John Gray – Το πρόβλημα του υπερ-φιλελευθερισμού

Το παρακάτω κείμενο του John Gray δημοσιεύτηκε στο The Times Literary Supplement στις 27 Μαρτίου 2018 με τίτλο “The problem of hyper-liberalism“. 

μετάφραση: Στέργιος Ιατρούδης
επιμέλεια-διόρθωση: Αναστασία Βράτζια

Για τους φιλελεύθερους, η πρόσφατη μεταμόρφωση των πανεπιστημίων σε θεσμούς αφοσιωμένους στην εξάλειψη των εγκλημάτων σκέψης πρέπει να φαντάζει παράδοξη. Στο παρελθόν, η ανώτερη εκπαίδευση αναμφίβολα διαμορφωνόταν από ένα ιδανικό της απελευθερωμένης έρευνας. Πλήθος σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών, φιλελεύθερων και μαρξιστών δίδασκαν και ερευνούσαν στο πλευρό ακαδημαϊκών δίχως ισχυρές πολιτικές απόψεις. Οι ακαδημαϊκοί κλάδοι λάτρευαν τις ορθοδοξίες τους και οι αντιφρονούντες θα δυσκολεύονταν να εισακουστούν. Αλλά οι επισκέπτες λέκτορες σπανίως δεν ήταν καλοδεχούμενοι επειδή οι απόψεις τους κρίνονταν ως απερίγραπτες, οι αναγνώσεις των μαθημάτων δεν εποπτεύονταν τακτικά σε περίπτωση που περιείχαν υλικό που θα μπορούσε να δυσανασχετήσει τους φοιτητές, και τα μέλη της σχολής που απέκλιναν από την κυρίαρχη συναίνεση δεν αντιμετώπιζαν απόπειρες αποσιώπησης ή λήξης της καριέρας τους. Μια ανακριτική κουλτούρα δεν είχε ανέλθει ακόμα.

Θα ήταν εύκολο να πούμε πως ο φιλελευθερισμός έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Πρακτικές ανοχής, που κάποτε θεωρούνταν ουσιώδεις για την ελευθερία, τώρα αποδομούνται και απορρίπτονται ως δομές καταπίεσης, και όσες ιδέες ή πίστεις μπαίνουν στο δρόμο αυτής της διαδικασίας αποκλείονται από τον δημόσιο λόγο. Κρίνοντας με παρωχημένα κριτήρια, αυτό είναι το αντίθετο απ’ ό,τι έχουν υποστηρίξει οι φιλελεύθεροι. Αλλά αυτό που έχει συμβεί στην ανώτερη εκπαίδευση δεν είναι ότι ο φιλελευθερισμός υποκαταστάθηκε από κάποια άλλη κυρίαρχη φιλοσοφία. Αντίθετα, αναπτύχθηκε μια υπερ-φιλελεύθερη ιδεολογία που στοχεύει να εκκαθαρίσει την κοινωνία από κάθε ίχνος διαφορετικών κοσμοθεωριών. Αν στα πανεπιστήμια επικρατεί ένα καθεστώς λογοκρισίας, είναι γιατί αυτά έχουν γίνει το μέσο αυτού του εγχειρήματος. Όταν φοιτητές από την Κίνα σπουδάζουν σε δυτικές χώρες, ένα από τα διδάγματα που παίρνουν είναι ότι η εφαρμογή της διανοητικής ορθοδοξίας δεν απαιτεί μια αυταρχική κυβέρνηση. Σε ιδρύματα που διακηρύσσουν την δέσμευσή τους στην κριτική έρευνα, η λογοκρισία είναι πιο αποτελεσματική όταν αυτοεπιβάλλεται. Ένα ίδιον γνώρισμα της τυραννίας, η αστυνόμευση της γνώμης, είναι τώρα μια καθιερωμένη πρακτική σε κοινωνίες που πιστεύουν πως είναι πιο ελεύθερες απ’ όσο ποτέ υπήρξαν.

Μια στροφή στον υπερ-φιλελευθερισμό έχει επίσης συμβεί στην πολιτική. Στη Βρετανία, κάποιοι έχουν περιγράψει την άνοδο του Τζέρεμι Κόρμπιν ως την κατάληψη του Εργατικού Κόμματος από μια τροτσκιστική εκδοχή του μαρξισμού. Δίχως αμφιβολία, κάποιες πτέρυγες του κόμματος επιστρέφουν στις σκληροπυρηνικές αριστερές ομάδες που πάλεψαν για τον έλεγχο των Εργατικών τις δεκαετίες του 1970 και 1980 σε επίπεδο ρητορικής, μεθόδων και πολιτικών. Αλλά η ιδεολογία των κορμπινικών Εργατικών κατά μεγάλο μέρος της δεν είναι ξεκάθαρα μαρξιστική. Στον Μαρξ, ο ιστορικός παράγοντας της προόδου στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι η βιομηχανική εργατική τάξη. Αλλά για πολλούς απ’ αυτούς που εντάχθηκαν στο μαζικό κόμμα που έχει κατασκευάσει ο Κόρμπιν, τα επιβιώσαντα απομεινάρια της τάξης αυτής μπορούν να αποτελέσουν μόνο εμπόδια για την πρόοδο. Με την προσκόλλησή τους στην εθνική ταυτότητα και τις ανησυχίες τους για το μεταναστευτικό, αυτά τα κατάλοιπα του παρελθόντος φράζουν τον δρόμο ενός κόσμου χωρίς κοινοτικά σύνορα και κληρονομικές συλλογικές ταυτότητες ─ ένα όραμα που δίνει ζωή σε αυτό το καινούργιο κόμμα, περισσότερο απ’ ό,τι ο σοσιαλισμός ή η έγνοια για τους πιο αδύναμους. Είναι μια προοπτική που προσελκύει μερίδες από τις μεσαίες τάξεις ─ κυρίως millennials απόφοιτους οι οποίοι, μέσω της υπόσχεσης του Κόρμπιν να καταργήσει τα φοιτητικά δίδακτρα, θα μπορούσαν να είναι σημαντικοί δικαιούχοι των πολιτικών του─ που θεωρούν πως είναι τα πιο προοδευτικά στοιχεία στην κοινωνία. Αλλά υπάρχουν κάποιες αποκαλυπτικές διαφορές μεταξύ αυτών των υπερ-φιλελεύθερων και των προοδευτικών του παρελθόντος.

Μία από αυτές μπορεί να διακριθεί στη φρενίτιδα που περιβάλλει το ζήτημα της αποικιοκρατίας. Οι περίπλοκες και, κατά καιρούς, αντιφατικές πραγματικότητες της αυτοκρατορίας έχουν αποβληθεί από τη διανοητική συζήτηση. Καθώς τα φοιτητικά σώματα έχουν αφοσιωθεί στην απομάκρυνση κειμηλίων της αποικιοκρατικής εποχής από τους δημόσιους χώρους, τμήματα της σχολής έχουν συνασπιστεί για να αποδοκιμάσουν οποιονδήποτε υποστηρίζει πως η κληρονομιά της αυτοκρατορίας είναι άλλη από την απόλυτη εγκληματικότητα. Αν ζούσε σήμερα, μία από αυτές τις αντιφρονούσες φιγούρες θα ήταν ο ίδιος ο Μαρξ, ο οποίος στα γραπτά του για την Ινδία υποστήριζε πως ο αντίκτυπος του βρετανικού ιμπεριαλισμού ήταν, με κάποιους τρόπους, θετικός. Αναγνωρίζοντας πως «η αθλιότητα που προκάλεσαν οι Βρετανοί στο Ινδοστάν είναι ουσιαστικά διαφορετικού είδους και πιο έντονη από όλα όσα είχε υποστεί το Ινδοστάν στο παρελθόν», ο Μαρξ συνέχισε κάνοντας επίθεση στην «ανάξια, τελματωμένη και φυτοζωούσα ζωή» των ινδικών χωριών:

“δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι ειδυλλιακές χωριάτικες κοινότητες, όσο ακίνδυνες κι αν φαίνονταν, υπήρξαν πάντοτε το στέρεο θεμέλιο του ανατολικού δεσποτισμού, περιόριζαν το ανθρώπινο πνεύμα μέσα στη στενότερη δυνατή περίμετρο, μετατρέποντάς το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες….Η Αγγλία, είναι αλήθεια, προκαλώντας μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν, έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρομερών συμφερόντων της και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο. Δεν είναι, όμως, αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι άλλο: Μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένο της χωρίς μια ριζική επανάσταση στην κοινωνική κατάσταση της Ασίας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή ήταν το ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση.”

(“Η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία”, New-York Daily Tribune, 10 Ιουνίου, 1853) *

Φυσικά, ο Μάρξ μπορεί να έκανε λάθος σ’ αυτήν του την κρίση. Από κοινού με τους περισσότερους προοδευτικούς στοχαστές του καιρού του, υπέθεσε ότι η Ινδία και άλλες αποικιοκρατούμενες χώρες θα αντέγραφαν ένα δυτικό πρότυπο ανάπτυξης. Αλλά όπως και άλλοι προοδευτικοί στοχαστές του καιρού εκείνου, θεώρησε επίσης δεδομένο πως αυτό ήταν ένα ζήτημα που μπορούσε και έπρεπε να συζητηθεί. Ποτέ δεν πίστεψε πως η αποικιοκρατία ήταν αυταπόδεικτα επιζήμια στο σύνολο των επιδράσεών της.

Υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τους υπερ-φιλελεύθερους από τους προοδευτικούς στοχαστές των προηγούμενων γενεών. Το περσινό Συνέδριο των Εργατικών ήταν αξιοσημείωτο για ένα ακραίο περιστατικό, που αργότερα καταδικάστηκε από το Εργατικό Κόμμα, όπου ένας ομιλητής φάνηκε να υποστηρίζει πως η διερώτηση για το εάν συνέβη το Ολοκαύτωμα θα πρέπει να είναι ένα θεμιτό μέρος του δημοσίου διαλόγου. Αυτό συνάδει αντιφατικά με τους περιορισμούς στον διάλογο που πολλοί από τους παρόντες ─ υποψιάζομαι ─ θα υποστήριζαν για άλλα θέματα, όπως η αποικιοκρατία. Πάλι, κανείς στην συνάντηση δεν υποστήριξε πως οι μύθοι γύρω από τον κομμουνισμό─ όπως η ιδέα πως η μεγάλης κλίμακας καταπίεση ξεκίνησε με τον Στάλιν─ θα έπρεπε να εκτεθούν σε κριτική έρευνα. Τα κόστη και τα οφέλη της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και του σοβιετικού κομμουνισμού δεν είναι απλά πράγματα∙ η αξιολόγησή τους εμπλέκει περίπλοκες ιστορικές και ηθικές κρίσεις, που θα έπρεπε να συζητώνται ελεύθερα. Αντιθέτως, η υπόθεση πως το Ολοκαύτωμα μπορεί να μη συνέβη ποτέ είναι μια άρνηση ενός αδιαμφισβήτητου γεγονότος. Αν η άρνηση του Ολοκαυτώματος γίνει αποδεκτή ως σεβαστό κομμάτι της ιστορικής έρευνας, τότε το πιο αλάνθαστο σύμπτωμα του αντισημιτισμού κανονικοποιείται. Την ίδια στιγμή, ένα κομβικό σημείο της ιδεολογίας της εναλλακτικής δεξιάς (alt-right), σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα δεν είναι αντικειμενικώς αναγνωρίσιμα στοιχεία του κόσμου, επιβεβαιώνεται.

Ωστόσο, η αδιαφορία για τα γεγονότα δεν εναπόκειται μόνο στην εναλλακτική δεξιά και την υπερ-φιλελεύθερη αριστερά. Είναι διάχυτη μεταξύ των φιλελευθέρων που ενηλικιώθηκαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο ισχυρισμός του Φράνσις Φουκουγιάμα πως με την πτώση του κομμουνισμού ο κόσμος γινόταν μάρτυρας της «καθολικοποίησης της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως ύστατης μορφής της ανθρώπινης διακυβέρνησης» σήμερα περιφρονείται ευρέως. Και όμως, όταν έκανε αυτήν τη διακήρυξη το 1989, στο θερινό τεύχος του National Interest, αυτή εξέφραζε κάτι που πίστευαν οι περισσότεροι φιλελεύθεροι και, παρά τα όσα συνέβησαν έκτοτε, οι περισσότεροι συνεχίζουν να επιμένουν πως ο ρους της ιστορίας κλίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Το πιστεύουν αυτό, παρά το ότι η Μέση Ανατολή είναι ένα συνονθύλευμα θεοκρατίας, κοσμικού απολυταρχισμού και κρατών διασπασμένων από τη δυτική παρέμβαση∙ το μεγαλύτερο μέρος της μετακομμουνιστικής Ευρώπης εξουσιάζεται από ανελεύθερες δημοκρατίες (καθεστώτα που κινητοποιούν τη λαϊκή συναίνεση καθώς διαρρηγνύουν ατομικές και μειονοτικές προστασίες)∙ η Ρωσία κυβερνάται μέσω ενός τύπου εκλογικού αυταρχισμού∙ και οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Τράμπ φαίνεται πως είναι καθ’ οδόν προς ένα ανελεύθερο καθεστώς, διόλου διαφορετικό από αυτά που αναδύθηκαν στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Προσπερνούν το γεγονός πως τα κόμματα της άκρας δεξιάς προσεκλύουν αυξανόμενη υποστήριξη από ψηφοφόρους σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη Γερμανία ─ το κέντρο του εκπληκτικού φιλελεύθερου εγχειρήματος μιας διεθνικής ευρωπαϊκής πολιτείας ─ μια πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε μεγαλύτερους αριθμούς του εκλογικού σώματος που σκοπεύουν να ψηφίσουν το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), παρά τους κεντροαριστερούς σοσιαλδημοκράτες. Στην Ιταλία, η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά έχουν απορριφθεί έναντι ακραίων κομμάτων, μερικά εκ των οποίων συνδέονται με τον φασισμό. Ένας λόγος για τον οποίο η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν πρόκειται να καθολικοποιηθεί, είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις μεταμορφώνεται σε μια εντελώς διαφορετική μορφή διακυβέρνησης.

Πολλοί απ’ αυτούς που πιστεύουν πως ο φιλελευθερισμός βρίσκεται σε κρίση, έχουν αναγνωρίσει τις βαθύτερες αιτίες του φαινομένου ως πρωτίστως οικονομικές. Με κάποιους περιορισμούς, αυτή είναι η άποψη του Έντουαρντ Λους σε ένα από τα καλύτερα πρόσφατα βιβλία για το θέμα, «Η υποχώρηση του Δυτικού Φιλελευθερισμού» (2017). Αν η Δύση δεν μπορεί να συμβαδίσει με την οικονομική και τεχνολογική πρόοδο της Κίνας, και να διανείμει τους καρπούς της οικονομικής της ανάπτυξης ευρύτερα, ρωτάει ο Λους, πώς μπορεί να συντηρεί την αξίωση της ανωτερότητάς της; Από αυτήν τη σκοπιά, οι λαϊκιστικές αναταραχές που έχουν κλονίσει τις δυτικές χώρες αποτελούν ξεκάθαρα μια αντίδραση από μεριάς εκείνων που έχουν αποκλειστεί από τα οφέλη μιας επεκτεινόμενης παγκόσμιας αγοράς. Σίγουρα αυτός ήταν ένας από τους λόγους για την εξέγερση ενάντια στις καθιερωμένες, κυρίαρχες ελίτ, που ξέσπασε το 2016. Το Brexit και η προεδρία του Τραμπ είναι από πολλές πλευρές διαφορετικά, αλλά τίποτα απ’ τα δύο δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων με την δικαιολογημένη αίσθηση του αποκλεισμού του. Η αποστροφή ενάντια στον, εδρεύοντα στην Ουάσινγκτον, ολιγαρχικό καπιταλισμό ήταν ένα από τα στοιχεία της ατμόσφαιρας που εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ. Αλλά οι ψηφοφόροι δεν μισούσαν μόνο την περιθωριοποίησή τους από την οικονομία. Έδιναν, επίσης, απάντηση στην υποτίμηση των αξιών και των ταυτοτήτων τους από κόμματα και αρχηγούς που υποστήριζαν πως μάχονται για την κοινωνική δικαιοσύνη. Η περιφρονητική αναφορά της Χίλαρι Κλίντον σε ένα «καλάθι των αξιοθρήνητων» ήταν εμβληματική. Τα τελευταία χρόνια, καμία κοινωνική ομάδα δεν έχει επικριθεί τόσο πολύ, όσο οι προλετάριοι που βρίσκονται παγιδευμένοι στις εγκαταλειμμένες κοινότητες των αμερικανικών μεταβιομηχανικών wastelands. Με τα οικονομικά τους παράπονα να απορρίπτoνται ως «αντίδραση των λευκών», τις ζωές και τις ταυτότητές τους να περιγελώνται, και την κοσμοθεωρία τους να αποδίδεται σε ελλιπή εκπαίδεση και καθαρή ηλιθιότητα, πολλοί από αυτούς τους μισητούς πληβείους μπορεί να ψήφισαν τον Τραμπ περισσότερο από θυμό, παρά από πεποίθηση. Αν αυτή η διάθεση εμμείνει και διαπεράσει τμήματα των μεσαίων τάξεων, που ακόμα δεν άγγιξε εις βάθος, τότε θα μπορούσε να κερδίσει και δεύτερη θητεία. Μπορεί να μην είναι η οικονομία εκείνη που θα καθορίσει το αποτέλεσμα, αλλά η ανάγκη για σεβασμό.

Σε αυτό το σημείο, η άνοδος ενός ανελεύθερου φιλελευθερισμού γίνεται πολιτικά σημαντική. Το τι γίνεται στη πανεπιστημιούπολη μπορεί να μη μετρά και τόσο αυτό καθεαυτό. Πολλά μέλη των σχολών, αγωνιωδώς προσκολλημένα στο περιθώριο της μεσοαστικής ζωής, έχουν μια φευγαλέα μόνο γνωριμία με την ευρύτερη κοινωνία στην οποία ζουν. Λίγοι έχουν φίλους που να μην είναι επίσης πτυχιούχοι, ελάχιστους επίσης που να είναι βιομηχανικοί εργάτες. Μερίδες των συμπολιτών τους είναι, γι’ αυτούς, ενσαρκώσεις του Άλλου ─ κτηνώδεις εξωγήινοι με τους οποίους σπάνια ή ποτέ δε συναντιούνται. Ο υπερ-φιλελευθερισμός υπηρετεί αυτό το τμήμα της ακαδημίας ως μια νομιμοποιητική ιδεολογία, δίνοντάς τους την ψευδαίσθηση ενός ηγετικού ρόλου στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύ ψυχαγωγικό μείγμα μεγαλοαστικού καριερισμού με αυταρέσκεια που σημασιοδοτείται από την αρετή ─ το υλικό ενός κόμικ, παρόλο που ελάχιστοι μέχρι στιγμής έχουν αναλάβει την αποστολή να το καταγράψουν. Δεν έχουμε δει ακόμα κάτι τόσο καυστικό όσο «Ο άνθρωπος ιστορία» (1975) του Μάλκολμ Μπράντμπερι ή το «Ένας ανήσυχος Δεκέμβρης» (1982) του Σολ Μπέλοου, όπου οι ριζοσπάστες της πανεπιστημιούπολης της προηγούμενης γενιάς απεικονίζονται με σκοτεινό χιούμορ και σατανική σπιρτάδα. Παρόλο που η κλίμακά της έχει διευρυνθεί όσο ποτέ άλλοτε, η πανεπιστημιούπολη είναι μάλλον ένας υπερβολικά μικρός και εσώκλειστος κόσμος ώστε να προκαλέσει σήμερα το ενδιαφέρον πολλών μυθιστοριογράφων.

Κι όμως, οι πολιτικές της ταυτότητας που κηρύσσονται στην πανεπιστημιούπολη έχουν ασύλληπτες επιδράσεις στην κοινωνία. Το “Κάποτε φιλελεύθερος, και πάλι φιλελεύθερος” του Μαρκ Λίλα έχει δεχτεί ευρύτατη επίθεση επειδή υποστηρίζει πως ένα ρουσβελτιανό εγχείρημα δημιουργίας μιας κοινής ταυτότητας που να γεφυρώνει εθνότητες μπορεί να παραγάγει μια μακροβιότερη φιλελεύθερη πολιτική: κάθε τέτοια άποψη, σφυρίζουν οι ανακριτές των σχολών, μπορεί να είναι μόνο μια συγκαλυμμένη υπεράσπιση της λευκής ανωτερότητας. Το βιβλίο του Λίλα δεν μπορεί να κατηγορηθεί με το αιτιολογικό πως επιστρέφει στον Ρούσβελτ. Επιτιθέμενοι σε μια φιλελεύθερη εννοιολόγηση της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας ως μιας καταπιεστικής κατασκευής, οι υπερ-φιλελεύθεροι επιβεβαίωσαν την αντίληψη μεγάλων τμημάτων του αμερικανικού πληθυσμού ─ κυρίως εργατών του μπλε κολάρου που στο παρελθόν ψήφιζαν Δημοκρατικούς ─ πως αποκλείονταν από την πολιτική. Παρουσιάζοντας πώς η πτώση του φιλελευθερισμού στην Αμερική υπήρξε κατά βάση αυτοεπιβαλλόμενη, το βιβλίο του Λίλα έχει υπηρετήσει έναν σημαντικό σκοπό. Αν η ανάλυσή του έχει κάποιο λάθος, αυτό είναι ότι δεν πηγαίνει ακόμα πιο πίσω στον χρόνο και δεν ερευνά τη στιγμή που ο φιλελευθερισμός έγινε μια κοσμική θρησκεία.

Το «Περί ελευθερίας» (1859) του Τζον Στιούαρτ Μιλ μπορεί να φαίνεται ως ένα απίθανο σημείο καταγωγής μιας ανελεύθερης μερίδας του φιλελευθερισμού. Στο δεύτερο κεφάλαιο του εγκωμιασμένου αυτού δοκιμίου, ο συγγραφέας παρουσίασε, με τη μορφή κανόνα, ένα επιχείρημα υπέρ της ελεύθερης έκφρασης:

“Το ιδιαίτερο πρόβλημα, όμως, με την παρεμπόδιση της έκφρασης μιας γνώμης είναι ότι πλήττει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, τόσο τη μέλλουσα όσο και την παρούσα γενιά- εκείνους που υποστηρίζουν αυτή τη γνώμη, αλλά ακόμα περισσότερο εκείνους που διαφωνούν μ’ αυτήν. Αν η γνώμη είναι σωστή, τότε χάνουν την ευκαιρία να αντικαταστήσουν το σφάλμα με την αλήθεια∙ αν είναι λαθεμένη, τότε στερούνται κάτι που είναι σχεδόν εξίσου ωφέλιμο: τη δυνατότητα διαυγέστερης αντίληψης και πιο ζωηρής εντύπωσης της αλήθειας, που είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ αλήθειας και σφάλματος.” *

Για μερικούς, όλα θα ήταν καλά εάν επιστρέφαμε σε αυτές τις παλιές φιλελεύθερες αλήθειες. Αλλά το επιχείρημα του Μιλ έχει περιορισμούς. Βασίζεται στην προϋπόθεση ότι η αλήθεια θα πρέπει να εκτιμάται ως αυτοσκοπός ─ μια υπόθεση που είναι δύσκολο να εναρμονιστεί με την ωφελιμιστική ηθική του φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία το μόνο πολύτιμο πράγμα αυτό καθεαυτό είναι η ικανοποίηση των επιθυμιών. Και αν πολλοί άνθρωποι επιθυμούν αυτό που ο Μιλ (αναφέροντας έναν άγνωστο συγγραφέα) περιέγραψε ως τον «βαθύ ύπνο της αποφασισμένης γνώμης»; Σε ένα μεταγενέστερο έργο του, τον «Ωφελιμισμό», ο Μιλ υποστήριξε πως οποιοσδήποτε είχε γνωρίσει τη διανοητική ικανοποίηση της ελεύθερης έρευνας θα την προτιμούσε από μια απλή ευχαρίστηση: «Καλύτερα να είσαι ένα δυσαρεστημένο ανθρώπινο ον», διακήρυξε, «παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι». Αν το γουρούνι έχει άλλη γνώμη, είναι επειδή το γουρούνι δεν είναι εξοικειωμένο με τις απολαύσεις του νου. Η σιγουριά του Μιλ σ’ αυτό το επιχείρημα είναι κωμική. Ως ένας υψηλόφρων βικτωριανός, ο Μιλ δεν ήταν επαρκώς εξοικειωμένος με τις κατώτερες απολαύσεις για να εκφέρει μια μετρημένη κρίση. Ο ισχυρισμός του ότι τα ανθρώπινα όντα θα προτιμούσαν τη διανοητική ελευθερία από την ικανοποιημένη συμμόρφωση αντέβαινε στην εμπειρική του φιλοσοφία. Μη διαψεύσιμος επί της ουσίας, ήταν ζήτημα πίστης.

Καθώς ποτέ δεν αντιμετώπισε τις αντιφάσεις της σκέψης του, ο Μιλ ήταν πλήρως συνειδητοποιημένος πως διαμόρφωνε μια νέα θρησκεία. Αρκετά επηρεασμένος από τον Αύγουστο Κοντ, ήταν υπέρμαχος αυτού που τόσο ο ίδιος όσο και ο γάλλος θετικιστής φιλόσοφος περιέγραφαν ως «την Θρησκεία της Ανθρωπότητας». Αντί της λατρείας μιας υπερβατικής οντότητας, ο Κοντ δίδασκε στους ακόλουθους της νέας θρησκείας να λατρεύουν το ανθρώπινο είδος ως «το νέο Μέγα Ον». Αντικαθιστώντας τα τελετουργικά του Χριστιανισμού, θα εκτελούσαν καθημερινά τελετές βασισμένες στην επιστήμη, ακουμπώντας τα κρανία τους στο σημείο που η φρενολογία είχε αναγνωρίσει ως την τοποθεσία του αλτρουισμού (μια λέξη που εφηύρε ο Κοντ). Σε ένα δοκίμιο που γράφτηκε λίγο πριν την εμφάνιση τού «Περί ελευθερίας», αλλά δημοσιεύτηκε μετά θάνατον (πέθανε το 1873), ο Μιλ περιέγραψε αυτό το δόγμα ως «μια καλύτερη θρησκεία απ’ όλες εκείνες που συνήθως φέρουν αυτόν τον τίτλο».

Η μετατροπή του φιλελευθερισμού σε θρησκεία από την πλευρά του Μιλ σημείωσε μια θεμελιώδη στροφή. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες κοινωνίες αναδύθηκαν ως παρακλάδια του ιουδαϊκού και χριστιανικού μονοθεϊσμού. Η ιδέα πως η πολιτική και η θρησκευτική αρχή θα πρέπει να είναι διακριτές προεικονίζεται στο γνωμικό του χαρισματικού Εβραίου προφήτη, που κατέληξε να λατρεύεται ως ο ιδρυτής του Χριστιανισμού: «Απόδοτε τα Καίσαρως Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ». Στην Αγγλία του 17ου αι., ο Μίλτον υπερασπίστηκε την ελευθερία συνείδησης και έκφρασης ως μια συνθήκη για την αληθινή πίστη, ενώ ο Τζον Λοκ έβλεπε την ανοχή ως καθήκον απέναντι στον Θεό. Όταν διεκδικούσαν καθολικότητα για τις αξίες αυτές, το έκαναν με την πεποίθηση ότι ήταν θεϊκά ορισμένες. Ο Μιλ και οι κοσμικοί φιλελεύθεροι που τον ακολούθησαν δεν εγκατέλειψαν την αξίωση για καθολικότητα. Την προέταξαν ακόμα πιο δυνατά, και στην πιο ριζοσπαστική μορφή της. Το τι σήμαινε αυτό για τον Μιλ γίνεται εμφανές στο τρίτο κεφάλαιο τού «Περί ελευθερίας»: «Περί της Ατομικότητας ως στοιχείου Ευημερίας». Εδώ, η ελευθερία δεν αναφέρεται πλέον μόνο, ούτε κυρίως, στην προστασία από τον καταναγκασμό του νόμου ή άλλων ατόμων ─ ένα σύστημα ανοχής ─ αλλά σε μια ριζοσπαστική μορφή προσωπικής αυτονομίας ─ την ικανότητα καθενός να δημιουργεί μια ταυτότητα κι έναν τρόπο ζωής για τον εαυτό του, αδιαφορώντας για την κοινή γνώμη ή κάποια εξωτερική αρχή. Στο μέλλον, ένας μονάχα τρόπος ζωής θα γινόταν ανεκτός ─ ο βασισμένος στην ατομική επιλογή.

Είναι ένα προβληματικό όραμα, μερικές από τις δυσκολίες του οποίου διέκρινε φευγαλέα ο Μιλ. Μια κοινωνία που προωθεί την ατομικότητα τέτοιας μορφής, θα ισοπεδώσει τις διαφορές που βασίζονται στην παράδοση και την ιστορία∙ αλλά, καθώς ένα μεγάλο μέρος της ποικιλίας της ανθρώπινης ζωής πηγάζει από εκεί, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η μαζική συμμόρφωση. Σε μια κοινωνία όπως αυτή που οραματίστηκε ο Μιλ, οι άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες σταδιακά θα εξαλείφονταν. Αλλά, αν μια μόνο κοσμοθεωρία είναι αποδεκτή, τι γίνεται με τη διανοητική ποικιλομορφία; Αυτό δεν ήταν ένα θεωρητικό ρίσκο για τον Μιλ. Το βρίσκει υποδειγματικά στον Κοντ, η φιλοσοφία του οποίου, κατέληξε ο Μιλ να πιστεύει, οδηγούσε στον «θάνατο της ελευθερίας» ─ την κατάργηση της διανοητικής ελευθερίας που έρχεται όταν απαιτείται να έχουν όλοι την ίδια άποψη. Ως ένας εχθρικός κριτικός του φιλελευθερισμού που εκτιμούσε την ελεύθερη έρευνα μόνο στο μέτρο που ήταν χρήσιμη για να απομακρύνει τις ανορθολογικές πεποιθήσεις, ο Κοντ καλωσόρισε την άνοδο μιας διανοητικής ορθοδοξίας με τη δύναμή της να επιβάλλεται στην κοινωνία. Ο Μιλ τρομοκρατούνταν από την προοπτική αυτή. Μετά βίας θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια τέτοια ορθοδοξία θα αναπτυσσόταν και θα επιβαλλόταν από φιλελεύθερους, όμοιους με αυτόν.

Η θρησκεία της ανθρωπότητας του Μιλ είχε βαθύτερα προβλήματα. Πίστευε, όπως και ο Κοντ, πως η ανθρωπότητα είναι ένα προοδευτικό είδος, ωστόσο παρέκκλινε τελείως στο πώς αντιλαμβανόταν την πρόοδο. Και τι είναι η «ανθρωπότητα»; Η σύλληψη του ανθρώπινου είδους ως συλλογικού δρώντος που σταδιακά επιτυγχάνει τους στόχους του δεν προσεγγίζεται με την παρατήρηση. Το μόνο που είναι εμπειρικά παρατηρήσιμο είναι όλο κι όλο ότι οι άνθρωποι τα κουτσοκαταφέρνουν με τους αντικρουόμενους στόχους και αξίες τους. Ούτε είναι ξεκάθαρο πως πολλοί άνθρωποι λαχταρούν το είδος της ζωής που προωθούσε ο Μιλ. Αν η ιστορία είναι οδηγός, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων επιθυμεί εξίσου μια αίσθηση ασφάλειας όσο και, αν όχι περισσότερο από, την προσωπική της αυτονομία.

Οι φιλελεύθεροι που διαμαρτύρονται ενάντια στα λαϊκιστικά κινήματα είναι αμετάπειστοι ως προς το ότι οι ψηφοφόροι που τα υποστηρίζουν είναι παραπλανημένοι ή ξεγελασμένοι. Η πιθανότητα αυτά τα κινήματα να εκμεταλλεύονται ανάγκες που οι, εξαιρετικά ατομικιστικές, κοινωνίες μας δεν μπορούν να ικανοποιήσουν δεν λαμβάνεται στα σοβαρά υπόψιν. Στον φιλελευθερισμό που επικράτησε στην περασμένη γενιά, τέτοιες ανάγκες έχουν απορριφθεί ως αταβιστικές προκαταλήψεις, που θα πρέπει να εξαφανίζονται όποτε παρεμποδίζουν σχέδια για διεθνικές κυβερνήσεις ή για μια διευρυνόμενη παγκόσμια αγορά. Αυτή η στάση εξηγεί μεταξύ άλλων γιατί τα αντιφιλελεύθερα κινήματα εξακολουθούν να προχωρούν. Ο φιλελευθερισμός και ο εμπειρισμός έχουν διαχωριστεί, και τίποτα δεν εμπεδώθηκε από το διαχωρισμό τους. Μια από τις ισχυρότερες αποδείξεις ενάντια στην φιλελεύθερη πεποίθηση πως μαθαίνουμε από τα λάθη και τις βλακείες μας προκύπτει από την συμπεριφορά των ίδιων των φιλελεύθερων.

Το γεγονός πως η σύγχρονη πολιτική έχει διαμορφωθεί από κοσμικές θρησκείες είναι ευρέως αναγνωρισμένο στην περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ο «Οίκος της Κυβέρνησης» του Γιούρι Σλέζκιν είναι μια επιβλητική καταγραφή του μπολσεβικισμού ως αποκαλυψιακής σέκτας, που διέφερε από προγενέστερες χιλιαστικές ομάδες στην τεράστια περιοχή επί της οποίας κυριάρχησε και στην κλίμακα ισχύος που άσκησε. Ενώ ο Γιαν Μπόκελσον (Jan Bockelson) και οι Αναβαπτιστές του πρώιμου 16ου αιώνα έλεγχαν μόνο την πόλη του Μύνστερ, ο Λένιν και το κόμμα του εξουσίαζαν τους πληθυσμούς της πρώην αυτοκρατορίας των Ρομανόφ. Διαλύοντας υπάρχοντες θεσμούς, στόχευαν να ανοίξουν το δρόμο σε μια νέα κοινωνία ─ σε μια νέα ανθρωπότητα, πράγματι. Το μπολσεβικικό εγχείρημα δεν οδήγησε πουθενά αλλού πέρα από το θάνατο και τη διάλυση δεκάδων εκατομμυρίων ζωών. Αλλά οι μπολσεβίκοι δεν θα ήταν το τελευταίο χιλιαστικό κίνημα που θα καταλάμβανε την εξουσία ενός σύγχρονου κράτους. Στην πρωτοπόρα μελέτη του «Το κυνήγι της Χιλιετίας» (1957), ο Νόρμαν Κον έδειξε πώς ο ναζισμός ήταν επίσης ένα χιλιαστικό κίνημα. Η Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο και η Καμπότζη του Πολ Ποτ μπορούν να προστεθούν σ’αυτή τη λίστα. Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής του 20ού αιώνα ήταν το κυνήγι αποκαλυψιακών οραμάτων από κοσμικά καθεστώτα.
Ενώ οι φιλελεύθεροι είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν πως τα ολοκληρωτικά κινήματα λειτούργησαν ως διεφθαρμένες θρησκείες, αντιστέκονται σε κάθε ισχυρισμό ότι το ίδιο ισχύει και στη δική τους περίπτωση. Και όμως, μια μορφή ευαγγελικής πίστης έπαιξε έναν εμφανή ρόλο στους πολέμους που διεξήγαγε η Δύση στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στη Λιβύη. Δίχως αμφιβολία, οι πόλεμοι αυτοί υπηρετούσαν γεωπολιτικές στρατηγικές, ασχέτως του φτωχού σχεδιασμού και της κακής εκτέλεσής τους, αλλά η υποστήριξή τους ήταν ένα είδος πίστης: ότι αργά, σποραδικά και με πολλές αναδιπλώσεις, η ανθρωπότητα εξελισσόταν προς μια παγκόσμια κοινωνία, βασισμένη σε φιλελεύθερες αξίες. Οι σημερινοί άνθρωποι μπορεί να διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό ως προς την αφοσίωσή τους σε αυτές τις αξίες∙ κάποιοι μπορεί να είναι μάλιστα και σφοδρά εχθρικοί απέναντί τους. Αλλά αυτό ήταν μονάχα το αποτέλεσμα της χρόνιας καταστολής τους. Απομακρύνετε τους τυράννους και τα καθεστώτα τους και μια νέα ανθρωπότητα θα αναδυθεί από τα ερείπια. Και όταν απέτυχε να υλοποιηθεί, αυτό συνέβη επειδή είχε γίνει ανεπαρκής προετοιμασία για την έλευσή της.

Το πραγματικό μάθημα αυτών των πολέμων ήταν αρκετά διαφορετικό. Ενώ η παρέμβαση μπορεί να δικαιολογείται προκειμένου να προληφθούν τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας ─ για παράδειγμα, μια γενοκτονική επίθεση στους Γεζίντι ─ η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης όπως εμφανίστηκε σε ορισμένες κοινωνίες κατά τους τελευταίους αιώνες δεν μπορεί να μεταμοσχευτεί κατά βούληση σε όλον τον κόσμο. Ύστερα παράγωγα του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού, οι ελευθερίες αυτές είναι προϊόντα ενός συγκεκριμένου προτύπου ιστορικής ανάπτυξης. Σήμερα, απορρίπτονται στις κοινωνίες από τις οποίες προέκυψαν. Η ιδέα ότι ο κόσμος κινείται βαθμιαία προς έναν οικουμενικό πολιτισμό, βασισμένο σε παρωχημένες φιλελεύθερες αξίες είναι τόσο παράξενη, όσο και η θέση του Κοντ ότι ο αλτρουισμός αναδύεται από ένα καρούμπαλο στο κεφάλι.

Οι υπερ-φιλελεύθεροι θα απορρίψουν κάθε ιδέα πως αυτό που προωθούν είναι μια εξωφρενική εκδοχή του φιλελευθερισμού στον οποίο αδιάκοπα επιτίθενται. Και όμως, εμμένει η πίστη πως μια νέα κοινωνία θα εμφανιστεί άπαξ και απαλλαγούμε από τις ιστορικές μας ταυτότητες και γυρίσουμε σε ένα σύστημα όπου όλα θεωρούνται διαφορετικά και, με κάποιο τρόπο, ίδια. Υπ’ αυτό το πρίσμα, όλες οι ταυτότητες είναι ίσες ως προς το ότι είναι κοινωνικές κατασκευές. Πρακτικά, κάποιες ταυτότητες είναι πιο ίσες από άλλες. Για παράδειγμα, οι ταυτότητες όσων ανήκουν σε ιστορικές εθνικότητες και θρησκείες προορίζονται για αποδόμηση, ενώ αυτών που ανήκουν σε εθνικές ή σεξουαλικές μειονότητες, που καταπιέζονταν ή καταπιέζονται, αποκτούν αξία. Το πώς μπορεί να διατηρηθεί αυτή η διάκριση είναι ασαφές. Αν οι ανθρώπινες αξίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά κοινωνικές κατασκευές, πώς μπορεί μια κοινωνία που είναι καταπιεστική να διαχωριστεί από μία που δεν είναι; Ή μήπως όλες οι κοινωνίες καταπιέζουν ένα ανεμπόδιστο ανθρώπινο υποκείμενο που δεν έχει δει ακόμα το φως της μέρας;

Η πολιτική της ταυτότητας αποτελεί μια μετανεωτερική στροφή της φιλελεύθερης θρησκείας της ανθρωπότητας. Το Μέγα Όν έχει γίνει ένας άγνωστος Θεός ─ ένα είδος ανθρώπινου όντος που δεν απαντάται πουθενά στην ιστορία, που δεν χρειάζεται να ορίσει τον εαυτό του μέσω της οικογένειας ή της κοινότητας, της εθνικότητας ή κάποιας θρησκείας. Οι παραλληλισμοί του με την νέα ανθρωπότητα που οραματίστηκαν οι μπολσεβίκοι είναι προφανείς. Αλλά οι συγγένειές του με τον πρόσφατο φιλελευθερισμό είναι πιο συναφείς. Στο παρελθόν, οι φιλελεύθεροι αγωνίστηκαν να συμφιλιώσουν την δέσμευσή τους στην ελευθερία με την αναγνώριση ότι οι άνθρωποι χρειάζονται επίσης μια αίσθηση συλλογικού ανήκειν. Σε άλλα γραπτά του, ο Μιλ ισορρόπησε τον ατομικισμό τού «Περί Ελευθερίας» με την κατανόηση πως μια κοινή κουλτούρα είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η ελευθερία, ενώ ο Αϊζάια Μπερλίν αναγνώριζε πως για τον περισσότερο κόσμο, το να ανήκει σε μια κοινότητα όπου μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας αξιοβίωτης ζωής. Αυτές οι διορατικές ιδέες χάθηκαν, ή καταπιέστηκαν, στα πλαίσια του φιλελευθερισμού που επικράτησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Όταν δεν απορριπτόταν ως αταβιστική, η ανάγκη για μια κοινή ταυτότητα θεωρούνταν ως κάτι που μπορούσε να ικανοποιηθεί στην ιδιωτική ζωή. Σχηματιζόταν, έτσι, ένας παγκόσμιος χώρος που θα αναγνώριζε μόνο την καθολική ανθρωπότητα. Κάθε έργο που ενσάρκωνε τα κατορθώματα ενός συγκεκριμένου κράτους ή χώρας δεν μπορούσε παρά να αποτελεί εμπόδιο σε αυτό το εννοιολογικό σύμπαν. Η υπερ-φιλελεύθερη απαίτηση να εκκαθαριστούν οι δημόσιοι χώροι από σύμβολα παλαιότερης καταπίεσης αναπαράγει μια μεταψυχροπολεμική φαντασίωση περί του τέλους της ιστορίας.

Οι φιλελεύθεροι που ανησυχούν με την άνοδο της νέας δυσανεξίας δεν έχουν προσέξει πόσα κοινά έχουν με αυτούς που την επιβάλλουν. Οι πρόγονοί τους δεν τους μετέτρεψαν παρά σε υπερ-φιλελεύθερες «χιονονιφάδες», που απαιτούν ασφαλείς χώρους όπου δεν θα μπορούν να προβληματίζονται από ανησυχητικά γεγονότα ή ιδέες. Διακατεχόμενοι από την πίστη σε μια φαντασιακή ανθρωπότητα, αμφότεροι επιζητούν να αποδυναμώσουν ή να καταστρέψουν τις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις που στο παρελθόν έχουν στηρίξει την ελευθερία και την ανεκτικότητα. Ανάξιο λόγου από μόνo του και συχνά κωμικά παράλογο, το τρέχον κύμα φρενίτιδας των πανεπιστημιουπόλεων μπορεί να μνημονεύεται για τον ρόλο που έπαιξε στην κατάλυση αυτού που περιγράφεται ακόμα ως η φιλελεύθερη Δύση.

* Για την απόδοση των συγκεκριμένων χωρίων χρησιμοποιήθηκαν αντίστοιχα οι ελληνικές εκδόσεις “Η αποικιοκρατία στην Ασία. Ινδία, Περσία, Αφγανιστάν – 1853” (μτφρ. Σάββας Μιχαήλ, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2003) και “Περί ελευθερίας” (μτφρ. Νίκος Μπαλής, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1983).

Πηγή: the-tls.co.uk

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s