Jean Baudrillard – Δεν είμαστε παρά επίγονοι

Τα παρακάτω αποσπάσματα ανήκουν στον 1o και 2ο τόμο της συλλογής ημερολογιακών εγγραφών του Jean Baudrillard, Cool Memories (Éditions Galilée, 1987 και 1990 αντίστοιχα).

Μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης

  1. Δεν είμαστε παρά επίγονοι. Τα γεγονότα μας, οι ανακαλύψεις μας, οι ενοράσεις μας ανήκουν στην περίοδο μεταξύ του 1910 και του 1930. Ζούμε σαν κουρασμένοι μεταγραφείς εκείνης της μανιασμένης εποχής, όπου κάθε επινόηση της νεωτερικότητας (μαζί με το διαυγές προαίσθημα του τέλους της) πραγματοποιούνταν σε μια γλώσσα που διατηρούσε τη λαμπρότητα του ύφους της. Το μάξιμουμ της έντασης βρίσκεται πίσω μας. Το μίνιμουμ του πάθους και της διανοητικής φωταγωγίας βρίσκεται μπροστά μας. Μοιάζει με κάποιο γενικό εντροπικό κίνημα του αιώνα: η αρχική του ενέργεια διασκορπίζεται αργά στα σοφιστικέ παρακλάδια των δομικών, ζωγραφικών, ιδεολογικών, γλωσσολογικών, ψυχαναλυτικών επαναστάσεων – με την τελική του σύνθεση, εκείνη της «μετανεωτερικότητας», να σημαδεύει την πλέον φθαρμένη, την πλέον τεχνητή, την πλέον εκλεκτική φάση του. Θραυσματικός φετιχισμός όλων των καθαρών ειδώλων και σημείων που έχουν προηγηθεί.

    Ακόμη και η μεγάλη λάμψη των ετών 1960/1970, εξετάζοντάς την από κάποια απόσταση, δεν θα αποτελέσει παρά άλλο ένα επεισόδιο στην παλινδρομική εκδίπλωση του αιώνα, από την άποψη των θεμελιακών ιδεών της. Οιωνός, αν μη τι άλλο.

    Μπορεί κάποιο καινούριο γεγονός να προκαλέσει την έκπληξη; Δεν γνωρίζουμε τίποτε επ’ αυτού, διότι η αρχειοθέτηση και η ανάλυση είναι δυνάμεις του λυκόφωτος. (σ. 132)

  1. Θάνατος του Φουκώ. Απώλεια εμπιστοσύνης προς την αυτού μεγαλοφυΐα. Να είσαι μια απόλυτη αναφορά συνιστά θανάσιμο κίνδυνο. Το να χάνει κανείς τα ανοσοποιητικά του συστήματα, πέρα από κάθε σεξουαλική διάσταση, δεν είναι παρά η βιολογική μεταγραφή του παραπάνω μηχανισμού. Το ίδιο πράγμα είχε ήδη συμβεί στον Μπαρτ, όταν και «αφέθηκε στον θάνατο».

    Ο Σαρτρ αργοσβήνει με στόμφο. Ο Μπαρτ και ο Φουκώ εξαφανίζονται διακριτικά, πρόωρα. Η εποχή των μεγάλων λογίων και ρητόρων που υπέμεναν αβίαστα τη δόξα, έχει παρέλθει. Οι λεπτεπίλεπτοι στοχαστές της μιντιακής εποχής δεν την υπομένουν πια. Η ειδωλολατρική λειτουργία, όπως άλλωστε και η άσκηση της εξουσίας, απαιτούν όλο και μεγαλύτερη σκληρότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία όπου οι σκέψεις στερούνται συνεπειών και τα συμβάντα στερούνται μνήμης. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων καθιστά ακόμη πιο επείγουσα την αποκρυστάλλωση κάποιας μορφής εθελοδουλείας γύρω από μια φιγούρα επιλεγμένη λόγω της αφηρημένης και επιβλητικής φυσιογνωμίας της – αυτό συνέβη με τον Φουκώ. Αλλά η τιμή που αποτίεται σ’ έναν καθαρό διανοούμενο τον καταδικάζει στην εξαφάνιση. Είναι ανυπόφορο να λαμβάνει διαστάσεις εθνικού σκανδάλου μια σκέψη που δέχτηκε μια τόσο προσποιητή αποθέωση. Ο Σαρτρ, που είχε προ πολλού αναλύσει κάθε μορφή κακής συνείδησης υπέφερε, παρά ταύτα, λιγότερο απ’ αυτήν σε σχέση με τον Φουκώ, ο οποίος ζούσε παραδόξως ως παραγνωρισμένος και κυνηγημένος. Κυνηγημένος ήταν οπωσδήποτε, από τους χιλιάδες οπαδούς και δουλοπρεπείς κόλακές του, τους οποίους σίγουρα περιφρονούσε κρυφίως (το ελπίζουμε, τουλάχιστον), και οι οποίοι «ξεσήκωναν» οτιδήποτε κι αν έκανε, στα όρια της συναισθηματικής καρικατούρας. Το να τον ξεχάσουν σήμαινε ότι τού προσφέρουν υπηρεσία, το να τον λατρεύουν, ότι τον υποσκάπτουν.

    Ο θάνατός του θα συμπέσει με τον μέγιστο θαυμασμό, πρόωρο και τυφλό, για ένα βιβλίο του οποίου η ίδια η εκκρεμότητα ήταν προβληματική. Τι να προσδοκούσε κατά βάθος ο ίδιος, έχοντας παίξει επί τόσον καιρό μ’ αυτό το βιβλίο όπως και με τον ίδιο του τον θάνατο; Αυτός ο τελευταίος ήταν εν τέλει μια αρκετά κομψή απάντηση σ’ αυτή την υπερβολική, επιτηδευμένη δοξολογία, με την οποία αυτά τα κουτορνίθια ραίνουν τον μέντορά τους – όσο και μια αρκούντως δριμεία διάψευση τούτης της διανοητικής αγιοποίησης. Με την παρουσία του κύρους στη ζωή σου, μπορείς να συνεχίσεις να ζεις, γιατί αυτό πηγάζει απ’ τους ομοίους σου, κι εσύ τούς το επιστρέφεις. Αλλά δεν υπάρχει τρόπος άμυνας απέναντι στην εξουσία που σού επιβάλλουν οι άλλοι μέσω της δουλικότητάς τους. Γιατί ακόμη και η συστηματική αποθάρρυνση, σαν κι αυτήν στην οποία επιδόθηκε ο Φουκώ, δεν είναι ικανή να τους σταματήσει. Εντέλει, για να γλιτώσει κανείς απ’ το στόμα του λύκου, πρέπει να μάθει να τρέχει – ή να μάθει να τον αντιμετωπίζει ως λύκο, κάτι που δεν είναι δεδομένο για όλο τον κόσμο.

    Όσο περισσότερο ο Φουκώ γινόταν αυταρχικός, δεσποτικός, αυθαίρετος, τόσο ενισχυόταν η αυθεντία του στο περιβάλλον της διανόησης. Αυτό μάς λέει πολλά για την αθλιότητα του συγκεκριμένου περιβάλλοντος. Στο βάθος, ίσως και να μην διαφέρει πολύ από το περιβάλλον της ροκ κουλτούρας. Ανισορροπία ανάμεσα σε μια διανοητική κυριαρχία και μια τεχνητή απουσία τρωτών σημείων, λατρεία που αυξάνεται όσο περιορίζεται η ισχύς που αποφέρει η στοχαστική ευρωστία.

    Ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνεται τούτη η καταναγκαστική θρησκεία χάνει τη διανοητική του ανοσία. Εξαφανίζεται στα ίδια του τα μάτια, όπως ένας παίκτης που του χαμογέλασε η τύχη, όπως τα είδωλα και οι σταρ, στους οποίους έχει πάψει να ανήκει μέχρι και το ίδιο τους το όνομα. Κάθε κοινωνία χρειάζεται τέτοιες συλλογικές θυσίες, που κάποτε ήταν τελετουργικές. Γιατί να στηλιτεύουμε την ποταπότητα των κολάκων, όταν αυτοί δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά οι ιερουργοί της θυσίας; Αμείλικτη είναι η διαδικασία στο σύνολό της. Συλλογικότητες συνασπίζονται για ν’ αναγορεύσουν κάποιο από τα μέλη τους σε επίτιμο πρόσωπο, που δεν θα πάψουν να εκμηδενίζουν με την ίδια την αφοσίωσή τους. Απλώς, στο παρελθόν αυτό συνέβαινε στα πλαίσια της γιορτής, σήμερα στα πλαίσια της ανίας και της ατονίας. Πρόκειται για μια συνέργεια του δεσποτισμού και της εθελοδουλείας. Μόνο που ο καρικατουρίστικος χαρακτήρας της γίνεται μεγαλύτερος, όταν εκδηλώνεται στη σφαίρα της διανόησης, η οποία προτάσσει μια κάποια πνευματική ελευθερία. Πρέπει κανείς να έχει δει καμιά χιλιοστή καλλιεργημένα πνεύματα να παραμονεύουν από το βάθος της πολυθρόνας τους την άβουλη, πολύωρη σιωπή του γηραιού Λακάν, το ρεσιτάλ σιγής του ενώπιον κάποιων που τον έβλεπαν να αργοπεθαίνει, για να καταλάβει ότι κάποια παράλογη δύναμη έχει εισχωρήσει στην ανθρώπινη ψυχή, προκαλώντας τον μαρασμό αυτού του πάθους του θαυμασμού, που κάποτε υπήρξε το πλέον ευγενές. (σ. 139-141)

  1. Φουκώ: εμμονή με μια ολοένα ακριβέστερη γενεαλογία, διαρκώς εμβριθέστερη επιστροφή σ’ ένα τρέχον χρέος που προκύπτει απ’ την εξάντληση μιας κατακτημένης αντικειμενικότητας. Μοιάζει με μια σκέψη που έχει βαλθεί να στριφογυρίζει ενώπιον ενός εμποδίου που δεν πρόκειται ποτέ της να προσπεράσει – που δεν θα υπερκεράσει ποτέ τη σκιά της, τις διαδικασίες παραγωγής της, την αναδρομική της αλύσωση. Ακριβώς έτσι μετατρέπεται σε απόλυτη αναφορά, συνδέοντας τον εαυτό της με μια ανελαστική κληρονομικότητα της γνώσης, με μια αυθεντία που επιζητεί διακαώς την όσο το δυνατόν σταθερότερη θεμελίωσή της στον χρόνο. Σφικτός κλοιός, που απαγορεύει την πρόβλεψη, πόσo μάλλον τη διάρρηξή του σε παρόντα χρόνο, που απαγορεύει κάθε πνευματική παράβαση του νόμου: πρέπει να είμαστε σίγουροι για κάθε μας βήμα. Πρόκειται για ψευδαίσθηση, αφού καμία σκέψη δεν μπορεί να είναι σίγουρη για τον εαυτό της, ούτε εν γνώσει του μηχανισμού της. Οφείλει ν’ αναλαμβάνει το ρίσκο αυτού που δεν λέει, κι όχι τη σύνεση αυτού που λέει. Όσο κι αν η σύνεση του Φουκώ διαπνέεται αντικειμενικά από μια ειλικρινή αιδημοσύνη, το δράμα του είναι ότι δεν μπόρεσε ποτέ του να υπερβεί τούτη τη γραμμή άμυνας, ότι εγκλωβίστηκε στις ίδιες τις διακρίσεις του, στη διαρκή του αναζήτηση επιπρόσθετων μορφών εξουσίας. Τούτη η αναζήτηση, προκειμένου να συγκροτηθεί, αναμόχλευσε όλη τη στρατηγική ικανότητα του Φουκώ, όλη του την ενέργεια, η αβεβαιότητα της οποίας αύξαινε όλο και παραπάνω, και περιήλθε σε σύγχυση από την υπερβολή της δόξας της. Ο Φουκώ πέθανε απ’ αυτήν την επ’ άπειρον απώλεια ενέργειας, εξαφανίστηκε, ανέλπιδα για μας, αλλά χωρίς καμιά σπουδαία ελπίδα και για τον ίδιο, στα ασαφή σύνορα της Απώτατης Γνώσης. (σ. 141)

  1. Τι άλλο είναι τα γραπτά του Μπαρτ, του Λακάν, του Φουκώ (ακόμη και του Αλτουσέρ) από μια φιλοσοφία της εξαφάνισης; Εξάλειψη του ανθρώπου, της ιδεολογίας. Η απούσα δομή, ο θάνατος του υποκειμένου, η έλλειψη, η αφάνιση. Είναι νεκροί, κι ο θάνατός τους φέρει τα χαρακτηριστικά αυτής της απάνθρωπης σύνθεσης. Φέρει το σήμα μιας Μεγάλης Παραίτησης, μιας αποστασίας, μιας προμελετημένης παραδρομής της γλώσσας, μιας προσχεδιασμένης εξασθένησης της επιθυμίας. Η σιωπή τούς κυκλώνει μέχρι τέλους, ανεξάρτητα απ’ τη μορφή που αυτό θα λάβει, και οι λέξεις υποχωρούν μία προς μία. Η σκέψη τους δεν θα γνωρίσει αίσιο μέλλον, κινδυνεύει μάλιστα, προς μεγάλη λύπη των οπαδών τους, να μην προκαλέσει καμία συνέπεια. Διότι πρόκειται για σκέψεις λεπτοφυείς, για σκέψεις συνεπώς που εκλεπτύνουν το ίδιο τους το ίχνος, και οι οποίες εντέλει ουδέποτε έχουν προκαλέσει ευεργετικές συνέπειες (σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν είναι και ό,τι καλύτερο έχουν κάνει). Εκείνοι των οποίων το έργο ριζώνει σε κάποια ουμανιστική σύνθεση, φιλελεύθερη ή ελευθεριάζουσα (Λεβί-Στρως, Λεφέβρ, Αρόν και Σαρτρ επίσης), επιβιώνουν καλύτερα. Ζωντανοί και μη, δεν έχουν «εξαφανιστεί» κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν έχουν προσβληθεί απ’ τον ιό, το έργο τους τούς διαιωνίζει, και είναι ακάματοι φορείς της δόξας του. Μια ολόκληρη γενιά, αντιθέτως, πρόκειται να εξαφανιστεί, εναρμονιζόμενη πλήρως με ό,τι περιέγραφε και προαισθανόταν ως απάνθρωπο. Αυτά εδώ είναι τα ειρωνικά τους αποτυπώματα, και το έργο των τεθλιμμένων του μέλλοντος θα συνοψιστεί στο ν’ ανεγείρουν θετικά μνημεία, αντάξια της μνήμης μας, μνήμης παχυλής και διανοητικής, ανύποπτης απέναντι στην κομψότητα και στο στυλ της εξαφάνισής τους. (σ. 141-142)

  1. Όνειρο μιας μητριαρχικής ουτοπίας, τρυφερής και θηλυκής, ληθαργικής και νησιωτικής, της Ανταρκτικής και του ημισφαιρίου του Νότου. Όνειρο μιας κινούμενης ηπείρου, όπου ο κανόνας του παιχνιδιού των ειδών, όπου η μορφή του ανθρώπινου και του απάνθρωπου θα είχαν ανατραπεί. Περνώντας τον Ισημερινό, η συνείδηση και το ασυνείδητο θα έπρεπε ν’ αναποδογυρίζουν όπως οι πόλοι, όλες οι ανθρώπινες συναστρίες θα έπρεπε ν’ αντιστρέφονται όπως ο Πολικός Αστέρας και ο Σταυρός του Νότου. Ίχνη αυτού του ονείρου υπάρχουν σε μια ολόκληρη φιλοσοφία της ανέλιξης και της μαρσιπποφορίας. Το πρωτείο ανήκει στους Αβορίγινες, οι οποίοι δεν διαθέτουν καμία έννοια πατρότητας (καλό σημάδι, σε μια εποχή όπου η πατρότητα, η αιτιότητα και η σεξουαλικότητα εν γένει μεταπίπτουν σε φάρσα). Τα μικρά καγκουρό δεν γεννιούνται ποτέ στ’ αλήθεια: ανέρχονται στον σάκο της μάνας τους και μεγαλώνουν στην ανοιχτή κοιλιά της. Εδώ, ακόμη και τα ποτάμια θα χαθούν στο εσωτερικό της γης. Ακόμη και οι λέξεις χάνονται στο εσωτερικό της γλώσσας. Η ίδια εμβρυακή ηρεμία και στο αεροπλάνο, ενός καθησυχασμού δια της ταχύτητας, που μετατρέπεται σε μητρική θαλπωρή. (σ. 143-144)

  1. Ο Νίτσε αναμετράται με τον θάνατο του Θεού, εμείς δεν έχουμε να κάνουμε παρά με την εξαφάνιση του πολιτικού, της ιστορίας. Τούτη η εξαφάνιση μπορεί να λάβει μια παθητική μορφή (Μάης του ’68), μα αυτό συνέβη αναμφίβολα για μία και τελευταία φορά. Ο Μάης εγκαινιάζει μια μακρά μη συμβαντική διαδικασία. Όσοι, λοιπόν, δεν τον έχουν βιώσει, δεν θα κατανοήσουν ποτέ αυτό που συντελείται σήμερα σε μια αραιωμένη του εκδοχή, όπως ακριβώς όσοι δεν βίωσαν τον θάνατο του Θεού δεν μπορούν να κατανοήσουν τίποτα από την ανάρρωση των αξιών. (σ. 163)

 

  1. Η φιλοσοφία θα ήθελε κάλλιστα να αναβάλει την προθεσμία του κόσμου, για να μπορέσει να τού υποβάλει το ερώτημά της. Ξεχνάει ότι ο κόσμος δεν είναι ένα σύμπαν ερωτήσεων, αλλά απαντήσεων, αυτόματων, κι όμως συχνά ποιητικών, απαντήσεων που προεξοφλούν κάθε πιθανή ερώτηση.

    Η φιλοσοφία θα ήθελε κάλλιστα να μεταμορφώσει το αίνιγμα του κόσμου σε φιλοσοφικό ερώτημα, αλλά το αίνιγμα δεν αφήνει χώρο για οποιοδήποτε ερώτημα. Το προβάδισμα της απάντησης καθιστά τον κόσμο ανερμήνευτο.

    Η σύγχρονη φιλοσοφία κομπάζει, από καθαρή αυταρέσκεια, ότι θέτει ερωτήματα που δεν επιδέχονται απαντήσεις, ενώ θα ‘πρεπε να παραδεχτεί ότι δεν υφίστανται καν ερωτήματα, συνεπώς η ευθύνη μας γίνεται ολική, εφόσον εμείς είμαστε η απάντηση – το αίνιγμα του κόσμου γίνεται συγχρόνως κι αυτό ολικό, εφόσον η απάντηση είναι εδώ, και δεν επιδέχεται ερωτήσεις. (σ. 227)

  1. Ο Ντεκάρτ, κατά δική του ομολογία, σκεφτόταν δύο με τρία λεπτά την ημέρα. Τον υπόλοιπο χρόνο, καβαλούσε το άλογό του, ζούσε. Πού στο καλό βρέθηκαν αυτοί οι σύγχρονοι στοχαστές, που σκέφτονται δεκατέσσερις ώρες τη μέρα; Όπως ο Μπαρτ έλεγε ότι στην Ιαπωνία η σεξουαλικότητα εμφανιζόταν στο σεξ και πουθενά αλλού, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανιζόταν οπουδήποτε αλλού πέρα από το σεξ, το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις ιδέες: στην εποχή του Ντεκάρτ, εμφανίζονται στη σκέψη και πουθενά αλλού, στον σύγχρονο κόσμο βρίσκονται οπουδήποτε αλλού πέρα από τη σκέψη. (σ. 231)

  1. Όλα τα σημάδια απελευθέρωσης του τελευταίου αιώνα θα χαθούν σβήνοντας ένα προς ένα, ταχύτερα ακόμα κι απ’ την ανάδυσή τους. Η επιθυμία, το σώμα, το σεξ δεν θ’ αποτελούν παρά ουτοπίες όμοιες με τις άλλες: Πρόοδος, Διαφωτισμός, Επανάσταση, ευτυχία. Ήδη αποφεύγουμε τον ήλιο φοβούμενοι τον καρκίνο (ή μήπως στη θέα της ανάτασης των σωμάτων;), παραιτούμαστε από τη σεξουαλική απόλαυση στο όνομα του κινδύνου, εκφραζόμαστε δημοσίως όλο και λιγότερο, κόβουμε το τσιγάρο, το ποτό, το γαμήσι. Η Νέα Πολιτική Οικολογία προελαύνει. Επαγρυπνείτε πάνω από την προσωπική σας εξίσωση! Ξεσκάστε όσο το δυνατόν λιγότερο, αναλογιζόμενοι την επιβίωση του είδους! Αλλά μη σκάτε! Κάποια στιγμή, η προστατευτική αυτή στρώση θα αντικατασταθεί από τη στρώση των απορριμμάτων που διασπείρουμε στον χώρο. Δικαιολογημένη επάνοδος των πραγμάτων: θα ‘ρθει μια μέρα που η μόλυνση θα γίνει ο λυτρωτής μας, όπως ο τωρινός μας πολιτικός λυτρωτής είναι η δουλεία. (σ. 238)

 

  1. Ο κόσμος έχει μετατραπεί σε σεμινάριο. Τα πάντα προσλαμβάνουν αυτή την ακαδημαϊκή και πληκτική μορφή. Ορισμένες υπάρξεις συνίστανται πλέον αποκλειστικά σε ισόβια σεμινάρια, αναμένοντας να τούς παραχωρηθεί κάποιος δροσερός τάφος στη σκιά της Κουλτούρας. Η τελική Κρίση μεταμορφωμένη σε γιγαντιαίο Συμπόσιο, με καλυμμένα τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής. (σ. 237)

 

  1. Ενάντια στην προσομοίωση μιας γραμμικής ιστορίας «in progress», ας ευνοήσουμε οτιδήποτε υπάγεται στη μη-γραμμικότητα, στον τύπο του Witz ή του αναγράμματος, στην αντιστρεψιμότητα, σαν κι αυτήν του παλινδρόμου στο επίπεδο της γλώσσας. Οτιδήποτε υπάγεται όχι σε μια εκδίπλωση ή μια εξέλιξη, αλλά σε μια αναδίπλωση και σε μια αντιστροφή, προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση του χρόνου.

    Μήπως δεν υπήρξε ποτέ γραμμική εκδίπλωση της Ιστορίας; Μήπως δεν υπήρξε ποτέ γραμμική εκδίπλωση της γλώσσας; Τα πάντα συντελούνται μαιανδρικά, τροπολογικά, μέσω αντιστροφών του νοήματος (πλην των ψηφιακών γλωσσών, οι οποίες, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, παύουν να είναι γλώσσες). Τα πάντα συντελούνται μέσω καταστροφών, μέσω αποτελεσμάτων που παρακάμπτουν τις αιτίες (μεταληπτικών), μέσω συμβαντικών Witz, μέσω διαστροφικών συμβάντων (πλην της αποκατεστημένης ιστορίας, η οποία, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, παύει να είναι ιστορία).

    Ας προτιμήσουμε αυτά εδώ τα συμβάντα, αυτές τις φλογισμένες επανόδους, αυτές τις κακοήθεις καμπύλες, αυτές τις αιθέριες καταστροφές που γκρεμίζουν μια αυτοκρατορία πολύ καλύτερα από τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα. (σ. 240)

  1. Η καθημερινή εμπειρία πέφτει όπως το χιόνι. Άυλη, κρυστάλλινη και μικροσκοπική, σκεπάζει οτιδήποτε ξεπροβάλλει. Απορροφά τους ήχους, τον αντίλαλο των σκέψεων, των γεγονότων, ο άνεμος την σαρώνει πότε-πότε με μια απροσδόκητη βιαιότητα, κι εκείνη εκπέμπει ένα εσωτερικό φως, έναν κακοήθη φθορισμό, που λούζει τα περιγράμματα μιας απροσδιοριστίας του λυκόφωτος. Ας αντικρίσουμε τις νιφάδες του χρόνου, ας αντικρίσουμε τις νιφάδες των ιδεών, ας αντικρίσουμε τη σιωπή που φωτίζεται από κάποιο βόρειο σέλας, ας υποκύψουμε στον ίλιγγο του ενταφιασμού και της λευκότητας. (σ. 56)

  1. Τίποτα δεν ισούται με τη μοναξιά του πιανίστα ενός μεγάλου ξενοδοχείου. Ολόγυρά του δεν υπάρχουν παρά οι ήχοι των κοκτέιλ και των κοσμικών συναθροίσεων, αυτός και η μελωδία του είναι πιο μόνοι κι απ’ τη μοναξιά ενός νησιού. Ωστόσο, σε μια δεδομένη στιγμή, σταματά, και εισπράττει το χειροκρότημα του κόσμου. Διπλή έκπληξη: τούτη η μουσική επιτελούσε λοιπόν κάποιον σκοπό, και οι άνθρωποι την άκουγαν! Έπαιζε όντως κάτι, κι αυτό το κάτι δεν το έπαιζε εις μάτην! Ακόμη κι ο ίδιος μοιάζει κατάπληκτος. Ξέρει όμως καλά, στα βάθη της καρδιάς του, ότι αυτά τα χειροκροτήματα ξεσπούν ακριβώς εξαιτίας της σιωπής της μουσικής του, που αυτοί οι ανισόρροποι την αντιλαμβάνονται σαν ζάχαρη που λιώνει στο ποτήρι τους. Έτσι, ως άλλη φαλακρή τραγουδίστρια, σπεύδει να ξαναπιάσει τη μελωδία. (σ. 195)

 

  1. Τα σημεία, τα σημεία, αυτό είναι όλο κι όλο ό,τι έχουμε να πούμε; Οι άνθρωποι κινούνται, οι άνθρωποι ονειρεύονται, συνομιλούν ή σωπαίνουν, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι εξωπραγματικό. Βγάλτε το σκασμό και κοιτάξτε γύρω σας. Δείτε το φιλοσοφικό κάλλος αυτών των τελευταίων δεκαετιών του αιώνα, την απόκλιση των άστρων πριν τη μοιραία ημερομηνία, και τον διαδραστικό ορίζοντα των ερωτευμένων ζευγαριών – όλα αυτά είναι αδιάσειστα, και με συγκινούν μέχρι δακρύων… Ο χρόνος, ο επερχόμενος χρόνος είναι σαν μια μητρόπολη εγκαταλελειμμένη από τους πληθυσμούς της, αποκομμένη από τις πηγές ενέργειάς της. Και άντε, το είπες αυτό – θα τολμούσες να το προφέρεις στη σκιά του λυκόφωτος; Κάθε τέλος του αιώνα είναι η ευκαιρία μιας εκ νέου αμφισβήτησης της αρχής της πραγματικότητας, αλλά σήμερα πάπαλα, πά-πα-λα. Ο κόσμος σήμερα εργάζεται. (σ. 160-161)

 

  1. Όλες οι ουτοπίες, σύμφωνα με την ενιαία και αστρική κίνηση της τεχνολογίας, προορίζονται να υλοποιηθούν, όπως ο Σωσίας αποκτά πάντοτε υλική μορφή. Ο Άλλος αποσπάται απ’ τη σκιά, απ’ την ψυχή, απ’ την εικόνα, απ’ τον καθρέφτη, για να γίνει σαρξ εκ της σαρκός μου, κύτταρο εκ των κυττάρων μου, κώδικας εκ του γενετικού κώδικά μου. Ό,τι χαρακτηρίζει τον Άλλο σήμερα, δεν είναι η υπερβατικότητα μιας μορφής, μα η εμμένεια μιας φόρμουλας.

    Ο Άλλος είναι ό,τι μού επιτρέπει να μην περάσω στο καθεστώς κυτταρικής παραμόρφωσης του ψευδοπόδιου.

    Η γλώσσα, ό,τι μού επιτρέπει να μην περάσω στο καθεστώς του εγγαστρίμυθου. (σ. 224)

  1. Το ασυνείδητο σήμερα είναι πολύ σοβαρό, και μάλιστα κάπως θλιμμένο, αφού απωθούμε εκεί πράγματα σοβαρά, το σεξ, τον θάνατο, τη λίμπιντο, την επιθυμία. Αλλά αν η ειρωνεία και η αυθάδεια δεχτούν κάποτε το πλήγμα μιας απώθησης, τι μορφή θα λάβει το ασυνείδητο που θα προκύψει; Θα γίνει ειρωνικό, θ’ αποκτήσουμε ορμές και φαντασιώσεις ειρωνικές και αυθάδεις, που θα εμφανίζονται στα όνειρα και στα lapsus, στη νεύρωση και στην τρέλα. Δεν συμβαίνει ήδη αυτό, κατά κάποιον τρόπο; (σ. 175)

  1. Μια ήπειρος που, εξαιτίας του όγκου της, εκτρέπει τις ηλιακές ακτίνες, και δεν μπορούμε να τη δούμε – εκτρέπει τα σημεία προσανατολισμού, και δεν μπορούμε να τη συναντήσουμε – εκτρέπει την εννοιολογική ακτινοβολία, και δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε.

    Υφίσταται αναμφίβολα ένα τέτοιο νοητικό αντικείμενο, μα δεν θ’ αποκαλυφθεί ποτέ σ’ εμάς, παρά μόνο για ν’ αποκαταστήσει τη λεπτή ανισορροπία που προκαλεί στο πεδίο της πραγματικότητας.

    Μόνο κατ’ αναλογία μπορούμε να το διαισθανθούμε, μόνο δια της προφητείας μπορούμε να το αγγίξουμε, υπάρχει μόνον όσο έχουμε τα μάτια μας κλειστά, σαν μια παραισθησιογόνος φαντασίωση του αμφιβληστροειδούς ή των βλεφάρων. Αλλά αρκεί να προσηλωθούμε για λίγο σ’ αυτό, και θα το κάνουμε να εκπέμψει μια στοχαστική ακτινοβολία.

    Είναι η μεταφυσική της Πράσινης Ακτίνας: οι σφαίρες της ακτινοβολίας της συγκεντρώνονται σ’ ένα ισημερινό σημείο μεταξύ μέρας και νύχτας.

    Αυτός είναι ο απόλυτος ορίζοντας της σκέψης. (σ. 211)

  1. Μπορούμε να φανταστούμε απομαγευμένα κοινωνικά κινήματα; Και, παρόλα αυτά, ισχυρά και ακατάβλητα; Σε τι θα συνίστατο μια θεμελιακά πεσσιμιστική πολιτική στρατηγική, χωρίς αυταπάτες, κυνική μα ενεργητική, που θα μεταμόρφωνε σε ανοιχτή πρόκληση το μοιραίο καθεστώς των δημόσιων υποθέσεων, αντί να εξαντλείται στο να το καμουφλάρει, ανεπιτυχώς βέβαια, αλλά όχι και χωρίς να συμβάλλει στην πολιτική μας αποχαύνωση;

    Οδηγούμαστε σε μια μαλθακή και ανιαρή πανωλεθρία, μόνο και μόνο από την αδυναμία μας ν’ αντικρίσουμε τα πράγματα χωρίς οίκτο, χωρίς εκείνη τη συναισθηματική μεροληψία απ’ την οποία δεν μπορεί παρά να προκύπτει μία αντίστοιχη συναισθηματική πολιτική. Πρέπει μάλλον να συντρίψουμε την ψυχολογική αθλιότητα, που αποτελεί τμήμα της σημερινής κουλτούρας της κρίσης, και στα πλαίσια της οποίας όλος ο κόσμος συνεργεί στην καταδίκη του πεσσιμισμού ως ανήθικου. Αυτή η ανηθικότητα, όμως, είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Αλλά γιατί αυτή η κατάσταση θα έπρεπε ν’ αλλάξει;

    Θα άξιζε ίσως περισσότερο μια ενδεχόμενη αποσύνθεση της πολιτικής σφαίρας; Δεν βρισκόμαστε πλέον σε μια πρωτόγονη κοινωνία, όπου η αποσύνθεση του σώματος θα επιτάχυνε τη συνειδητότητά μας, και θα μπορούσαμε με τη σειρά μας να τού εξασφαλίσουμε μια ταχεία πρόσβαση στην αξιοπρέπεια του θανάτου. Εμείς, αντιθέτως, απολαμβάνουμε να βλέπουμε την ενέργειά μας να μαραζώνει, να εξασθενεί, να πέφτει στην ανυποληψία, και ν’ απορροφά το πένθος μας.

    Το μόνο αληθινό στοίχημα των ημερών είναι η έξοδός μας από την αχρειότητα της πολιτικής μας συνθήκης. Μόνον η απελπισμένη θεώρηση αυτής της κατάστασης μπορεί να συμβάλει στο έργο μας. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη της καταστροφής, όπως εκείνη της παλίρροιας, του ήλιου ή των σεισμικών δονήσεων. Όταν εξαντλούνται τα κοιτάσματα, η σταθερή ενέργεια, πρέπει να καταφεύγουμε στην ενέργεια της ρήξης, στο σεισμικό, στο μορφοκλασματικό. Θ’ αντλήσουμε άραγε κάποια μέρα λίγη ενέργεια απ’ την ίδια τη νύχτα; Το ίδιο ισχύει και για τη νοητική ενέργεια: όταν εξαντλείται η θετική ενέργεια, πρέπει να περιμένουμε την εμφάνιση ενός συμβάντος της δικής του διαβολικής τροπής, της δικής του μέγιστης ανισορροπίας, της δικής του σφοδρότητας. Μοιραία, αλλά πραγματική στρατηγική. Η ενέργεια δεν είναι καθεαυτή μία μορφή καταστροφής; (σ. 168)

  1. Να καταστρέψουμε, λέει, όχι ν’ αποδομήσουμε. Η αποδόμηση είναι μία ισχνή σκέψη, η αντεστραμμένη υποσημείωση του εποικοδομητικού στρουκτουραλισμού. Τίποτε πιο εποικοδομητικό από την αποδόμηση, που πασχίζει να περάσει τον κόσμο από το κόσκινο του κειμένου, να μηρυκάσει το κείμενο και την εξήγηση, με τα άπειρα εισαγωγικά, πλαγιογραφίες, παρενθέσεις και ετυμολογήσεις της, που παύουν στην κυριολεξία ν’ αποτελούν κείμενο. Αυτό που απομένει είναι τα κατάλοιπα μιας βεβιασμένης οργάνωσης του νοήματος, μιας βεβιασμένης κυριολεξίας της γλώσσας. Η αποδόμηση είναι εξίσου ατέρμονη με μια ψυχανάλυση, με την οποία εξάλλου η αποδομητική σκέψη παντρεύεται θαυμάσια. Η αποδόμηση μοιάζει με μια ομοιοπαθητική της διαφοράς, είναι μια αναλυτική των ιχνοστοιχείων. (σ. 231)

  1. Οι κοινωνίες μας αλλάζουν. Δεν μας επιβαρύνει πλέον η αστυνομική ατμόσφαιρα, που στοιχειώνει τους δρόμους και τα μυαλά. Είναι η αστραφτερή και επιδοσιακή ατμόσφαιρα που μας ρουφά τον αέρα. Η ευφορία, το dumping και η επιτάχυνση απορροφούν κυριολεκτικά όλο το περιρρέον οξυγόνο, και μάς πετούν σαν το ψάρι στην άμμο. Δεν μας λείπει πλέον το φως, ή το χρήμα, αλλά ο αέρας. Δεν υποφέρουμε πλέον από την καταπίεση, αλλά από τη δύσπνοια. Αυτή η απορρόφηση, αυτό το ρούφηγμα, οφείλονται άραγε στο ότι πλησιάζουμε στο τέλος του αιώνα; Οι κινήσεις μας έχουν ως μόνο στόχο να τού ξεφύγουμε; Πράγματι, έχουμε αρχίσει να μιμούμαστε ό,τι πιστεύουμε πως θα έπρεπε να είναι ο 21ος αιώνας, ούτως ώστε ν’ αποσοβήσουμε μια θανάσιμη μετάβαση. Αναλωνόμαστε σε προβλέψεις του αέρα, για να ξορκίσουμε το έλλειμμα προοπτικής μας. Επιταχύνουμε για να διασχίσουμε τον κάβο της χιλιετίας σε πλήρη φόρμα, σε μια άψογη αλληλοδιαδοχή εικόνων, αναίσθητοι απέναντι σ’ αυτή τη μαγική ημερομηνία. Οι αριθμοί και τα άστρα έχουν χάσει τον μοιραίο τους χαρακτήρα. Τα χρόνια που έρχονται έχουν ήδη θυσιαστεί. Δεν μετρούν πλέον. Έχουν ήδη πέσει στον κώνο σκιάς του διαστημοπλοίου 2000, σβήνουν στο ημίφως της ταχύτητας. Στο εξής, θα πονοκεφαλιάζουμε και μόνο στο άκουσμα της πατημένης χλόης, του θροΐσματος του ανέμου, και του ήχου του εκπληρούμενου πεπρωμένου. Διότι τα πάντα χύνονται στο αυλάκι αυτού του είδους ολυμπιακής επίδοσης, που η ανθρωπότητα επιβάλλει συλλογικά στον εαυτό της. (σ. 156)

    Πηγή: Jean Baudrillard, Cool Memories I et II, Galilée, Paris 1993

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s