Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Pouvoirs (No 39, novembre 1986, p. 91-100).
Μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης
Οι γραμμές που ακολουθούν δεν προτίθενται ν’ αναλύσουν τον Μάη του ’68 ως πολυδιάστατη κρίση που συντάραξε, με τις πλατιά ετερογενείς εκφάνσεις της, τον φοιτητικό και εργατικό κόσμο, τη σφαίρα του κράτους, τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς. Αυτό που πρόκειται να αναλυθεί εδώ είναι ό,τι θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε το πνεύμα του Μάη: αυτό το σύνολο σημασιών, στοχεύσεων, διεκδικήσεων, στάσεων και τυπικών δράσεων εκείνης της στιγμής, που προσέδωσε στο κίνημα την αληθινή του ιστορική πρωτοτυπία. Πνεύμα του Μάη που συγκεκριμενοποιήθηκε ειδικότερα στο φοιτητικό κίνημα, πλείστα σημεία του οποίου εντοπίζει κανείς, εντούτοις, στη δράση των νέων εν γένει, μαθητών λυκείου ή εργατών. Το ουσιώδες κατά τη γνώμη μας, είναι ότι το πνεύμα του Μάη δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το πλαίσιο της ορμητικής ανόδου του σύγχρονου ατομικισμού, του οποίου αποτελεί μια ειδική περίπτωση, ενδεικτική μιας βαθιάς αναστάτωσης των κοινωνιών μας, έστω κι αν δεν διετέλεσε παρά μόνον έναν ενδιάμεσο, συνδετικό, βραχύβιο κρίκο μεταξύ δύο εποχών της ιστορίας των δημοκρατιών. Είναι αλήθεια ότι τον Μάη, οι νέοι εξεγέρθηκαν ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ύπαρξης που προκλήθηκε από την καπιταλιστική γραφειοκρατικοποίηση και την «καταναλωτική κοινωνία», μα ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια υπάρχει στον ισχυρισμό ότι το κίνημα σφραγίστηκε από διεκδικήσεις και αξίες ατομικιστικής φύσεως, οι οποίες περνούν πολύ συχνά απαρατήρητες. Αλίμονο, δεν τίθεται ζήτημα αναγωγής ενός κινήματος σαν κι αυτό του Μάη σε μία αποκλειστική αρχή: ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν εμφανώς παράλογο. Λόγοι συγκυριακοί, πολλαπλοί, προσφυείς στη Γαλλία της δεκαετίας του ’60, συνέβαλαν από κοινού στο σχηματισμό του πνεύματος του Μάη. Εκείνο που εκκρεμεί είναι ότι μάλλον δεν έχει υπογραμμιστεί επαρκώς ο ρόλος που διαδραμάτισαν στην κρίση του Μάη οι αξίες και οι αναπαραστάσεις που οργανώνουν βαθύτερα τη συλλογική και ατομική μας ζωή. Μόνον αν συσχετίσουμε τον Μάη με τη δυναμική και τις μεταμορφώσεις του δημοκρατικού ατομικισμού, θα μπορέσουμε να συλλάβουμε καλύτερα τη σημασία και τη θέση του φαινομένου στη μακρά διάρκεια των κοινωνιών μας.
Τον Μάη, κάνε ό,τι σου αρέσει
Το να κάνει κανείς λόγο για ατομικισμό στην περίπτωση του Μάη του ’68, παρουσιάζει εμφανώς μια κάποια παραδοξότητα. Παραδοξότητα, αν ακολουθήσει κανείς την πλέον κλασική προσέγγιση του φαινομένου, όπως αυτή που βρίσκουμε κατά κύριο λόγο στον Τοκβίλ. Ως γνωστόν, ο ατομικισμός παραπέμπει σ’ έναν ιστορικά προσδιορισμένο τύπο ύπαρξης, προσωπικότητας, επιθυμίας, που απορρέει από την κατάλυση της ιεραρχικής κοινωνικής τάξης, την κρατική συγκεντροποίηση, την άνοδο της ισότητας των συνθηκών. Στη διαδρομή του αυτή, ο ατομικισμός διακρίνεται από δύο συγγενικά στοιχεία που αναδεικνύουν την ίδια απίσχνανση του κοινωνικού δεσμού. Από τη μια μεριά, ένα φαινόμενο αναδίπλωσης στον εαυτό και έντονης επένδυσης στην ιδιωτική σφαίρα: τα άτομα «παίρνουν τις αποστάσεις τους», στρέφονται προς τον εαυτό τους, ακολουθούν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα εν όψει μιας καλύτερης ζωής για τα ίδια και τους οικείους τους. Από την άλλη, ένα φαινόμενο αποδέσμευσης από τα δημόσια πράγματα, απεμπλοκής από τις μεγάλες υποθέσεις που δεσμεύουν την τάξη της Πολιτείας: ισχνή συμμετοχή στις συλλογικές δραστηριότητες, αδιαφορία για τον συλλογικό δεσμό, «αποπολιτικοποίηση», διερμηνεύουν αυτή την υπεροχή του ατομικιστικού πνεύματος. Σ’ αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο, και μάλιστα αντιφατικό, να θεωρεί κανείς τον Μάη του ’68 ως ένα ατομικιστικό κίνημα. Τον Μάη, τελέστηκε κατ’ ουσίαν μια βραχεία μα έντονη δημόσια κινητοποίηση, μια μεγάλη συμμετοχή των ατόμων, ιδίως των νέων, στη συλλογική δράση και στην κοινωνική ζωή. Για αρκετές εβδομάδες, οι πολιτικές συζητήσεις (με την ευρεία έννοια του όρου) βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, δεν γίνεται λόγος παρά μόνο για μεταρρυθμίσεις στο Πανεπιστήμιο, κρίση του καπιταλισμού, κοινωνική επανάσταση, οι μαζικές διαδηλώσεις διαδέχονται βροχηδόν η μία την άλλη, παρακολουθούμε μια πρωτοφανή «ανάληψη λόγου» στις σχολές και στον δρόμο. Παντού τριγύρω λάμβανε χώρα μία ανατίμηση της συλλογικής δράσης, πυρετώδης εμπλοκή των φοιτητών στην κατάληψη των σχολών, σε ποικίλες συνελεύσεις και επιτροπές, πολιτικοποίηση των συζητήσεων, συναισθηματική συμμετοχή στο ξεδίπλωμα των ημερών. Στους αντίποδες ενός εγωκεντρικού ατομικισμού, ο Μάης του ’68 εμψυχώθηκε από ένα ιδεώδες αλληλεγγύης: αλληλεγγύη στους φυλακισμένους διαδηλωτές, στον λαό του Βιετνάμ, στους απεργούς εργάτες. Είμαστε όλοι Γερμανοεβραίοι. Γι’ άλλη μια φορά κάνει την εμφάνισή της η κόκκινη σημαία, τραγουδιέται και πάλι η Διεθνής. Το πνεύμα του Μάη παρέτεινε την ελπίδα και τις επαναστατικές χειρονομίες: το φοιτητικό κίνημα δεν οχυρώθηκε στον πανεπιστημιακό χώρο, στράφηκε, σύμφωνα με την επαναστατική παράδοση, προς την εργατική τάξη με την ελπίδα να προκαλέσει το ξέσπασμα μιας προλεταριακής μαχητικότητας που είχε καταπνιγεί, κατά τα λεγόμενα, από τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς. Το πνεύμα του Μάη επανεπένδυσε (μία τουλάχιστον από τις συνιστώσες του είναι αυτή) στην επαναστατική πίστη στο προλεταριάτο, προορισμένο για την αποστολή να κόψει την ιστορία στα δύο. Δεν ήταν παρά μόνο η αρχή, συνεχίζουμε τον αγώνα: και πράγματι, έμελλε να οξυνθούν οι συγκρούσεις, να ενεργοποιηθεί μια δυναμική αμφισβήτησης και κοινωνικής αναταραχής, να αναπτυχθεί ένας αγώνας διαρκείας με την πρόθεση νέοι και εργάτες να κινητοποιηθούν ενάντια στις δομές «του εργοδοτικού και αστυνομικού κράτους». Έστω κι αν δεν υπήρξε ποτέ ξεκάθαρη στοχοθεσία, έστω κι αν το κίνημα δεν επιδίωξε ποτέ την ανατροπή της εξουσίας, έστω κι αν χαρακτηρίστηκε από μια εντυπωσιακή αδιαφορία απέναντι στις αμιγώς πολιτικές διεξόδους, ο Μάης του ’68 εγγράφεται στη συνέχεια του επαναστατικού σκοπού και του σχεδίου του ν’ αλλάξει πέρα για πέρα την κοινωνία, να εισαγάγει μια τομή στο ιστορικό υφάδι ανάμεσα σ’ ένα πριν κι ένα μετά. Ο Μάης διέσπειρε, για μερικές εβδομάδες, την επαναστατική ελπίδα ότι «όλα είναι δυνατά» σε χίλιους δυό τόπους της αποκαρδιωτικής λατρείας της ιδιωτικής ύπαρξης.
Ωστόσο, αυτή δεν είναι παρά μόνο μία πλευρά του φαινομένου. Διότι, από μια άλλη άποψη, ο Μάης του ’68 έφερε στο φως μια έκρηξη πόθων και διεκδικήσεων καθαρά ατομικιστικού τύπου. Και είναι αναμφίβολα τούτη η συνιστώσα του που, στην ιστορική κλίμακα, είναι η πλέον σημαίνουσα, παρόλο που δεν αποτιμάται πάντα ο ακριβής της ρόλος, λόγω ακριβώς του κύρους που συνοδεύει την επαναστατική πνοή. Ατομικισμός του Μάη που δεν τον οδηγεί παρά στην ενσάρκωση μιας εκ των πιθανών παραλλαγών της ατομικιστικής ιδεολογίας (της ακραίας), όπως την ανέδειξε ο Λουί Ντυμόν υπό το φως της ανθρωπολογικής και συγκριτικής του προοπτικής. Η σύγχρονη ατομικιστική ιδεολογία παρουσιάζει το σπάνιο στην ιστορία των κοινωνιών χαρακτηριστικό, ότι καταφάσκει στο ιδεώδες της ισότητας και της ατομικής αυτονομίας· το κοινωνικό άτομο έρχεται πρώτο, αναγνωρίζεται ως ελεύθερο και ανεξάρτητο, είναι ο πόλος της ύψιστης αξιοδότησης. Στο επίπεδο του δικαίου, το συλλογικό όλον δεν αποτελεί πλέον παρά ένα εξάρτημα του αυτάρκους ατόμου, το οποίο υφίσταται πρωτίστως χάριν του εαυτού του. Πώς να μην εντοπίσει κανείς, έτσι, στο πνεύμα του Μάη μια ιδιαιτέρως υποδειγματική έκφραση τούτης της επικράτησης της ατομικής ενότητας; Πρέπει να κάνουμε λόγο για έναν ατομικισμό του Μάη, από την άποψη ότι η έκκληση για συλλογικές μάχες ουδόλως κατέπνιξε την αρχή της πρωτοβουλίας και της ατομικής ελευθερίας, σχεδόν το σύνολο των διεκδικήσεων κατέτειναν προς μια νέου τύπου, ολική αυτονομία των πολιτών στα ίδια τα πλαίσια της συλλογικής στράτευσης. Απαγορεύεται το απαγορεύειν, Ούτε αφέντης, ούτε Θεός, Θεός είμαι Εγώ: είναι τούτη η επίκληση μιας απεριόριστης, απόλυτης, αδιάφορης απέναντι στους καταναγκασμούς της συλλογικής ζωής, ελευθερίας που χαρακτηρίζει τον παροξυμμένο ατομικισμό του Μάη, ο οποίος καθαγιάζει στον επαναστατικό του ενθουσιασμό την υπεροχή του υποκειμενικού παράγοντα επί των κοινωνικών πλαισίων και προστακτικών.
Τον Μάη, τέθηκε σε ισχύ ένας ιδιόρρυθμος ατομικισμός, εναντιωματικός και ουτοπικός. Αντι-γραφειοκρατική, αντι-ιεραρχική, αντι-αυταρχική απαίτηση: αναγνωρίζει κανείς εδώ μονομιάς τα ίδια τα σημεία του Μάη. Το φοιτητικό κίνημα συγκροτήθηκε ενάντια στην πανεπιστημιακή ιεραρχία, ενάντια στις μορφές και στα περιεχόμενα της εκπαίδευσης, ενάντια στο κατασταλτικό κράτος, ενάντια στους μηχανισμούς της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης (Εκλογή, προδοσία), δεν έπαψε να καταγγέλλει τα εργατικά κόμματα και συνδικάτα με την κατηγορία ότι χαλιναγωγούν την αυτονομία, τη δημιουργικότητα, τη μαχητικότητα των μαζών. Ιεροποιήθηκαν, συνακολούθως, ο αυθορμητισμός, η ατομική και συλλογική φαντασία (η φαντασία στην εξουσία), όποια κι αν ήταν τα όρια του τρόπου δράσης ορισμένων ομάδων, τροτσκιστικών ή μαοϊκών, αιωνίως πιστών στο πειθαρχικό έθος των ορθόδοξων επαναστατικών κομμάτων. Στις καταλήψεις των σχολών, στις γενικές συνελεύσεις, στις διαδηλώσεις, εκφράζονταν η ίδια εχθρότητα απέναντι στους μεγάλους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, η απαίτηση της μόνιμης αυτοδιαχείρισης, το μέλημα να μην χειραγωγηθούν οι πρωτοβουλίες «βάσης», το δικαίωμα καθενός στην άσκηση κριτικής και αμφισβήτησης. Το σπουδαίο είναι ότι, παρόλη τη θερμή ατμόσφαιρα των ημερών, πουθενά δεν απαγορεύτηκε στα άτομα να εκφραστούν ελεύθερα, πουθενά δεν έγινε επίκληση κάποιας άνωθεν επιταγής προκειμένου να φιμωθούν οι ατομικές απόψεις, πουθενά δεν απαιτήθηκαν, σύμφωνα με την άτεγκτη επαναστατική παράδοση, θυσίες και αυτοκριτική από την πλευρά των πολιτών. Παρόλη τη ζέση των συζητήσεων και την πληθώρα επαναστατικού λόγου, παρόλη τη βία των οδοφραγμάτων και τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης, ο Μάης του ’68 ήταν ένα ανεκτικό κίνημα, μάρτυρας μάλλον ενός σεβασμού απέναντι στα πρόσωπα και τις υποκειμενικές γνώμες παρά του ανταγωνισμού της κοινωνικής διαίρεσης. Χωρίς νεκρούς ούτε προδότες, χωρίς εκκαθαρίσεις ούτε ορθοδοξίες, ο Μάης του ’68 συστήνεται ως μια ήπια «επανάσταση», η οποία εγγράφει στη σφαίρα της κοινωνικής διαμάχης τον μηχανισμό απάλυνσης των ηθών που προσιδιάζει στην ατομικιστική δημοκρατική εποχή και είχε ήδη ανιχνευθεί απ’ τον Τοκβίλ στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων. Πρωτοφανής αυτονομία των ατόμων στις συλλογικές δράσεις, καταγγελία του αυταρχισμού και της γραφειοκρατικής διευθυντικής του πλαισίωσης, ανεκτικότητα και ειρήνευση των συμπεριφορών, ο Μάης του ’68 είναι ένα κίνημα ατομικιστικού χαρακτήρα. Η μαύρη σημαία που, έτι μία φορά, υψώθηκε στις πορείες δεν σήμανε τόσο την επιστροφή της αναρχικής δράσης και ιδεολογίας με την αυστηρή έννοια, όσο τη διάχυτη καθιέρωση ενός νεο-ελευθεριακού πνεύματος, ενός εμφατικού ιδεώδους ατομικής κυριαρχίας που εκδηλώνεται πέρα από τους άκαμπτους διαχωρισμούς των πολιτικών οικογενειών.
Ένα διαπολιτικό κίνημα
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο προσδιορίζει εντυπωσιακά το κίνημα του Μάη: το ουτοπικό του πνεύμα, που καθίσταται ορατό στην απουσία ρητού στόχου περί της υπό διαμόρφωση κοινωνίας, στον εξωπραγματικό πυρετό, στην άρνηση κάθε πάγιας θεσμοθέτησης, στην αδιαφορία απέναντι στην πολιτική διέξοδο της κρίσης όσο και απέναντι στις οικονομικές πιέσεις. Η οικονομία είναι τραυματισμένη, άφησέ τη να ψοφήσει, Πάρτε τις επιθυμίες σας για πραγματικότητα, Ας είμαστε ρεαλιστές, ας επιδιώξουμε το αδύνατο, Ζήστε χωρίς νεκρό χρόνο: τόσα και τόσα γκράφιτι που εκφράζουν ένα πρωτόγνωρο ουτοπικό πνεύμα, χωρίς κοινό μέτρο σύγκρισης με τις μεγάλες επαγωγικές και υπερλογικές φιλοσοφικές ουτοπίες που περιέγραφαν τη λειτουργία, τον κανονισμό της ιδεώδους Πολιτείας στις πιο σχολαστικές του λεπτομέρειες. Το κίνημα του Μάη δεν διέθετε κανένα ουσιαστικό κοινωνικό πρόγραμμα, η πρωτοτυπία του συνίστατο στο να αμφισβητεί τα πάντα και στο να μην προτείνει τίποτα, στο να καλεί σε εξέγερση χωρίς μελλοντικές βλέψεις, στο να επαναστατεί ενάντια σε κάθε μορφή οργάνωσης προς όφελος της αυθορμησίας και της άμεσης έκφρασης των μαζών. Ουτοπικό πνεύμα που ασκήθηκε μεν ενάντια στην καπιταλιστική και γραφειοκρατική κυριαρχία, αλλά στο όνομα του ονείρου, της ζωής, της ηδονής. Οι επιγραφές που άνθησαν και στον παραμικρό τοίχο αναδεικνύουν εύγλωττα την εισβολή αυτής της ποιητικής και ηδονιστικής ουτοπίας. Όχι πλέον απρόσωπα και αυστηρά συνθήματα, μα αναρίθμητες διατυπώσεις που κλητεύουν στην απελευθέρωση της επιθυμίας μέσα από την ηδονή των λέξεων: Επανάσταση, σ’ αγαπώ, Κάτω από το λιθόστρωτο, η παραλία, Η ζωή είναι αλλού. Η λιμπιντική διεκδίκηση και ο αγώνας ενάντια «στο εργοδοτικό και αστυνομικό κράτος» συνοψίζονται σ’ ένα: Βρίσκω ηδονή στο πεζοδρόμιο· Όσο περισσότερο κάνω επανάσταση, τόσο περισσότερο θέλω να κάνω έρωτα· Απολαύστε ανεμπόδιστα. Στα οποία προστίθεται μια εντελώς ιδιαίτερη πτυχή των λόγων του Μάη: η επαναστατική φρασεολογία επί της ουσίας εγκατέλειψε, από δω κι από κει, την επισημότητα του ιστορικού της νοήματος, συνδυάστηκε περιέργως με την απόσταση, την απόλαυση και τη χιουμοριστική ασέβεια. Είμαι μαρξιστής της γραμμής Γκράουτσο, Η μετάθεση είναι καθαρότερη από την επανάσταση ή τις μεταρρυθμίσεις, Γδύστε τις φράσεις σας για ν’ αρθείτε στο ύψος των Αβράκωτων: η επανάσταση έχει χαλαρώσει, έχει ξεφορτώσει την τραγικότητα και το εμφατικό ύφος της, αφήνοντας χώρο για μια ευφρόσυνη και παιγνιώδη ελευθεροστομία. Ο Μάης κατίσχυσε, όχι χάρη σ’ έναν μικροαστικό ατομικισμό μα, βαθύτερα, χάρη σ’ έναν ατομικισμό που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ως διαπολιτικό, υπό την έννοια ότι το πολιτικό και το υπαρξιακό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ιδεολογικό και το ποιητικό, η συλλογική μάχη και η έκκληση για απόλαυση, η επανάσταση και το χιούμορ υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένα. Ο Μάης αποσταθεροποίησε τα σημεία αναφοράς και τα σύνορα του πολιτικού, προήγαγε την τάξη της υπαρξιακής, ποιητικής, λιμπιντικής υποκειμενικότητας, συσκότισε τη διάκριση ιδιωτικό/δημόσιο, όπως και τον κώδικα της παραδοσιακής στράτευσης. Αλλαγή της ζωής, αλλαγή της κοινωνίας και αλλαγή της ζωής μας σχημάτισαν ένα σύνολο, που διερμήνευε την ίδια άνοδο των ατομικιστικών προσδοκιών, την αυξημένη απαίτηση για μύχια ικανοποίηση και προσωπική ανεξαρτησία. Αυτός ο υβριδικός συνδυασμός επαναστατικής πρόθεσης και ατομικιστικών παθών είναι ακριβώς εκείνο το στοιχείο που διαμορφώνει την ιδιαιτερότητα του Μάη.
Πρέπει να επανέλθουμε σ’ αυτήν την πρόσκληση για απόλαυση και παιχνίδι. Ο Μάης στηλίτευσε αναμφίβολα την ασημαντότητα και την αλλοτρίωση που γεννά η καταναλωτική κοινωνία. Πάμπολλες επιτοίχιες εγγραφές, καταστασιακής έμπνευσης, το πιστοποιούν: Αντικείμενο, εξαφανίσου, Μην πάτε στην Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι, μείνετε στη Σορβόννη, Βλέπε τη Ναντέρ και ζήσε, Πηγαίνετε να πεθάνετε στη Νάπολη παρέα με την Club mediterranée. Ωστόσο, το πνεύμα του Μάη περιέθαλψε, άθελά του, την κεντρική αξία που προήγαγε ιστορικά η ορμή της μαζικής κατανάλωσης: τον ηδονισμό. Αν είναι αναντίρρητο ότι η σύγχρονη ηδονιστική ιδεολογία, αδιαχώριστη από την άνοδο των δημοκρατικών ατομικιστικών κοινωνιών, δεν γεννήθηκε με την εποχή της κατανάλωσης, είναι όμως αυτή η τελευταία που την ανήγαγε σε οικουμενική αναγκαιότητα, επαναπροσδιορίζοντας εκ βάθρων τους τρόπους ζωής και τις υποκειμενικές προσδοκίες. Έκτοτε, δεν εμφανίστηκε καμία πιο νόμιμη, πιο γενικευμένη αξία στο σύνολο των κοινωνικών τάξεων από την πολύμορφη διεκδίκηση της ηδονής και της αυτοπραγμάτωσης. Προτάσσοντας την αχαλίνωτη απελευθέρωση της επιθυμίας, το χιούμορ, τη γιορτή, το πνεύμα του Μάη διαπλάστηκε κατά μείζονα λόγο απ’ αυτό, του οποίου την πολιτική και υπαρξιακή βλαπτικότητα δεν έπαψε να καταγγέλλει. Στο σημείο αυτό, βρίσκεται ένα από τα παράδοξα του κινήματος αμφισβήτησης: η ευφορία της εποχής της κατανάλωσης υπήρξε ο όρος δυνατότητάς του, και μάλιστα της ίδιας της μορφής που έλαβε. Ο μαζικός ηδονισμός, οι ανέσεις, η πληθώρα επιλογών που προέκυψε χάρη στα αγαθά και τις υπηρεσίες της αφθονίας, συνέβαλαν στην ενίσχυση και στη νομιμοποίηση όχι μόνον της απαίτησης για ατομική ευτυχία, μα και της διεκδίκησης της προσωπικής αυτονομίας, σε σημείο ώστε να προσαρτήσουν το ίδιο το επαναστατικό πνεύμα. Ο Μάης του ’68 δεν παρουσιάζει παρά μόνο φαινομενική αντινομία με τον νεο-καπιταλισμό των αναγκών, στην πραγματικότητα είναι αυτός ο τελευταίος που επέτρεψε την πολύμορφη έκρηξη των πόθων ανεξαρτησίας, που επέτρεψε την ανάδυση μιας ηδονιστικής ουτοπίας, μιας πολιτισμικής εξέγερσης που απαιτούσε «τα πάντα, εδώ και τώρα». Έχουν πάμπολλες φορές αναλυθεί οι κοινωνιολογικοί, πολιτικοί, θεσμικοί παράγοντες που υπήρξαν υπεύθυνοι για το ξέσπασμα των γεγονότων: αρχαϊσμός του Πανεπιστημίου, κρίση των αγορών, συγκεντρωτικό και αυταρχικό κράτος ενισχυμένο από δέκα χρόνια γκωλισμού, κρίση γενεακή κλπ. Όλα αυτά τα φαινόμενα έπαιξαν φυσικά τον ρόλο τους στο ξεκίνημα της κρίσης. Εντούτοις, το σύνολο αυτών των παραγόντων, όσο σημαντικοί κι αν υπήρξαν, δεν θα μπορούσε από μόνο του να προκαλέσει το κίνημα του Μάη χωρίς τη συγκλίνουσα και καθοριστική επίδραση των ύψιστων αξιών της νεωτερικότητας, των επαναστατικών ιδεών και της σημασίας της ατομικής αυτονομίας. Η βαρύτητα των αναπαραστάσεων υπήρξε κεφαλαιώδης. Από τη μια μεριά, πρέπει να αποτιμήσουμε επακριβώς τη σημασία της επαναστατικής ιδεολογίας στις υπερπολιτικοποιημένες παρισινές φοιτητικές γκρούπες κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄60, την ιδιάζουσα πλειοδοσία που εξέθρεψε, την επενέργειά της ως πυροκροτητή, κινητήριας δύναμης, προωθητικής πνοής, στον φοιτητικό πληθυσμό εν γένει. Από την άλλη, πρέπει να επιμείνουμε στον ρόλο της κοινωνικής σημασιοδότησης της ατομικής ελευθερίας, η οποία συνδέθηκε με τη σύγχρονη ατομικιστική ιδεολογία, ενδυναμώθηκε και διευρύνθηκε χάρη στη διάδοση των ψυχαναλυτικών ιδεών περί της καταπίεσης της επιθυμίας (ο Φρόυντ και ο Ράιχ δεσπόζουν εδώ), αλλά και χάρη στον ηδονισμό της κατανάλωσης και της μαζικής κουλτούρας. Ό,τι καθόρισε τα πλέον ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του πνεύματος του Μάη, αυτής της hic et nunc εξέγερσης, είναι πέραν αμφιβολίας η σύζευξη ενός ιδεολογικού περιβάλλοντος ευμενούς απέναντι στη ρητορική και ακτιβιστική προέλαση, με τον μαζικό ηδονισμό.
Πρέπει, συνεπώς, να διαχωρίσουμε επιμελώς το πνεύμα του Μάη από τα εντεταλμένα από την εσχατολογική πίστη και την υπερεξουσία του κόμματος επαναστατικά κινήματα. Η επαναστατική ιδεολογία αποτελεί οπωσδήποτε μια μορφή της ατομικιστικής ιδεολογίας. Δεν δύναται να υπάρξει παρά στο φόντο μιας αναπαράστασης του κοινωνικού, συγκροτούμενου από ελεύθερες και ίσες μονάδες, ύστατης πηγής της εξουσίας και των νόμιμων κατευθύνσεών της. Η αποστολή που αναλαμβάνει είναι η οριστική πραγμάτωση των ύψιστων ατομικιστικών αξιών: της ισότητας και της ελευθερίας των προσώπων. Αλλά, εν τοις πράγμασι, τούτη η υπεροχή των ατόμων ανατράπηκε ριζικά από τη λογική της επαναστατικής οργάνωσης, που απαιτεί την υποταγή και την αμέριστη αυταπάρνηση των πολιτών, την υπαγωγή των ατόμων στο κόμμα, στο προλεταριάτο, στην επανάσταση.
Θεωρητικά, ο επαναστατικός λόγος βασίζεται στην επικύρωση των κατεξοχήν ατομικιστικών αξιών. Στην πράξη, τις καταλύει σε επίπεδο αρχής στο όνομα της συλλογικής δράσης, της Ιστορίας, της οικοδόμησης της κοινωνίας του μέλλοντος. Ακριβώς αυτή η διττότητα είναι που συντρίφθηκε με τον Μάη, ο οποίος αποτέλεσε μια εξέγερση σε παρόντα χρόνο, μια γιορτή της επικοινωνίας, όσο και μια απόρριψη του αυταρχικού και γραφειοκρατικού κράτους. Τον Μάη, απουσίαζε οποιοδήποτε όραμα για το μέλλον, οποιοδήποτε προκαθορισμένο σχέδιο, το μόνο που υπήρχε ήταν η απαίτηση μιας απρόσκοπτης ζωής, ένα όργιο συζητήσεων και μακρηγορίας, η γοητεία της αυθορμησίας και της πρωτοβουλίας των μαζών. Ο χρονικός άξονας του Μάη ήταν το παρόν, σε αντίθεση με την επαναστατική λογική που κατευθύνεται ρητά προς το μέλλον. Μ’ αυτή την έννοια, πρέπει να φανταστούμε τον Μάη ως μια σύναψη συμβιβασμού ανάμεσα στην επαναστατική εποχή, στραμμένη προς το μέλλον, και στη σημερινή ναρκισσιστική ατομικιστική εποχή, επικεντρωμένη στο παρόν των ατόμων (λατρεία της ιδιωτικής ευζωίας, εγκατάλειψη των μεγάλων στόχων και των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων). Σύναψη συμβιβασμού, διότι, από τη μια μεριά, ο Μάης διαιωνίζει τη λογική της επαναστατικής ρήξης με τα μεγάλα της σύμβολα (οδοφράγματα, γενική απεργία, κλπ.) και, από την άλλη μεριά, προτάσσονται προσδοκίες τυπικές της σύγχρονης ιδιωτικής αποστράτευσης: βασιλεία της υποκειμενικότητας, άρνηση των πειθαρχιών και των μαζικών πλαισίων, ηδονισμός, φιλελευθεροποίηση των ηθών.
Σύναψη συμβιβασμού που επέσπευσε επιπλέον την εξάρθρωση της δημόσιας στράτευσης και την προαγωγή της ιδιωτικής τάξης. Όχι μόνο το πνεύμα του Μάη είναι ατομικιστικό, αλλά συνέβαλε με τον τρόπο του, έστω κι αν αυτός συγκρίνεται ελάχιστα με το έργο της κατανάλωσης, στην επιτάχυνση της ανόδου του σύγχρονου ναρκισσιστικού ατομικισμού, αποπολιτικοποιημένου και ρεαλιστικού, άστατου και απαθούς, βαθιά αδιάφορου για τους μεγάλους κοινωνικούς σκοπούς και τους μαζικούς αγώνες. Ποιες ήταν, αλήθεια, οι πιο άμεσες αντηχήσεις του Μάη; Πώς ν’ αρνηθεί κανείς ότι στη Γαλλία, από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του ’70, ευνόησε την ανάδυση ποικίλων κινημάτων απελευθέρωσης, των γυναικών και των ομοφυλόφιλων ειδικότερα; Τα κινήματα αυτά, αποτελούμενα από μάχιμες ομάδες, ενίσχυσαν τους πόθους ατομικής αυτονομίας, τόνισαν την επιτακτικότητα της άμεσης χειραφέτησης, τη νομιμότητα των υπαρξιακών προβλημάτων, της ανακάλυψης της υποκειμενικής ταυτότητας και της προσωπικότητας. Βέβαια, ο νεο-φεμινισμός επανέφερε αναμφισβήτητα μια συνείδηση και μια μορφή αλληλεγγύης στρατιωτικού τύπου, συνοδεύτηκε από έναν τραχύ και μανιχαϊστικό αγωνιστικό λόγο, βάδισε στα χνάρια της διαπολιτικής διαδικασίας απορρίπτοντας τον διαχωρισμό πολιτικής και σεξουαλικότητας, συλλογικής και ατομικής απελευθέρωσης. Επιπλέον, όμως, καθαγίασε ιδεολογικά το «βιωμένο» και την επιθυμία, τις πρακτικές αυτογνωσίας και self-help. Μετά τον Μάη, οι γυναικείοι λόγοι και διεκδικήσεις πολλαπλασιάστηκαν, ο προσωπικός-ενδόμυχος λόγος γενικεύτηκε, θολώνοντας την ξεκάθαρη διάκριση των φύλων προς όφελος της επικράτησης της υποκειμενικής ατομικότητας. Το διαπολιτικό κίνημα αποσταθεροποίησε τους περιχαρακωμένους ρόλους και ταυτότητες, επέτρεψε, στην ίδια του αυτή κίνηση, την υποχώρηση των στρατευμένων προοπτικών που μετέθεταν στο αύριο τις υποσχέσεις ελευθερίας και τη νομιμοποίηση, ολοένα πιο κρίσιμη, του υποκειμενικού ζητήματος.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η παράδοξη διεργασία πολιτικής αποσύνδεσης που προκλήθηκε από τον Μάη μέσω της «επαναστατικής» νομιμοποίησης της πολιτισμικής απόκλισης και της «εναλλακτικής» ζωής. Μετά τον Μάη, εμφανίστηκαν διάφοροι λόγοι και πρακτικές που υποτιμούσαν την οργανωτική στράτευση με τη στενή έννοια: εγκατάλειψη της «τελικής μάχης» προς όφελος μικροσκοπικών επαναστάσεων και ρηξιγενών υποκειμενικοτήτων. Ζωή μέσα στο ρου της έντασης, επινόηση νέων μορφών σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, υπαναχώρηση των κωδικοποιημένων ορίων του Εγώ: η μεγάλη Επανάσταση παραμέρισε ενώπιον της ευφορίας της μικροσκοπικής και μειοψηφικής ανατροπής. Κοινότητες, squattering, περιθωριακότητες, ψυχεδελικό trip, λιμπιντικές ιδιοτροπίες, πανουργία των αδυνάμων, «τα πάντα είναι πολιτικά», και η ανατροπή – ένα patchwork, χωρίς στόχο ούτε νόημα, δράσεων ερχόμενων σε ρήξη με το σύστημα. Στον απόηχο του Μάη, η καχυποψία απέναντι στη μικροπολιτική, απέναντι στα κόμματα, απέναντι στα προγράμματα και τις «βαρύνουσες» ιδεολογίες αυξήθηκε, η στράτευση απώλεσε τους τίτλους ευγενείας της, μεταμορφώθηκε αίφνης σε ανώτερο στάδιο της αλλοτρίωσης, κανονικοποίηση της ύπαρξης, μέσο αυτοπροστασίας από μια κατά πρόσωπο αναμέτρηση με τα ενδότερα του εαυτού. Η ανατρεπτική λατρεία των ιδιαιτεροτήτων προηγήθηκε και προετοίμασε τη ναρκισσιστική λατρεία του Εγώ: μινιατουροποιώντας την Επανάσταση, η διαπολιτική κίνηση τη μετατρέπει σ’ ένα αναφερόμενο κενό περιεχομένου, σε μια μόδα υποταγμένη στην υπέρτατη τάξη της καθαρής ατομικότητας, των υποκειμενικών νομαδικών προοπτικών. Μορφή του ατομικισμού, η διαπολιτική παρένθεση ευνόησε τη φθορά των πολιτικών παθών ταυτόχρονα με την εξύμνηση της υποκειμενικότητας που τελούσε υπό επαναστατικό άλλοθι. Προκύπτει έτσι το άλλο παράδοξο του Μάη: η έσχατη μαζική αναταραχή μάλλον επιτάχυνε την άνοδο του ατομικισμού, ήδη ευρύτατα παρόντος κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, παρά επέφερε κάποια ρήξη σ’ αυτήν. Τηρουμένων των αναλογιών, θα έπρεπε να πούμε, όπως ο Τοκβίλ, ότι, όπως η Γαλλική Επανάσταση δεν έκανε άλλο από το να επεκτείνει με άλλα μέσα το συγκεντρωτικό έργο του Παλαιού Καθεστώτος, έτσι και το πνεύμα του ’68 δεν κατάφερε παρά να ακολουθήσει, στον αστερισμό της επανάστασης, το μεγάλο ρεύμα ιδιωτικοποίησης των υπάρξεων, έχοντας υπερεξυψώσει τη σφαίρα της υποκειμενικότητας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι ίσως άσκοπο να επανέλθουμε σε μια ερμηνεία του φαινομένου σαν κι αυτήν, παραδείγματος χάριν, ενός κοινωνιολόγου όπως ο Αλαίν Τουραίν, ο οποίος είχε αναλύσει, μέσα στη φωτιά της δράσης και εκφράζοντας τη συμπάθειά του, την έννοια του «ουτοπικού κομμουνισμού». Είναι γνωστό ότι, για τον Τουραίν, η αλήθεια του Μάη του ’68 βρίσκεται στην αποκάλυψη νέων δυνάμεων αμφισβήτησης και νέων μορφών σύγκρουσης που προήλθαν από τη μεταβιομηχανική κοινωνία. Ο Μάης του ’68 υπήρξε ένα προδρομικό σημάδι των νέων μορφών ταξικής πάλης που ριζώνουν στη βούληση των νέων στρωμάτων να μετατραπούν σε ισχυρούς κοινωνικούς παράγοντες, να απορρίψουν την τεχνο-γραφειοκρατική κυριαρχία, ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο των θεμελιακών κατευθύνσεων της κοινωνίας. Ο Μάης του ’68 εξέφραζε συγκεχυμένα τις μελλοντικές διεκδικήσεις της κοινωνίας των πολιτών ενάντια στην αυταρχική εξουσία, τη γέννηση νέων κοινωνικών κινημάτων που απαιτούσαν περισσότερη δημοκρατία και λιγότερο τεχνοκρατικό διευθυντισμό. «Το κίνημα του Μάη θα είναι χωρίς αύριο: το μέλλον, όμως, τού ανήκει» [1]: επιβάλλεται να διευκρινίσουμε, είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα και υπό το φως της εξάντλησης των κοινωνικών κινημάτων αμφισβήτησης, πόσο ανυπόστατη είναι τούτη η ερμηνεία. Ο Μάης του ’68 ήταν, ακριβώς, ένα κίνημα χωρίς αύριο: όχι η πρωτοπορία των μελλοντικών κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά η ύστατη μαζική έφοδος, στοιχειωμένη από ένα παρωχημένο επαναστατικό φαντασιακό, κληρονομημένο από το παρελθόν. Ο Μάης δεν προανήγγελλε διόλου την αναζωογόνηση του κοινωνικού ιστού μέσω νέων κοινωνικών αγώνων με επίδικο την εξουσία· σηματοδοτούσε, αντίθετα, και εν μέσω της κοινωνικής του πυράκτωσης, το ψυχοδραματικό ή παρωδιακό τέλος της επαναστατικής εποχής, την υπεροχή των ατομικιστικών αιτημάτων, την αναντίστρεπτη διαδικασία ιδιωτικοποίησης του κοινωνικού. Μάχη για την τιμή των όπλων της επαναστατικής συνείδησης, ο Μάης του ’68 επιτάχυνε παραδόξως την αποσύνθεση των μεγάλων συλλογικών κινημάτων, φορέων κοινωνικού μετασχηματισμού, και την ηδονιστική αναδίπλωση στο Εγώ. Στην κλίμακα της μακράς διάρκειας, ο Μάης υπήρξε λιγότερο ένα αντι-τεχνοκρατικό κίνημα που αποκάλυπτε νέους ιστορικούς δρώντες στη μάχη τους για τον συλλογικό αυτοπροσδιορισμό, όσο ένας ξέφρενος σταθμός στο σπιράλ του σύγχρονου ατομικισμού, της κοινωνικής διασποράς, της ιδιωτικής αυτονομίας.
[1] Τουραίν, Αλαίν, Ο ουτοπικός κομμουνισμός, Seuil, 1972, σ. 53.
Πηγή: revue-pouvoirs.fr