Το αντιμοντέρνο πνεύμα, του Δημήτρη Μουταφίδη

Το δικό μας στυλ είναι ο εκλεκτισμός: παίρνουμε ό,τι βρίσκουμε, το ένα για την ομορφιά του, το άλλο για τη χρησιμότητά του, το τρίτο για την παλαιότητά του και το τέταρτο για την ίδια την ασχήμια του· κι έτσι ζούμε με τ’ απομεινάρια, σαν να πλησιάζει το τέλος του κόσμου»
-Alfred de Musset, Η εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα

Δυο αιώνες μετά τη ρομαντική και τραγική εξομολόγηση του Musset, το στυλ του κόσμου παραμένει ο εκλεκτισμός. Το μεταμοντέρνο συγκατοικεί με το πρωτόγονο· το μοντέρνο με το παραδοσιακό· το αρχαϊκό με το υπερμοντέρνο. Όλα μπορούν να συμπέσουν, όλα μπορούν να ενωθούν, όλα μπορούν να δείχνουν αρμονικά.

Δυο αιώνες μετά, μπορεί κανείς να δει αντιδημοκρατικά οράματα να θεμελιώνονται σε δημοκρατικά επιχειρήματα και να προωθούνται μέσα από δημοκρατικούς θεσμούς. Να επιστρατεύουν, δηλαδή, επιχειρήματα που δεν πιστεύουν κατά βάθος· να δρουν μέσα σε θεσμούς που θα ήθελαν να καταλύσουν· να μιλούν στο όνομα των δημοκρατικών αξιών και δικαιωμάτων, κενώνοντας το νόημα τους· να αναπαλαιώνουν ταυτότητες και ιδέες και να καλύπτουν τη σύγχρονη συναισθηματική αφασία και διανοητική απελπισία.

Σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο για τον σύγχρονο κόσμο, κανείς δε διαθέτει το πρόσωπο που κατείχε στον 20ο αιώνα. Ο αριστερός ριζοσπαστισμός βρίσκει συμμάχους ανάμεσα στην αριστερή σοσιαλδημοκρατία, τη φιλελεύθερη αριστερά, τον κομμουνιστογενή ή αναρχικό χώρο (όπου αυτοί οι δύο υφίστανται). Ο συντηρητισμός της δεξιάς διασπάται και συμμαχεί είτε με φιλελεύθερους είτε με εθνικιστές και νεοφασίστες. Οι κεντρώοι φιλελεύθεροι, ρεπουμπλικάνοι και σοσιαλδημοκράτες στέκουν αμήχανοι, διασπασμένοι, χωρίς σαφή προσανατολισμό, αδύναμοι να υπερασπιστούν τα θύματα στην πόλη Αφρίν ή να υποστηρίξουν, καμιά φορά, την ήττα του Άσαντ στη Συρία. Δίπλα σε όλους αυτούς, μετα-ολοκληρωτικά, αυταρχικά και νεο-αυτοκρατορικά καθεστώτα διεκδικούν το ρόλο του κυρίαρχου της διεθνούς σκηνής.

Ο σύγχρονος κόσμος ζει ξανά υπό το κράτος των αναμορφωτών του. Το κάθε σχέδιο, με τους δικούς του όρους, επιδιώκει την αναμόρφωση της μοντέρνας κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής. Όλα αυτά τα σχέδια, όμως, τέμνονται από κάποιους κοινούς άξονες, γεννήματα της ιστορίας, της κριτικής, των σωστών και λάθος επιλογών, οι οποίοι δημιουργούν ένα πνεύμα που καθιστά νοσηρό και ασφυκτικό το κλίμα και την ατμόσφαιρα της συγκυρίας.

Ο πρώτος άξονας θα μπορούσε να λάβει το όνομα που του έδωσε, σε ένα πολύ πρόσφατο άρθρο του, ο Serge Audier: η δαιμονοποίηση του φιλελευθερισμού. Η περίσσεια αυτοπεποίθηση των φιλελεύθερων των προηγούμενων δεκαετιών κατέληξε, με το πέρασμα του χρόνου, στο αυτομαστίγωμα και την ντροπή του να δηλώνεις «φιλελεύθερος». Στις άλλες μεριές του πολιτικού χάρτη, η ριζοσπαστική αριστερά εγκατέλειψε το αντικαπιταλιστικό μένος και το αντικατέστησε με τον αντι-νεοφιλελευθερισμό. Διατηρώντας ταυτόχρονα όλα τα κουσούρια του πιο αφελούς υλισμού και μαρξισμού, δηλαδή την οικονομίστικη και μηχανιστική αντίληψη του σχήματος βάση-εποικοδόμημα, παρήγαγε τελικά αντιφιλελευθερισμούς, διαμέσου των οποίων υποτάχθηκε σε αυταρχικά καθεστώτα. Από την άλλη, η συντηρητική δεξιά διολίσθησε στον σκληρωτικό αντιφιλελευθερισμό των ηθών και των εθίμων, ασκώντας ισοπεδωτική κριτική σ’ όλες τις πτυχές του δημοκρατικού ατομικισμού και καταγγέλλοντας τη μαλθακότητα και τη ρηχότητα των κυβερνητικών ηγεσιών. Έτσι, επανέφερε την παραδοσιοκρατία και τον εθνικισμό. Τέλος, οι μετα-ολοκληρωτικοί ηγέτες, όπως ο Πούτιν και ο Xi Jinping, επιδίδονται σε μια ακατάσχετη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, περιστέλλοντας στο εσωτερικό των χωρών τους κάθε είδους δικαιώματα και φτιάχνοντας τα νέα παγκόσμια μονοπώλια.

Ο δεύτερος άξονας έρχεται απευθείας από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Όταν το 1905 στη Γαλλία πάρθηκε η απόφαση για το διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, ο χριστιανός σοσιαλιστής, και συγκεκριμένα καθολικός, Charles Peguy έγραψε στη στήλη του περιοδικού του: «Δεν αρκεί μόνο να διαχωρίσουμε την Εκκλησία από το Κράτος. Πρέπει να διαχωρίσουμε και τη μεταφυσική από το Κράτος». Αυτός ο χριστιανός με τη σατανική σκέψη παραχώρησε την έννοια «μεταφυσική του Κράτους», εννοώντας την ταυτοτική, μη πλουραλιστική, άδικη, ανεπεξέργαστη κι εν τέλει μη φιλελεύθερη άσκηση της εξουσίας από τη μεριά των κυβερνώντων. Αυτή τη στιγμή ο κόσμος βιώνει και παροτρύνει την επιστροφή της.

Με την πάροδο του χρόνου οι διάφορες πολιτικές οικογένειες κατόρθωσαν να αποδομήσουν και τις δύο διαστάσεις της πολιτικής, τη διαχείριση και το όραμα. Τώρα πια, η κατάληψη της εξουσίας έχει γίνει αυτοσκοπός· συνιστά από μόνη της μια μυθολογία που αποσυνθέτει το κοσμικό Κράτος, δηλαδή το Κράτος Δικαίου. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι κρατικοί θεσμοί έχουν μετατραπεί σε εργαλεία στιγματισμού, περιθωριοποίησης και εξευτελισμού του αντιπάλου. Σε αυτό το σημείο, διαφαίνεται ο σύγχρονος κυνισμός των πολιτικών ελίτ, ο οποίος κατέστησε την αυτοσυντήρηση μια νέα ουτοπία. Αυτός ο κυνισμός γίνεται σιγά σιγά ο κανόνας και η θεσμική καθημερινότητα που δρα διαλυτικά ως προς τις βασικές αρχές της αντιπροσώπευσης, της διάκρισης των εξουσιών κλπ. Η αποτροπή της εκλογικής ήττας και η παρεμπόδιση όσων μολύνουν το εθνικό ή λαϊκό σώμα γίνονται οι νέες αξίες.

Ο τρίτος άξονας αυτού του πνεύματος παίρνει τη μορφή της απουσίας των ορίων. Αυτή η απουσία δεν εμφανίζεται μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με τις πολιτικές ταυτότητες, όπως στην περίπτωση του Όρμπαν, ο οποίος από αντιολοκληρωτικός δημοκράτης μετατράπηκε σε ξενοφοβικό κήρυκα. Ο ίδιος ο δημόσιος λόγος έχει χάσει τα όρια του, και όχι απλά εξαιτίας των αμέτρητων λίβελων. Η αριστερή κριτική, αφού πρώτα μετέτρεψε τη δίκαιη κριτική στην Ε.Ε. σε αντιιμπεριαλιστικό και αντιαποικιοκρατικό αντιευρωπαϊσμό, αναζητά σε αντιολοκληρωτικούς συγγραφείς το νέο φαντασιακό μπολσεβικισμό. Η συντηρητική κριτική, έχοντας μετατρέψει την κριτική στον καταναλωτικό ναρκισσισμό και ηδονισμό σ’ έναν αριστερισμό της δεξιάς, υπό τον δίκαιο φόβο της τζιχαντιστικής απειλής διολίσθησε στην ισλαμοφοβία και τον αντιμεταναστευτισμό. Τέλος, ο προοδευτισμός του politically correct κατέληξε, σε κάποιες εκδοχές του, σε ένα νέο πουριτανισμό, ενώ η καταδίκη του στην επιθυμία ενός πατερναλιστικού, πατριαρχικού και ρατσιστικού κόσμου, όπως αυτός του Steve Bannon.

Ο πιο στενάχωρος, όμως, άξονας είναι ο τελευταίος. Αυτός που ονομάζεται «μίμηση της σκληρότητας». Διάφοροι φιλελεύθεροι, ρεπουμπλικάνοι και σοσιαλδημοκράτες, από φόβο και πανικό απέναντι στο σύγχρονο κόσμο, χάνουν τη διαύγεια τους, μιμούνται το ύφος του νέου αυταρχισμού και χρησιμοποιούν τις ιδέες του, με αποτέλεσμα να τον νομιμοποιούν δια της θεωρίας. Με ελάχιστη πλέον αυτοπεποίθηση αναπαράγουν τις ιδέες που αντιμάχονται, επινοώντας με αυτόν τον τρόπο έναν αντιφιλελεύθερο ρεπουμπλικανισμό. Αυτή η στάση ξαφνιάζει όσους περίμεναν από αυτό το χώρο να ακούσουν, σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, ότι κανένα Κράτος δεν είναι βιώσιμο, αν δεν είναι Κράτος Δικαίου και πως καμιά Δημοκρατία δεν είναι ανθρώπινη, αν δεν είναι φιλελεύθερη.

Όλες αυτές οι στιγμές συγκλίνουν στη σύσταση του αντιμοντέρνου και αντιδραστικού τοπίου. Με αιτίες από διαφορετικές ιστορικές περιόδους, ρίζες σε αντιμαχόμενες πολιτικές παραδόσεις, αναβιώσεις και μεταμορφώσεις, το πνεύμα των νέων αναμορφωτών της δημοκρατίας προκαλεί ασφυξία. Απέναντι στους ειδικούς της οικονομίας, οι ειδικοί της πολιτικής ύψωσαν το ανάστημα τους. Η νέα κυρίαρχη εικόνα για την πολιτική αποτελείται από πανίσχυρες ηγεσίες, σιωπηλές πλειοψηφίες, ύμνους για τον απλό και εθνικό άνθρωπο και χρήση των δυνατοτήτων του τεχνολογικού και lifestyle καπιταλισμού. Αυτή η νίκη της αντιδραστικής δεξιάς, με τη νομιμοποίηση και απενοχοποίηση των ιδεών της από μερίδες της αριστεράς και του κέντρου, καθώς και η απουσία αυτοκριτικής από τους δύο τελευταίους, είναι επαρκής λόγος για μελαγχολία.

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s