Για τους περισσότερους νέους της Ιταλίας η επέτειος της 25η Απριλίου (ημέρα της γενικής επίθεσης των Ιταλών παρτιζάνων κατά των ναζι-φασιστών και της καθόδου τους από τα βουνά σε χωριά και πόλεις στα 1945) ήταν μια ακόμα ημέρα αργίας· ευκαιρία για μια εκδρομή στην εξοχή ή για το πρώτο μπάνιο σε κάποια παραλία της Αδριατικής ακτής, της Τυρρηνικής ή της Σικελίας. Μπορεί να είχαν ακούσει κάποιον καθηγητή να τους μιλάει βαριεστημένα για αυτή την επέτειο ή να είδαν φευγαλέα κάποιο αφιέρωμα στην κρατική τηλεόραση. Όμως δεν τους αφορά αυτή η επέτειος. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν τους στίχους του “Bella Ciao” που παραδοσιακά ακούγεται εκείνη την ημέρα, ούτε τους ενδιαφέρει να συμμετάσχουν στις επίσημες και μη εκδηλώσεις μνήμης. Τούτη η αδυναμία διαφύλαξης και διάδοσης της ιστορικής μνήμης τρεις γενιές μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και της δράσης των παρτιζάνων κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο της χώρας. Τροφή σε αυτόν τον διάλογο έδωσε και η έκδοση ενός βιβλίου, σοκαριστικού για την ιταλική κοινή γνώμη, μόλις τον περασμένο Μάρτιο.
“Είμαι 16 ετών και είμαι Φασίστας” τιτλοφορείται το βιβλίο του Κριστιάν Ραϊμώ και αποτελεί αποτέλεσμα έρευνας σε γυμνάσια και λύκεια όλης της χώρας. Η ακροδεξιά ή καλύτερα ο φασισμός έχει κάνει την επανεμφάνιση του μέσα από μαθητικές οργανώσεις και νεολαίες. Συμμετέχουν στα σχολικά συμβούλια και στις “περιφερειακές συνελεύσεις μαθητών” με πλειοψηφικά ποσοστά και συνεχή άνοδο. Ο “Μαθητικός Αγώνας-Lotta Studentesca” αποτελεί την μαθητική οργάνωση της “Νέας Δύναμης-Forza Nuova” ενώ η “Μαθητική Δράση-Azione Studentesca” και το “Μαθητικό Μπλόκο” αποτελούν το μαθητικό σκέλος της Casa Pound. Παράλληλα υπάρχουν κι άλλες αυτόνομες φασιστικές οργανώσεις. Παρουσιάζονται σε κεντρικές πλατείες πόλεων με το σύνθημα “Ούτε κόκκινοι, ούτε μαύροι, αλλά ελεύθερα σκεπτόμενοι”, ενώ επενδύουν ανθρώπινο κεφάλαιο στα τεχνικά λύκεια της χώρας έχοντας συμμετάσχει σε όλες τις καταλήψεις που έλαβαν χώρα κατά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Ρέντσι. Παρείχαν προστασία, τρόφιμα, μοίραζαν φυλλάδια, όμως ποτέ δεν μιλούσαν για πολιτική. Είναι κατά της πολιτικής και των αριστερών “φυτών” που μιλούν για αυτή. Το πρώτο βήμα του “φασιστικού προσηλυτισμού” είναι η συμμετοχή σε εθελοντικές δράσεις, συλλογή τροφίμων για άπορους Ιταλούς, διανομή φυλλαδίων για κάποιο μη πολιτικό ζήτημα και τέλος η συμμετοχή στις ομάδες συζητήσεων.
Σε δεύτερη φάση έρχεται η μεταμόρφωση ενός μαθητή σε “πολιτικό στρατιώτη”. Η συμμετοχή σε αυτές τις οργανώσεις απαντά στο μεγάλο ταυτοτικό κενό των νέων, δίνουν “αξία” στη ζωή τους, όπως δηλώνουν, όχι υμνώντας τον Μουσολίνι ή τον Χίτλερ, αυτοί ανήκουν στο χθές. Έχουν τη βαθειά πεποίθηση ότι ο φασισμός (απεχθάνονται να ταυτίζονται με την συστημική ακροδεξιά) είναι η μοναδική αντισυστημική δύναμη των ημερών μας. Δεν περιορίζονται σε στρατιωτικού τύπου γυμνάσια ή εμβατήρια, αλλά “μορφώνονται” από τους ανώτερούς τους σε απογευματινά μαθήματα. Εκεί, διαβάζουν Γκυγιάμ Φαίη, Λεόν Ντεγκρέλ και Κορνέλιου Κοντρεάνου ενώ το “ευαγγέλιο” τους είναι η “Μεγάλη Αντικατάσταση” του γάλλου Ρενό Καμύ περί αντίστροφου αποικισμού της Ευρώπης. Άλλωστε δεν κρύβουν ότι είναι περισσότερο μια σέχτα παρά πολιτική οργάνωση. Τα μέλη τους αγοράζουν συγκεκριμένες μάρκες ρούχων (σταντ των οποίων βρίσκονται εντός των γραφείων των οργανώσεων, ενώ παρέχουν και κουπόνια σε νέα μέλη), διασκεδάζουν σε συγκεκριμένα μαγαζιά που συνεργάζονται με τις οργανώσεις, ακούν συγκεκριμένη μουσική και πάντα δρούν σύμφωνα με τον “δεκάλογο του πολιτικού στρατιώτη” που ανάμεσα σε άλλα επιβάλλει την πειθαρχία τον σεβασμό και απαγορεύει κάθετα τη χρήση ναρκωτικών. Στη λογοτεχνία, οι νέοι μετα-φασίστες προμηθεύονται το βιβλίο “Κανένας Πόνος”, στο οποίο ένα ζευγάρι ερωτευμένων 18χρονων μαθητών και “αγωνιστών” του Μαθητικού Μπλόκου φυλακίζεται για τις ιδέες και τη δράση του για να μην προδώσει “το δεσμό αίματος” με τους συναγωνιστές τους.
Ο μετα-φασισμός είναι μια υπαρξιακή πρόταση, ένα “κενό σημαίνον” με διακριτούς και μισητούς εχθρούς όμως. Είναι χαρακτηριστικό το μίσος ενός στελέχους της Κάζα Πάουντ για τον Ντεριντά και την “αποδόμηση” με προσωπικές προσβολές για έναν “γαλλοαλγερινό εβραίο που δεν κατάφερε ποτέ να βρει την ταυτότητα του”. Το ίδιο μένος “απολαμβάνουν” η βιοπολιτική του Φουκώ και η “επινόηση της παράδοσης” του Χόμπσμπάουμ. Οι μετα-φασίστες είναι βαθύτατα αντιφεμινιστές αν και η γυναικεία οργάνωση τους ονομάζεται “Εβίτα Περόν”, τα μέλη της, νεαρές γυναίκες διεκδικούν το δικαίωμα στη μητρότητα και όχι στην εργασία, “προοριζόμαστε για να γίνουμε μητέρες όχι για το πεζοδρόμιο”, καταδικάζοντας τις φεμινίστριες ως ‘’σκύλες’’ που θα ήθελαν να είναι άνδρες και αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι γυναίκες είναι φύσει αδύναμες.
Η απάντηση στον μετα-φασισμό δεν είναι απλή ούτε μπορεί να κινηθεί σε παραδοσιακές γραμμές. Ο αντιφασισμός έχει “μουσειοποιηθεί” όπως παρατηρεί ο Ραϊμώ. Είναι μέρος του συστήματος που αυτά τα παιδιά έχουν ταυτίσει με την ανεργία, την αβεβαιότητα και τη διαφθορά. Με την ένταξη τους στον φασισμό βρίσκουν λόγο να ζουν και να ζουν “περήφανοι” έχοντας ανάγει τον φασισμό σε “μόδα”. Είναι “τρεντ” στα κοινωνικά δίκτυα με χιλιάδες ακόλουθους, τα καταστήματα ένδυσης συγκεκριμένης επωνυμίας παρέχουν κουπόνια και χορηγίες. Ένας καταναλωτικός αντισυστημικός καπιταλισμός των “millennials”, οι οποίοι αυτονομιμοποιούν τον φασισμό μέσα από likes και αναδημοσιεύσεις σε πορείες μνήμης για τους νεκρούς νεοφασίστες-“αδελφούς” της δεκαετίας του 1970 και συμπλοκές με μετανάστες και “μπολσεβίκους”.
Ο αντιφασισμός θα ηττηθεί αν συνεχίσει να είναι ένας θεσμικός και φορμαλιστικός αντιφασισμός. Χωρίς απαντήσεις και πολιτικές για την ανεργία, τη φτώχεια, την υποβάθμιση της ζωής και της εκπαίδευσης των νέων, ο μετα-φασισμός θα συνεχίσει να φαντάζει για αυτούς τους νέους ως η μοναδική εναλλακτική. Οι αναμνήσεις και τα βιώματα της παρτιζάνικης αντίστασης είναι κάτι ξένο και μακρινό. Χρειάζεται ένας αντιφασισμός του σήμερα, καθημερινός, στους δρόμους και τις πλατείες, με τη μορφή μιας νέας πολιτικής πρότασης και ταυτότητας, ενός σύγχρονου προοδευτικού πολιτικού αφηγήματος για την οικοδόμηση του αύριο, όχι τη διαχείριση του χθες.