To δοκίμιο της M. Ozouf δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Le Nouvel Observateur, («Spécial XIXe siècle», n° 2250-2251, 20 décembre 2007-2 janvier 2008).
Μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης
Είναι ένα ορφανό, που έχει ξεκληριστεί. Γεννήθηκε μες στον ορυμαγδό μιας επανάστασης: τα νιάτα του τα πέρασε στη σκληρή πειθαρχία των στρατοπέδων και των πεδίων μάχης· δεν ξέρει με βεβαιότητα το ποιόν των γονιών του: δήμιοι; θύματα; άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο; Θρηνεί για τον αφανισμό της γενιάς του· θα ήθελε να τα ξεχάσει όλα, μα όσο περισσότερο προσπαθεί τόσο λιγότερο τα καταφέρνει· αισθάνεται ότι είναι ο πρώτος που πατάει το πόδι του σ’ έναν κόσμο αγνώριστο, και ότι πρέπει να επινοήσει τα πάντα εκ νέου, μα σε κάθε του βήμα τον πλημμυρίζουν οι αναμνήσεις, ζει στοιχειωμένος από τις άδηλες ρίζες του. Αυτό το ορφανό από μάνα παιδί, με το ανήσυχο βάδισμα και την απρόβλεπτη πορεία, είναι ο 19ος αιώνας.
Μόλις ρίχνει μια ματιά στον κόσμο που τον περιστοιχίζει, δεν βρίσκει τίποτε να τον καθησυχάσει. Λίγο να μακροημερεύσει, αυτός ο αιώνας, και τι δεν θα έχει δει να συμβαίνει! Έναν μικρό κορσικανό στρατιώτη να οδηγεί τους γάλλους χωρικούς ώς τη Μόσχα, και να στέφεται από έναν πάπα· έπειτα, δύο χηρεύσαντες από θρόνο βασιλείς να πασχίζουν να κρατήσουν ενωμένες, υπό το κράτος ενός ανίσχυρου νόμου, δύο Γαλλίες που είχαν γίνει ξένες η μία προς την άλλη· άλλον έναν βασιλιά, γιο βασιλοκτόνου, ο οποίος (το αποκορύφωμα!) δίνει στη βασιλεία του το όνομα της επανάστασης κάποιου μηνός Ιουλίου· εν συνεχεία, κάτι θεατρίνους ρεπουμπλικάνους, τυλιγμένους με την περιβολή των αρχαίων προγόνων, να έχουν βαλθεί να πιθηκίζουν τη λέσχη των Ιακωβίνων· τέλος, έναν σαινσιμονικό τυχοδιώκτη, εθισμένο στις βρωμοδουλειές και στις αποτυχημένες απόπειρες, να καυχιέται ότι συναγωνίζεται τον θρυλικό θείο του και να καταλήγει να γίνει ο ίδιος ένας Ναπολέων. Αυτή η αλλόκοτη παράσταση παίζεται σ’ έναν τόσο ασθμαίνοντα ρυθμό που μετά βίας μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τα επεισόδιά της, να ελέγξει την πορεία της, και ν’ αντικρίσει κάτι άλλο πέρα από μια τερατώδη παρωδία.
Ο κοινωνικός κόσμος που προέκυψε από την Επανάσταση δεν επιτρέπει πλέον να τον αποκρυπτογραφήσει κανείς με ευκολία. Ο Αστικός Κώδικας έχει τώρα οργώσει με το εξισωτικό του άροτρο τα μυαλά των ανθρώπων. Δεν υπάρχουν πλέον κάστες, κοινωνικές σειρές, προνόμια. Κανείς δεν γνωρίζει σε τι συνίσταται η νόμιμη αυθεντία. Βλέπεις παντού γιούς που σηκώνουν κεφάλι απέναντι στον πατέρα τους, γυναίκες που ατιμάζουν τους συζύγους τους, υπηρέτες έτοιμους να μετατραπούν σε κυρίους. Δούκισσες που συναναστρέφονται με τοκογλύφους, γυναίκες αμφιβόλου ηθικής ξετρελαμένες με τον αστικό γαμό, καθώς πρέπει κυρίες με τρόπους πόρνης, μαραγκούς που γίνονται κόμεις, μπακάληδες που μεταμορφώνονται σε συμβολαιογράφους. Ο Θεός αγνοείται, χωρίς να ξέρει κανείς πού, ούτε γιατί. Αίφνης, οι προλήψεις ανθούν, τα πάθη αποχαλινώνονται, και ο βασιλιάς χρήμα σπρώχνει τους πάντες στον χορό ενός αχαλίνωτου ανταγωνισμού.
Στο λυκόφως του αιώνα, οι συγγραφείς παρατηρούν αυτό το θέαμα με αμηχανία. Θα ήθελαν -είναι η κοινή επιδίωξη του Σταντάλ και της Μαντάμ ντε Σταλ- να προσφέρουν στους αναγνώστες μια αναγεννημένη λογοτεχνία, που να συνάδει με τον κόσμο της ισότητας. Μα δεν αναγνωρίζουν πλέον το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Άλλοτε οι αναγνώστες μοιράζονταν τις συνήθειες, τις προτιμήσεις και τις αναφορές των συγγραφέων. Σύχναζαν στα ίδια σαλόνια, είχαν διαβάσει τα ίδια βιβλία, χρησιμοποιούσαν την ίδια γλώσσα. Αλλά το παλαιό καθεστώς των γραμμάτων εξαφανίστηκε μαζί με το άλλο. Στην αστική κοινωνία, όπου πρέπει κανείς να παράγει, ν’ αγοράζει, να πουλάει, πώς να βρεθεί χρόνος για αφιλοκερδή ανάπαυλα; Ο συγγραφέας πρέπει να ευχαριστήσει ένα πλήθος συγκεχυμένο, πολυάσχολο, διεκπεραιωτικό, αδιάφορο απέναντι στις λογοτεχνικές χάρες.
Ιδού η ευκαιρία του μυθιστορήματος. Πολύμορφο, αντάξιο των ταραγμένων εποχών και των παράδοξων πνευμάτων. Απελευθερωμένο από κάθε δεσμευτικό κανόνα. Ευέλικτο, ελαστικό, μπορεί ν’ ακολουθήσει ελεύθερα τα βήματα αυτού που είναι τώρα πια ο βασιλιάς της νεωτερικότητας: του ατόμου. Σε μια κοινωνία όπου κανείς δεν είναι πλέον κάτοχος μιας καθορισμένης θέσης, στην ουσία ο καθένας αποκτά τη θέση του καταβάλλοντας κόπο, διεκδικεί θορυβωδώς τα δικαιώματά του, είναι πεπεισμένος ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο για εκείνον. Ε να λοιπόν γιατί το αληθινό, το μέγα μυθιστορηματικό πρόσωπο του αιώνα είναι ο Ναπολέων. Όχι μόνο επειδή μπόρεσε να διαπράξει σωρεία κατορθωμάτων. Μα ακόμη περισσότερο, επειδή ήταν αυτοδημιούργητος, μοναχικός τεχνουργός του ονόματος και της δόξας του. Ποιος μάντης θα προμήνυε ένα τόσο θαυμαστό πεπρωμένο;
Το ένδοξο αυτό πρότυπο ανοίγει ταυτόχρονα στο μυθιστόρημα και στη νεανική φιλοδοξία μια ανεξερεύνητη επικράτεια· με τέτοιες εικόνες κατά νου, οι νέοι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν, ν’ αγαπήσουν, να επιτύχουν, υπερβαίνοντας τους καθορισμούς του περιβάλλοντός τους. Προσπαθούν να κατακτήσουν κάτι που σε άλλες εποχές θα ντρέπονταν και μόνο με την επιθυμία του, και οι μυθιστοριογράφοι απολαμβάνουν να διηγούνται τούτες τις πρωτάκουστες ιστορίες. Ένας άσημος εργάτης κεραμοποιίας, ορθώς επονομαζόμενος Τασερόν, καταφέρνει, σ’ ένα χωριό της Λιμουζέν, να γίνει ο εραστής της σεβαστής κυρίας Γκρασλέν (Ο εφημέριος του χωριού)· ένας γιος ξυλοκόπου κατορθώνει να σκαρφαλώσει νύχτα στο παράθυρο μιας επηρμένης αριστοκράτισσας, η οποία ενδίδει, προσφέροντάς του επιπλέον μια εξαίσια συγκίνηση: “Θα γινόταν ένας Δαντόν;” (Το κόκκινο και το μαύρο). Οι νεαρές κοπέλες έχουν επίσης κυριευτεί από τον βολονταρισμό των δημοκρατικών καιρών, έστω κι αν επρόκειτο να συγκεντρώσουν στο πρόσωπό τους τις κοινωνικές μειονεξίες: φτώχεια, μοναξιά, άγνοια, χοντροκοπιά (Λαμιέλ). “Για μια υπόθεση που αφορά εμένα και μόνο, δεν θ’ ακούσω παρά μόνο τον εαυτό μου”, αυτή είναι από ‘δω και στο εξής η γλώσσα των άδολων κορασίδων (Ο χορός του Σο). Οσονούπω, θα τις δούμε να βάλλουν κατά της μοιρασιάς της τύχης, και του γάμου χωρίς έρωτα. Όλες και όλοι έχουν λάβει το ναπολεόντειο μάθημα: ότι εναπόκειται στον καθένα να γίνει πρωταγωνιστής της ζωής του, να απαιτήσει απ’ αυτήν να εκπληρώσει την προσδοκία και τις επιθυμίες του.
Αδέσμευτο από κάθε ενότητα χρόνου, το μυθιστόρημα ακολουθεί τη διαδρομή του όπως αυτό θέλει. Μπορεί με δυό λέξεις να διασχίζει την απόσταση μερικών χρόνων: “Η Τιτίκα μεγάλωνε”, και να που έχουν παρέλθει κιόλας δέκα χρόνια (Οι Άθλιοι). Μπορεί να ονειρεύεται, να ρεμβάζει, ν’ αφιερώνει ολόκληρες σελίδες στην περιγραφή ενός μπουκέτου λουλούδια (Το κρίνο στην κοιλάδα). Του τυχαίνει επίσης να στρέφεται προς τα πίσω. “Ας επιστρέψουμε πίσω, είναι ένα απ’ τα δικαιώματα του αφηγητή”, λέει ο Ουγκό. Έχει λοιπόν την θαυμαστή ικανότητα να περιγράφει τους μετασχηματισμούς που επιφέρει το νέο δίκαιο των ατόμων: απρόσμενες κοινωνικές αναρριχήσεις, αιφνίδιες καταρρεύσεις, ανακάμψεις, χρεωκοπίες, παλιγγενεσίες. Ας αναλογιστούμε μόνο εκείνη τη γλυκιά κοπέλα, της οποίας τα γιλέκα με πούλιες προξενούν τον θαυμασμό στα σαλόνια του Σωμύρ (Ευγενία Γκραντέ). Λίγη υπομονή, και ιδού εκείνος ο πτωχεύσας Σαρλ, εξόριστος στην Αμερική, νεόκοπος πειρατής, δουλέμπορος, αρκούντως πλούσιος ώστε να επιστρέψει και να νυμφευθεί μια άσχημη δεσποινίδα, να γίνει ευπατρίδης του βασιλικού θαλάμου, και να πτωχεύσει εκ νέου σε συνθήκες ασφυξίας.
Ελεύθερο καθώς είναι από κάθε ενότητα χρόνου, το μυθιστόρημα είναι εξίσου αδέσμευτο από την ενότητα του χώρου. Έχει λάβει το δώρο της κινητικότητας, μετακινείται οριζοντίως, από την υπνώττουσα επαρχία στην φρενήρη πρωτεύουσα, και καθέτως, από το πατάρι στον υπόνομο· της πανταχού παρουσίας, εφόσον έχει το βλέμμα του στραμμένο την ίδια στιγμή στο θέατρο, στη θεία λειτουργία, στο καταγώγιο, στο τραπέζι και στο κρεβάτι. Γνωρίζει τα πάντα γύρω από τους υπολογισμούς των πολιτικών, τα όνειρα των φιλοσόφων, τους κυβερνητικούς ανασχηματισμούς, τις θεατρικές επιτυχίες, τις στασιαστικές διαθέσεις που κυκλοφορούν στον αέρα. Αλλά ενδιαφέρεται εξίσου για τα σάλια, τα μποτίνια, τα ντιβάνια, τις ταμπακέρες, για το τραγούδι που τρυπώνει στα χείλη, για μια κρεατοελιά σ’ ένα μάγουλο. Είναι ένας παλαιοπώλης, ένας ρακοσυλλέκτης λεπτομερειών. Πώς και δεν κλονίστηκε η θέση του σ’ αυτόν τον παρδαλό, αεικίνητο, ετερόκλητο αιώνα, όπου οι πολιτικοί σεισμοί πολλαπλασίασαν τις απροσδόκητες διασταυρώσεις και τις άγνωστες ποικιλίες; Ιδού λοιπόν γιατί τα μυθιστορήματα του αιώνα βρίθουν από φιλελεύθερους ιακωβίνους, βοναπαρτιστές ρεπουμπλικάνους, κομμουνιστές μαρκησίους, σατανικούς εφημέριους, επισκόπους κατηγορούμενους για ιεροσυλία. Από τον κοινωνικό πυθμένα ανέρχονται ασταμάτητα πεπρωμένα που μέχρι χθες φάνταζαν αδιανόητα.
Κατανοούμε καλύτερα, έτσι, την επιτυχία των Αθλίων, εμβληματικού βιβλίου του αιώνα. Βιβλίο χείμαρρος, που παρασύρει υλικά οποιασδήποτε πηγής, χωρίς να πολυενδιαφέρεται να τα συνδέσει, όπου πελώριες παρεκβάσεις (για την αργκό, τα μοναστήρια, το πεδίο μάχης του Βατερλό, τις ανταρσίες και την εξέγερση) δεν σταματούν να ξεδιπλώνονται γύρω απ’ τον κορμό της ερωτικής ιστορίας. Μυθιστόρημα των προσμίξεων: άγιοι και καθάρματα, αδέκαστοι αγωνιστές και κλεφτρόνια, αθώοι άγγελοι και δαίμονες της διαστροφής, εκ των οποίων ο κεντρικός ήρωας, Γιάννης Αγιάννης, είναι ο πρίγκιπας των μεταμορφώσεων. Μυθιστόρημα τέρας, που κατορθώνει να κατακτήσει εκατομμύρια αναγνώστες, ενίοτε μάλιστα μετά βίας εγγράμματους. Μυθιστόρημα ηχώ ενός ολόκληρου λαού.
Οι μυθιστοριογράφοι δεν αντιλήφθηκαν αμέσως ότι το μυθιστόρημα ήταν ο προνομιακός παρατηρητής μιας κοινωνίας εν τη γενέσει της, ο σκηνοθέτης της ριζικής αστάθειας του αιώνα. Ο Μπαλζάκ λάτρευε την εποποιία, ο Σταντάλ πρόσμενε μια μελλοντική του επιτυχία στο θέατρο, ο Ουγκό τοποθετούσε τα θεατρικά του υπεράνω όλων των άλλων έργων του. Όλοι τους άργησαν να γιορτάσουν τον θρίαμβο του μυθιστορήματος. Εξάλλου, άπαξ και το ‘καναν, κακοί οιωνοί τούς ανακοίνωναν ότι έπρεπε ν’ ανησυχούν. Γιατί το μυθιστόρημα έχει έναν και μοναδικό κεντρικό ήρωα, το άτομο. Πότε-πότε πρόκειται για κάποια ισχυρή προσωπικότητα, αλλά οι μεγάλοι άνδρες σπανίζουν στα χλιαρά ύδατα της δημοκρατίας, και ο Σατωμπριάν υποπτεύεται ότι το είδος τους έσβησε μαζί με τον Ναπολέοντα. Συμβαίνει συχνότερα το άτομο να μετατρέπεται σε βασιλιά της πεντάρας, περιστοιχισμένο από ένα πλήθος εξίσου ασήμαντων βασιλιάδων, προικισμένων με τα ίδια δικαιώματα, διψασμένων για τους ίδιους στόχους· κόκκοι άμμου στην έρημο. Κι αν ο αιώνας ρέπει όντως προς τούτη την έκλειψη των διαφορών, πού ν’ αναζητήσουμε τις ανομοιότητες, τις ιδιαιτερότητες, τα “καθαρά χρώματα” που ο Μπαλζάκ έκρινε αναγκαία σε κάθε μυθιστόρημα; Μπορεί κανείς να προεικάσει ότι η ακριβέστερη έκφραση της δημοκρατικής κοινωνίας του μέλλοντος θα είναι το “μυθιστόρημα του τίποτα”, της κοινοτοπίας και της ανίας. Στο πρόσωπο αυτής της Κασσάνδρας, αναγνωρίζουμε τον Φλωμπέρ.
Ο Φλωμπέρ άφησε οπωσδήποτε πίσω του μια σχολή βαρύθυμων επιγόνων. Όχι αναγκαστικά και καλών προφητών, ωστόσο. Διότι παρόλο που η επαναστατημένη Γαλλία εξάλειψε την ποικιλομορφία των κοινωνικών της ρόλων και θέσεων, αντάλλαξε τούτη την ποικιλομορφία με μιαν άλλη: εκείνη των επιθυμιών, των επιδιώξεων, των κινήσεων, των καταστάσεων ανταγωνισμού, συναλλαγής, επιτυχίας, απώλειας. Μεταξύ θεωρητικά ισότιμων όντων, ο ανταγωνισμός είναι περισσότερο αμείλικτος. Στο σημείο αυτό, φουντώνει η ματαιοδοξία, γαλλικό πάθος. Ο τελευταίος λόγος, ως συνήθως, ανήκει στον Μπαλζάκ: “Η ισότητα στη Γαλλία παράγει αναρίθμητες αποχρώσεις”. Όσο ο τυφλοπόντικας της ισότητας εργάζεται στο εσωτερικό του αιώνα, ευτυχισμένες μέρες περιμένουν τους δημιουργούς μυθιστορημάτων.
Πηγή: http://www.cairn.info