψυχής, το ότι η αρμονία του σύμπαντος δεν είναι απλώς λογική, αλλά και θεία», πράγμα που κατανοούσε ο Νεύτων και οι μεγάλοι επιστήμονες του παρελθόντος, όχι όμως και οι συγκαιρινοί του. Η τεχνική, συμπλήρωνε, και η πρόοδός της είχαν επιφέρει την απομάγευση του κόσμου, αποστεγνώνοντας την ποιητική του ουσία: ο εκτοπισμός της ποίησης και η δυσανεξία έναντι του ποιητή επέρχονταν ως αναπόφευκτες συνέπειες.
Η τεχνολογική ανάπτυξη, εντούτοις τόνιζε, συνιστούσε για το Πνεύμα πρόκληση, όχι καταστροφή. Ο εσωτερικός πολιτισμός, με άλλα λόγια, έπρεπε να διαποτίσει τον στερούμενο πνευματικότητας τεχνολογικό. κι οι συνθήκες καθιστούσαν εφικτή μια τέτοια προοπτική. Εξάλλου, διατεινόταν, η ιστορία της ανθρωπότητας, δεν εξαντλείτο στη σφαίρα της Zivilisation. Αναπόσπαστα δεμένη μαζί της ήταν η Kultur που δεν «μετριέται» με το κριτήριο της προόδου και έχει φορείς της τον καλλιτέχνη και τον προφήτη. Τα απολύτως ατομικά στοιχεία παρεισέφρεαν στην πορεία του υλικού πολιτισμού απορρυθμίζοντας τις νομοτέλειές του· έτσι, για να συλληφθεί ο πλούτος των κοινωνικών φαινομένων απαιτείτο όχι η Λογική του Φιλοσόφου, αλλά η Σοφία του Ποιητή (1929). Επιπλέον, στην πορεία εξέλιξης των επιστημών ανορθολογικοί παράγοντες, όπως η βούληση, η φαντασία και το ένστικτο, είχαν διαδραματίσει καίριο ρόλο. στην περίπτωση της κοινωνιολογίας ήταν η πολιτική βούληση: «μόνο όσοι επιθυμούν κοινωνικώς, σκέπτονται κοινωνιολογικώς», διατεινόταν επαναλαμβάνοντας τον Hans Freyer. Σε ό,τι δε, αφορούσε την οικονομία, πρότεινε την εξής ερμηνεία της κρίσης: η ανισορροπία δεν οφειλόταν στον δήθεν «αναρχικό» χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά στην παραβίαση εγγενών αυτο-περιορισμών της. Εντούτοις, μια πολιτική εξουσία αδέσμευτη από αυτούς μπορούσε να παρέμβει ενεργά/δημιουργικά διαμορφώνοντας μια άλλη οικονομική ρύθμιση. Έτσι, η περιστολή της προόδου, αλλά και της συναφούς με αυτήν πάλης των τάξεων στη σφαίρα της Zivilisation και η δυνατότητα εμποτισμού της από την Kultur, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι από εκεί θα πήγαζε και η υπέρβαση της κρίσης. Το ότι εντοπίζονταν προνεωτερικά στοιχεία ατομικής δημιουργικότητας στο στρώμα που βρισκόταν στην αιχμή της τεχνολογικής προόδου, δηλαδή στους μηχανικούς, καθώς και το γεγονός ότι τα μικρά, όπως η Ελλάδα κράτη, δεν υπέκειντο στους ευρείς νεωτερικούς μετασχηματισμούς, επιβεβαίωνε μια τέτοια εκτίμηση. Ένα Οργανικό Κράτος, που ασκεί κοινωνική πολιτική, καθοδηγείται από μία πνευματική/πολιτική ηγεσία με την «αποστολή» να άρει πνευματική και πολιτική «ασυναρτησία» –αποστολή με την οποία είτε άμεσα είτε υπαινικτικά επιφόρτιζε τον εαυτό του ή τον κύκλο του έχοντας ως υπόδειγμα και τον κύκλο του Stefan George–, και βασίζεται σε μια οργανική αντίληψη του «έθνους», ως ενότητα των μυστικών δυνάμεων του λαϊκού πνεύματος, αποτελούσε την «ορθή» λύση στα μεσοπολεμικά αδιέξοδα. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούσε, η φασιστική λύση –που ασυνείδητα είχε αναλάβει κοσμοϊστορική αποστολή– δεν θα ’πρεπε να προσπερνιέται αδιάφορα.
Ο Κ. Τσάτσος αφενός επικαλείτο τη μοντέρνα επιστήμη για να ενισχύσει την ιδεαλιστική θέση, θεωρώντας τη ταυτόχρονα απλώς «μέθοδο», ανίκανη να συμβάλει στην «ηθικοποίηση» του ανθρώπου. Αφετέρου, εκκινώντας από νεοκαντιανές προκείμενες, την υπήγαγε στην αυτενεργό συνείδηση η οποία ενείχε τους όρους που καθιστούν τη γνώση της πραγματικότητας, όπως και την επιστήμη εν γένει, εφικτή και αντικειμενική. Η αυτενεργός συνείδηση, η μη υποκείμενη σε οποιονδήποτε παράγοντα –οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό– της αισθητής πραγματικότητας, έθετε ελεύθερα ερωτήματα –τις ιδέες του νου– για το όλο του κόσμου, προκειμένου να βρει ό,τι θα ικανοποιήσει την ανάγκη ολοκλήρωσης που έχει. Κείμενος, έτσι, ο νους έξω από τη σφαίρα του Όντος, μπορούσε να «επικοινωνήσει» με το Δέον, τις αξίες, και στη βάση αυτού να παρέμβει στην ιστορία διαμορφώνοντας κάθε πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας. Επιστήμη, τεχνολογία και οικονομία δεξιώνονταν από τον Τσάτσο εντός του εξής πλαισίου: ηθική πραγμάτευση του κοινωνικού ζητήματος και εμποτισμός της επιστήμης και της τεχνολογίας/οικονομίας από αξίες. Στο προαναφερθέν πλέγμα προστίθεντο στοιχεία τα οποία αποστασιοποιούνταν ρητά από τη φιλελεύθερη θέσμιση –τα οποία είτε θύμιζαν συντηρητικούς φιλελεύθερους διανοουμένους, είτε σχετίζονταν με επεξεργασίες επιφανών θεωρητικών του ιταλικού φασισμού, όπως οι Gentile, Spirito, Panuccio και Rocco που αφορούσαν στο «ηθικό Κράτος», είτε είχαν να κάνουν με ρητή επίκληση αυταρχικών θεωρητικών, όπως ο Karl Larenz– τείνοντας σε πολιτικές αυταρχικής/ολοκληρωτικής ρύθμισης με βάση τον «πολιτισμό» και την «ελληνική ιδέα». Στο κείμενό του με τον εύγλωττο τίτλο «Η αποστολή της φιλοσοφίας του δικαίου εν τω συγχρόνω πολιτισμώ» επιχειρούσε να μεταβεί από μια ιστορία της φιλοσοφίας σε μια πολιτική εν πολλοίς «αποστολή»: απέρριπτε τη φιλελεύθερη αντίληψη περί της πολιτείας διότι εμφάνιζε την τελευταία «[…] ως απλούν παραπλήρωμα και δη […] κατ’ αξίαν κατώτερον της ηθικής», ανέφερε εκείνους τους πολιτειακούς τύπους που επιπροσέθεταν «δημιουργικά γνωρίσματα» επεκτείνοντας τους «κύκλους της ενεργείας της», αναγόρευε την πολιτεία σε έσχατο σκοπό, ιδέα, που υπηρετούσε την ιδέα της ελευθερίας θετικά, αποβλέποντας στην εσωτερική και πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου· έτσι, κι αφού αναγνώριζε την υλική ευδαιμονία και τη δυναμική επικράτηση θεωρούνταν ως μέσα της πολιτείας για την πραγμάτωση του μόνου κατά λόγον σκοπού, της παιδείας που στηρίζεται στο παρελθόν, αλλά και στρέφεται προς την αρετή και τις νέες δυνάμεις της ζωής, της απέδιδε σαφή προτεραιότητα έναντι του ατόμου, θεωρώντας τη ως ενιαία ηθική και παιδευτική δύναμη με απεριόριστο πεδίο δράσης. Ο Τσάτσος γινόταν ο φιλοσοφικός της απόστολος στον αγώνα εναντίον των πολιτικών όψεων του υλισμού. Η ιδεοκρατική φιλοσοφική σκέψη προικιζόταν με το πρόσθετο πλεονέκτημα του «ελληνικού» ριζώματός της προτάσσοντας μια ρύθμιση με άξονα την ιδέα του –φυλετικά και στατικά οριζόμενου– «έθνους» και προσδοκώντας να πληρώσει το ιδεολογικό κενό του ελληνικού μεσοπολέμου.
Ο Μεταξάς οικειοποιήθηκε τεχνολογία και επιστήμη επίσης στο πλαίσιο της διάκρισης Kultur–Zivilisation. Ο πνευματικός πολιτισμός των υψηλών αξιών και των μεγάλων ουσιών έπρεπε να εμποτίσει τον άψυχο πολιτισμό της τεχνοεπιστήμης, εμποδίζοντας τις εκτροπές τού τελευταίου. Ως προϋποθέσεις εκπλήρωσης του αγαθοποιού ρόλου της τεχνολογίας, προσδιόριζε την ενσωμάτωσή της στις δομές ενός αυταρχικού Κράτους με ισχυρή κυβέρνηση και την παράλληλη υπαγωγή της στις θεμελιώδεις αρχές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου –Θρησκεία, Πατρίδα, Οικογένεια, αφοσίωση σε Κράτος και Βασιλιά, ηθικοποίηση της νεολαίας, κοινωνική αλληλεγγύη. Η μεταξική διακυβέρνηση ενίσχυσε την εκτελεστική εξουσία ωθώντας στις ακραίες τους συνέπειες τις πρακτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων. Επέβαλε την υποχρεωτική κρατική διαιτησία στις διαφορές εργοδότη-εργαζομένων, εφάρμοσε τον νόμο των κοινωνικών ασφαλίσεων και κινήθηκε στην κατεύθυνση της κορπορατιστικής κοινωνικής οργάνωσης, επέτεινε την κρατική παρέμβαση στην οικονομία διαμορφώνοντας ένα αυταρχικό και οργανωμένο πλαίσιο λειτουργίας, χωρίς βέβαια να αντικαταστήσει την ιδιωτική πρωτοβουλία και διατήρησε τη λειτουργία του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου στο πλαίσιο του 1932. Ο Μεταξάς, επιπλέον, σχεδίαζε μια συνταγματική μεταρρύθμιση, επιζητώντας να προσφέρει λαϊκή βάση σε μια αυταρχική εξουσία. Τέλος, όχι όμως και χωρίς σημασία, η δίωξη του κομμουνισμού βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Η οργανωμένη πολιτική ρύθμιση αποτελούσε κατά τον Μεταξά το προσφορότερο πλαίσιο για την τεχνικοεπιστημονική ανάπτυξη. Και τούτο, διότι διευκόλυνε τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τεχνικών έργων παρακάμπτοντας τις χρονοβόρες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Δεύτερον, διότι πληρούσε με κοινωνική αλληλεγγύη και εθνικό μεγαλείο τους άψυχους αρμούς των τεχνολογικών δικτύων. Τέλος, διότι η ενσωμάτωση της τεχνοεπιστήμης στις δομές ενός οργανικού Κράτους κινητοποιούσε την τεχνικοεπιστημονική δραστηριότητα προκειμένου να εισφέρει στην πρόοδο της εθνικής κοινότητας, στην ηθικοποίηση της κοινωνίας και στη βαθύτερη θεμελίωση της εθνικής ιδέας. Γι’ αυτό και τεχνολογία και επιστήμη υποχρεούνταν και καλούνταν να καταβάλουν στο καθεστώς το αντίτιμο της προσφερόμενης αρωγής. κι ήταν πολλοί οι επιστήμονες και οι μηχανικοί οι διατεθειμένοι να το πληρώσουν.
Ο Δ. Καρανόπουλος π.χ., επειδή αναγνώριζε την αξία της προπαγάνδας για την παγίωση των «νέων δογμάτων» και τη θεμελίωση των «νέων καθεστώτων», οραματιζόταν ότι «ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών θα αποτελέση τον τηλαυγή φάρον του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, τον οποίον ο Κυβερνήτης του Κράτους εφιλοδόξησε να θεμελιώση,–θα αποτελέση μεγάλην δύναμιν εις τας χείρας του Κράτους ειρηνικής επεκτάσεως της αιωνίας Ελλάδος και θα καταστή τέλος σημαντικός παράγων διά την εξανθρωπιστικήν και αφομοιωτικήν προσπάθειαν του Έθνους». Ο Φρίξος Θεοδωρίδης καταδείκνυε ότι η μηχανή –πολεμικό αεροπλάνο– μπορούσε να αποτελέσει το χαλύβδινο κρηπίδωμα της πνευματικότητας του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, ενώ ο βιολόγος Θρασύβουλος Βλησίδης πιστοποιούσε ότι «αι βάσεις της πολιτικής του Νέου Κράτους είναι επιστημονικώς ορθαί».
Οργανικοί διανοούμενοι του καθεστώτος, όπως ο Δ. Βεζανής, τόνιζαν ότι η εκπαίδευση της 4ης Αυγούστου έπρεπε να εμπνέει στη νεολαία την επιθυμία της θυσίας, την αντοχή στον πόνο και την αντιδημοκρατική πίστη, να δημιουργεί «νεότητα ισχυρά και φρονηματισμένη». Οι Κυριακόπουλος και Κύρου εξέφραζαν την ευαρέσκειά τους για το ότι η 4η Αυγούστου εναρμονιζόταν με τον «συνεχή εγκαινιασμό» εθνικών κρατών και τα νέα ιδεώδη τους (Μητέρα-Γη, φυλετικές-εθνικές παραδόσεις, άρνηση διεθνισμού) και προσέδιδε νέο νόημα στις ζωές των ανθρώπων επιτελώντας ιστορική/παιδευτική αποστολή ως «ολοκληρωτικό κράτος» ισοδύναμο της αρχαίας πόλης, το οποίο διεπόταν από ενότητα και αποτελούσε οργανισμό που δεν έρχεται και παρέρχεται, όπως τα μεμονωμένα άτομα. Ο Ευάγγελος Κυριάκης τόνιζε ότι οι απόψεις του Μεταξά στηρίζονταν στον Spengler κι ο Αρίστος Καμπάνης προσδιόριζε ως εχθρό του καθεστώτος τη «διανοητική ρύπανση» που εκπροσωπούσαν φιλελευθερισμός, μαρξισμός, αισθητισμός, φεμινισμός και φροϋδισμός. Τέλος, στο Νέον Κράτος δημοσιεύονταν άρθρα-συνεργασίες εξεχόντων συντηρητικών επαναστατών και φασιστών διανοουμένων, όπως οι Gonzague de Reynold, Manfred Zapp (Portugal als autoritärer Staat), Eduard Beau, και Friedrich Sieburg (New Portugal), που εξυμνούσαν τον «μύθο» του Σαλαζάρ και τα επιτεύγματα της Νέας Πορτογαλίας.
Εντός της δικτατορίας Μεταξά ο Η. Ηλιού με το Κουτιών Εγκώμιο πραγματοποιούσε τη δική του παρέμβαση, προκειμένου να υποστηρίξει προγραμματικά τη μοντερνιστική αρχιτεκτονική ενάντια στις μομφές των «φιλοκάλλων» ότι ήταν αντεθνική και απομάκρυνε τους γηγενείς από τους αιώνιους ελληνικούς ρυθμούς. Ο Ηλιού υπεράσπιζε τις πολυκατοικίες –τα υποτιμητικά αποκαλούμενα «κουτιά»– και διότι επανέφεραν ξεχασμένα στοιχεία της εθνικής αρχιτεκτονικής, αλλά και στη βάση λειτουργιστικών επιχειρημάτων: το κουτί, ως τεχνολογικό επίτευγμα και μεταφορά της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, παρουσιαζόταν ως σύμβολο ευταξίας, καθαριότητας, οικονομίας χώρου, συγκέντρωσης ομοειδών αντικειμένων για την εύκολη μεταφορά τους. Πληθώρα τόπων του μοντερνισμού και του λειτουργισμού για τη μαζική κοινωνία παρατίθεντο συμπυκνωμένοι σε αυτές τις διατυπώσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν έλειπαν και οι ντετερμινιστικές προσλήψεις της αυτόνομης τεχνολογίας στις οποίες δεν εντοπιζόταν βέβαια η θρηνωδία της παρακμής: τα νέα υλικά –μπετόν, γυαλί, μέταλλο– υπαγόρευαν νέες μορφές και ρυθμούς· κι όσο για τις ενστάσεις περί της αισθητικής, ο Ηλιού τόνιζε πώς ήταν θέμα χρήσης των νέων δυνατοτήτων: το υπερβατικό «μέγεθος» της ψυχής –κοινός τόπος σε Μεταξά, Θεοτοκά, Κανελλόπουλο– ήταν αυτό που θα μορφοποιούσε το υλικό. Κι εξάλλου δεν ήταν δυνατό «η μοντέρνα αρχιτεκτονική να δυσφημιστεί από την ύπαρξη μερικών αρχιτεκτόνων, όπως δε δυσφημίστηκε ο ρωμαντισμός με την ύπαρξη του Τυμφρηστού, ούτε ο σουρρεαλισμός με την Υψικάμινο». Η λύση που ο ίδιος έβρισκε προκειμένου να συναρμοσθεί ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός με την καλαισθησία, δεν απέκλινε από τις προτεινόμενες της εποχής του: ενεργός παρέμβαση του κράτους για τη διαμόρφωση εκείνων των ιδιοκτησιών που απαιτούνται για την ανέγερση υψηλών κτηρίων, έμφαση στην ιδέα του σχεδιασμού, αν και αφήνονταν σοβαρά περιθώρια στην ατομική πρωτοβουλία –και ελευθερία. Η ένσταση περί της πληκτικής και ανιαρής ομοιομορφίας που χαρακτήριζε τις μοντέρνες οικοδομές απορριπτόταν με επιχειρήματα που θύμιζαν αριστερές εκδοχές οικειοποίησης του Amerikanismus, οι οποίες κυμαίνονταν από τους Σουηδούς φονξιοναλιστές και σοσιαλδημοκράτες, καθώς και τους Γερμανούς ομολόγους τους μέχρι τον λενινιστικό ενθουσιασμό για τον ταιϋλορισμό: δεδομένου ότι όλοι οι κλάδοι της υλικής παραγωγής ορίζονταν από το standard και τη ρασιοναλιστική οργάνωση της παραγωγής η ομοιομορφία θεωρείτο απότοκο μιας εποχής μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης· οι λειτουργιστικές αρετές των μοντερνιστικών τεχνουργημάτων/αρχιτεκτονημάτων και η ανάδειξη των αρετών της απλότητας και της λιτότητας ενάντια στην εκζήτηση του νεοκλασσικισμού ανέδιδαν κατά τον Ηλιού ένα γνήσιο και συγκινητικό ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, κάτι που τον έκανε να τα χαρακτηρίζει Παρθενώνες και cathédrales του 20ού αιώνα.
Συμπεράσματα
Το ζήτημα της τεχνολογίας και της επιστήμης κατέστη οργανικό στοιχείο της ιδεολογικής διαμάχης στη μεσοπολεμική Ελλάδα, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τα θέματα του εκσυγχρονισμού και της προόδου. Πολιτικοί, διανοούμενοι, μηχανικοί και επιστήμονες ενεπλάκησαν ενεργά στις σχετικές διαμάχες επιχειρώντας να συνδέσουν την τεχνολογική ανάπτυξη με την αναγκαιότητα υπέρβασης της οξείας κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής κρίσης. Η έμφαση σε μια επαναπροσδιορισμένη εθνική πολιτισμική κληρονομιά ως νέο ιερό καταφύγιο (“sacred canopy”), όπως το θέτει ο Roger Griffin, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με ένα επιθυμητό κεντρικό ρόλο για το κράτος, ένα Κράτος-Καλλιεργητή κατά τον Bauman, σχετίστηκε με την αποστροφή για τον κοινοβουλευτισμό και την υπονόμευσή του. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συντηρητικές ιδέες διαδραμάτισαν καίριο ρόλο, η ανανεωμένη –και γερμανικής έμπνευσης– εθνικιστική οπτική γωνία καθόρισε το ποια έπρεπε να είναι η αποστολή του ελληνικού λαού εν γένει, αλλά και της τεχνολογίας-επιστήμης ειδικότερα. Με αυτή την έννοια, το σχέδιο τεχνολογικής ανάπτυξης του Μεταξά, το συνδεδεμένο με τον ευρύτερο αντικοινοβουλευτικό/αντικομμουνιστικό προσανατολισμό του, η προτεραιότητα της ηθικής έναντι της κοινωνικής ελευθερίας, όπως επιτελείται από τον Τσάτσο, και οι αυταρχικές της συνέπειες, όπως και η υψηλόφρων, αλλά και ολοκληρωτική, εξύμνηση της Kultur από τον Κανελλόπουλο, εγγράφονται, παρά τις διαφορές τους, σε μια τέτοια προοπτική. Εντούτοις, και στις άλλες πλευρές του πολιτικού φάσματος δεν εμφανιζόταν ιδιαίτερη συμπάθεια για πολλές όψεις της φιλελεύθερης νεωτερικότητας: ο αστικός εκσυγχρονισμός του Βενιζέλου συνδυαζόταν με την αυταρχική βούληση ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας· ο «νέος ανθρωπισμός» του Θεοτοκά με τη διάγνωση του τεχνολογικού «μηδενισμού» και τις πολιτισμικές της συνέπειες που μόνο με κορπορατιστικές λύσεις μπορούσαν να αναχαιτισθούν· ο κομμουνιστικός ανθρωπισμός του Γληνού με τη μυστικοποίηση της εξουσίας, απότοκο της δίχως διερώτηση αποδοχή της «επιστήμης», και με την άκριτη αποδοχή του σοβιετικού μοντέλου· στην περίπτωση του Ηλιού, τέλος, η ένθερμη εξύμνηση του τεχνολογικού μοντερνισμού συνδεόταν με την απουσία αναστοχασμού όσον αφορά το πλαίσιο και τους εμπλεκόμενους στη χρήση και τον σχεδιασμό της τεχνολογίας φορείς, κάτι το οποίο, βέβαια, αφορά και όλους τους προηγούμενους στοχαστές και πολιτικούς.
Σύντομο βιογραφικό
Ο Βασίλης Μπογιατζής γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Είναι μέλος ΕΔΙΠ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Από τις εκδόσεις Ευρασία κυκλοφορεί το βιβλίο του Μετέωρος Μοντερνισμός. Τεχνολογία, Ιδεολογία της Επιστήμης και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, 1922-1940 (Αθήνα 2012) και από τις εκδόσεις Ταξιδευτής (Αθήνα 2017) το Αναζητώντας «ιερό καταφύγιο»: ο Αλέξανδρος Δελμούζος και η σύγχρονή του ελληνική διανόηση (με τον Γ. Κόκκινο).