Ο Γκέλνερ για τον εθνικισμό

Δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1995 στο περιοδικό Prospect Magazine.

μετάφραση: Αντώνης Παπαδάκης

Ο Anthony Smith μίλησε πρώτος:

Ο Έρνεστ Γκέλνερ μου δίδαξε τρία βασικά μαθήματα αναφορικά με τον εθνικισμό. Θα ήθελα πρώτα να πω πόσο πολύ με ενέπνευσε -εμένα και όλους μας. Το έργο του μου κέντρισε το ενδιαφέρον για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960, όταν μελετούσα το κύμα απο-αποικιοποίησης στην Αφρική και την Ασία. Ο Έρνεστ Γκέλνερ καθοδήγησε τη διδακτορική μου διατριβή με θέμα τις θεωρίες του εθνικισμού με μεγάλη υπομονή.

Το πρώτο μάθημα για τον εθνικισμό που μου δίδαξε είναι ότι είναι απροσδιόριστος και ασαφής ως έννοια, ακόμα και πρωτεϊκός, όσον αφορά τις εκδηλώσεις του· έτσι, λοιπόν, πρέπει να κατατάξουμε ολόκληρη την πληθώρα των κινημάτων και των ιδεολογιών, προκειμένου να σημειώσουμε πρόοδο στην κατανόηση του φαινομένου.

Δεύτερον, ο Έρνεστ με δίδαξε να εκτιμώ την υποβόσκουσα κοινωνιολογική πραγματικότητα του εθνικισμού. Ενάντια σε όλους όσους μας έλεγαν ότι το έθνος υπάρχει μόνο στη φαντασία και ότι μπορεί να αποδομηθεί έτσι απλά, ο Έρνεστ ανέκαθεν επέμενε ότι τα έθνη και ο εθνικισμός είναι πραγματικά και σημαντικά κοινωνιολογικά φαινόμενα, ακόμη και αν η πραγματικότητά τους είναι πολύ διαφορετική από τους μύθους που λένε για αυτά οι ίδιοι οι εθνικιστές.

Τρίτον, με έπεισε ότι τα έθνη, όπως και ο εθνικισμός, είναι νεωτερικά (modern) φαινόμενα, με την έννοια ότι τα βασικά χαρακτηριστικά του «νεότερου κόσμου» απαιτούν την ύπαρξη εθνών και εθνικισμών.

Και όμως υπάρχουν διαφορές μεταξύ του Έρνεστ και εμού. Εφόσον είναι ολόψυχα «μοντερνιστής», θα ισχυριζόταν ότι το έθνος όχι μόνο είναι σχετικά πρόσφατο· είναι επίσης το προϊόν συγκεκριμένων νεωτερικών συνθηκών -πρώιμη εκβιομηχάνιση με την κοινωνική της κινητικότητα, την ανάγκη «καθολικής εγγραμματοσύνης», δημόσιας εκπαίδευσης και τα συναφή. Πρόκειται για τη νεότερη μετάβαση από παρορμητικούς, μη-γραμματισμένους “χαμηλούς” πολιτισμούς σε πολύ καλλιεργημένους, πεπαιδευμένους και εξειδικευμένους “υψηλούς” πολιτισμούς που δημιουργούν εθνικισμό και έθνη. Δεν είναι ότι βρίσκω αυτή την αποτίμηση λανθασμένη -μόνο που λέει το μισό της ιστορίας.

Ο εθνικισμός παρέχει την αποκλειστική νομιμότητα των κρατών σε όλο τον κόσμο. Για τους περισσότερους ανθρώπους, τα έθνη -ιδίως τα δικά τους έθνη- φαίνονται πανάρχαια κι αμνημόνευτα. Δεν μπορούμε εύκολα να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς έθνη, ούτε είμαστε ευχαριστημένοι με την ιδέα ότι το έθνος μας είναι ένα πρόσφατο δημιούργημα ή μια κατασκευή των ελίτ.

Σήμερα, ωστόσο, οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν την ιδέα των εθνών που υπάρχουν διαχρονικά μέσα από την αρχαιότητα και το μεσαίωνα ως απλώς «αναδρομικό εθνικισμό». Σύμφωνα με τον Benedict Anderson, το έθνος θεωρείται ως «φαντασιακή πολιτική κοινότητα». Αλλά δεν υπάρχει τίποτα το αντιφατικό στο να λέμε ότι κάτι είναι τόσο φαντασιακό όσο είναι και πραγματικό: ο Παρθενώνας, ο καθεδρικός ναός του Chartres και η οροφή του παρεκκλησίου της Σιξτίνα δεν είναι λιγότερο πραγματικές και χειροπιαστές, με όλη την μεγάλη φαντασία των δημιουργών και των θεατών τους. Αλλά εάν τα έθνη δεν κατασκευάζονται, αποτελούν πολιτιστικά τεχνουργήματα που δημιουργούνται με τον ίδιο τρόπο όπως τα καλλιτεχνικά μνημεία; Πιστεύω, παρόλο που συχνά μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία του εσκεμμένου σχεδιασμού και της ανθρώπινης δημιουργικότητας στο σχηματισμό τους, ότι τα έθνη και οι εθνικισμοί είναι επίσης προϊόντα παραδόσεων και κληρονομιών που έχουν συγχωνευθεί ανά τα χρόνια.

Αυτό που συχνά παραβλέπουν οι μοντερνιστές είναι η ανθεκτικότητα των εθνοτικών δεσμών και των πολιτισμικών συναισθημάτων, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις χρονολογούνται στους προ-νεωτερικούς χρόνους. Δεν είναι όλα τα σύγχρονα έθνη θεμελιωμένα σε κάποιους προγενέστερους εθνικούς δεσμούς, αλλά πολλά τέτοια έθνη υπήρξαν, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων εθνών στη δυτική Ευρώπη – Γαλλία, Αγγλία, Καστίλλη, Ολλανδία, Σουηδία -και λειτούργησαν ως πρότυπα και πρωτοπόροι της ιδέας του έθνους για τα υπόλοιπα.

Η διανόηση μπορεί να προσκαλέσει τις μάζες στην ιστορία· και να πολιτικοποιήσει αυτές και τις κουλτούρες τους. Αλλά αυτές γιατί ανταποκρίνονται; Όχι μόνο λόγω της υπόσχεσης των υλικών οφελών. Η δημώδης κουλτούρα τους τώρα αποκτά αξία και μετατρέπεται στη βάση μιας νέας μαζικής κουλτούρας του έθνους.

Σε αντίθεση με τον « πολιτειακό», «εδαφικό» εθνικισμό της Γαλλικής Επανάστασης στη Δύση, που αντιλαμβάνεται το έθνος ως εδαφική συσχέτιση πολιτών που ζουν υπό τους ίδιους νόμους και μοιράζονται μια μαζική δημόσια κουλτούρα, ο εθνοτικός εθνικισμός βλέπει το έθνος ως μια κοινότητα γενεαλογικής καταγωγής, δημώδους κουλτούρας, εγχώριας ιστορίας και λαϊκής κινητοποίησης. Το “πολιτειακό” είδος είναι ένας εθνικισμός της τάξης και του ελέγχου· και συνάδει με τα υπάρχοντα εθνικά κράτη και τις κυρίαρχες εθνοτικές ομάδες τους. Αλλά προσφέρει ελάχιστα στις πολλές αφομοιωμένες εθνικές μειονότητες που έχουν ενσωματωθεί στις παλαιότερες αυτοκρατορίες και στα κράτη που τις διαδέχθηκαν. Έτσι, αυτοί και η διανόησή τους στρέφονται στον εθνοτικό εθνικισμό, επιδιώκοντας να ανοικοδομήσουν την κοινότητά τους ως εθνοτικό έθνος. Η πολιτική των τελευταίων είναι η πολιτική της πολιτισμικής εξέγερσης.

Ο Ernest Gellner απάντησε:

Είναι πηγή μεγάλης υπερηφάνειας για μένα που ο μαθητής μου Anthony Smith έγινε ένας από τους κορυφαίους ειδικούς στον εθνικισμό. Όσο για τον Edward Mortimer [πρόεδρο αυτής της δεύτερης συζήτησης στη σειρά του Πανεπιστημίου Warwick για τον εθνικισμό] κάλυψε μια ολόκληρη σελίδα των Financial Times για μένα χωρίς να κάνει μια φορά ούτε ένα λάθος -εκπληκτικό επίτευγμα για έναν δημοσιογράφο. Επομένως, μου δίνει ιδιαίτερη χαρά να επισημάνω ένα πραγματολογικό λάθος στις εισαγωγικές του παρατηρήσεις. Οι πρόγονοί μου δεν ήταν ντόπιοι της πόλης της Πράγας. Ήταν βοημοί επαρχιώτες μικροαστοί -αλλά αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία.

Είναι χρήσιμο στο διάλογο να προδιαγράφουμε σαφή πλαίσια αντιπαράθεσης. Ο Anthony και εγώ τείνουμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο, ο καθένας στο αντίθετο άκρο αυτού που έχει μεταβληθεί σε βασική διαιρετική τομή στη μελέτη του εθνικισμού – την τομή ανάμεσα σε αυτούς που ονομάζω “πρωτογονιστές” (primordialists) και “μοντερνιστές” (modernists). Οι πρωτογονιστές λένε ότι τα έθνη υπήρχαν ανέκαθεν (ή κάποια από αυτά, έστω) και ότι το παρελθόν έχει πρωτεύουσα σημασία. Οι μοντερνιστές, όπως εγώ, πιστεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και ότι τίποτα απ’ όσα συνέβησαν πριν δεν προκαλεί την παραμικρή διαφορά στα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς αποφασίζεις μεταξύ των δύο; Τι είδους στοιχεία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να εξακριβώσουμε την πραγματικότητα του παρελθόντος; Πολλοί από εσάς ίσως θυμούνται ότι ο Bertrand Russell ρώτησε, σαρκαστικά, βρίθοντας από ειρωνεία, πώς γνωρίζουμε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε πριν από πέντε λεπτά, γεμάτος μνήμες; Λοιπόν, πώς μπορείτε να γνωρίζετε; Ίσως και να ήταν. Ποιες είναι οι αποδείξεις; Μια άλλη μορφή που λαμβάνει αυτή η συζήτηση είναι η διαμάχη μεταξύ δημιουργιστών (creationists) και εξελικτικιστών (evolutionists). Η ανθρωπότητα δημιουργήθηκε με τον Αδάμ ή εξελίχθηκε βραδέως;

Τη στιγμή που συζητήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία, μια συγκεκριμένη ερώτηση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα: ο Αδάμ είχε ή δεν είχε ομφαλό; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Όχι, όχι -μπορείτε αν θέλετε να γελάσετε, αλλά προφανώς αν ο Αδάμ δημιουργήθηκε από τον Θεό σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία -4003 π.Χ., ας πούμε- είναι μια φυσική πρώτη αντίδραση να πούμε ότι δεν είχε ομφαλό, επειδή ο Αδάμ δεν πέρασε τη διαδικασία με την οποία οι άνθρωποι αποκτούν ομφαλό.

Είναι πολύ απλό. Τυγχάνει, πράγματι να γνωρίζουμε ποια ερώτηση θα κρίνει αν ο κόσμος είναι πολύ παλιός και η ανθρωπότητα εξελίχθηκε, ή αν ο κόσμος δημιουργήθηκε πριν από περίπου 6.000 χρόνια. Το μόνο που πρέπει να μάθουμε είναι αν ο Αδάμ είχε ομφαλό.

Η ερώτηση που πρόκειται τώρα να απευθύνω είναι η εξής: τα έθνη έχουν ομφαλό ή μήπως όχι; To επιχείρημα στην περίπτωση της νεωτερικότητας είναι ότι η εθνοτική, η πολιτιστική και η εθνική κοινότητα είναι αρκετά σαν τον ομφαλό. Ορισμένα έθνη έχουν, μερικά άλλα όχι. Είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν είναι και τόσο σημαντικό. Αυτό που ο Άντονι λέει, αντιθέτως, είναι ότι είναι αντι-δημιουργιστής. Πιστεύει ότι υπάρχει πληθώρα ομφαλών και ότι είναι απολύτως ουσιώδεις. Λέει -και νομίζω ότι αυτή είναι η ουσία της διαφωνίας μας- ότι o “μοντερνισμός” αφηγείται μόνο το ήμισυ της ιστορίας. Αλλά αν λέει το μισό της ιστορίας αυτό είναι αρκετό για μένα.

Υπάρχουν κάποιες πολύ σαφείς περιπτώσεις όπου ο “μοντερνισμός” αποδεικνύεται ότι ισχύει. Πάρτε τους Εσθονούς λόγου χάρη. Στις αρχές του 19ου αιώνα δεν είχαν καν όνομα για να αυτοπροσδιοριστούν. Αποκαλούνταν απλώς άνθρωποι που ζούσαν στη χώρα, σε αντίθεση με τους γερμανούς ή σουηδούς αστούς και αριστοκράτες και τους ρώσους διοικητές. Ήταν απλά μια κατηγορία, χωρίς καμία εθνική αυτοσυνείδηση. Έκτοτε όμως, έχουν σημειώσει τεράστια επιτυχία στη δημιουργία μιας γεμάτης ζωντάνια, σφύζουσας από ζωή κουλτούρας, την οποία μπορεί να θαυμάσει κανείς στο εθνογραφικό μουσείο του Tartu. Το μουσείο έχει ένα αντικείμενο για κάθε Εσθονό και υπάρχουν ένα εκατομμύριο Εσθονοί. Προφανώς ο πολιτισμός της Εσθονίας δεν κινδυνεύει, αν και οι Εσθονοί προκαλούν αναστάτωση σχετικά με τη ρωσική μειονότητα που έχουν κληρονομήσει από το σοβιετικό σύστημα. Οι Εσθονοί έχουν μια ζωτική και ζωντανή κουλτούρα, αλλά δημιουργήθηκε από το είδος της μοντερνιστικής διαδικασίας που εφαρμόζω θεωρητικά στην εξέταση του εθνικισμού και των εθνών γενικά. Εάν αυτό το είδος της περιγραφής ισχύει για ορισμένα έθνη, τότε οι εξαιρέσεις που πιστώνονται σε άλλα έθνη είναι περιττές.

Το κεντρικό γεγονός του σύγχρονου κόσμου είναι ότι ο ρόλος της κουλτούρας στην ανθρώπινη ζωή μετασχηματίστηκε πλήρως από τη συσσώρευση οικονομικών και επιστημονικών αλλαγών από τον 17ο αιώνα και έπειτα. Ο πρωταρχικός ρόλος της κουλτούρας στην αγροτική κοινωνία ήταν να εγγυηθεί το καθεστώς και την ταυτότητα του λαού -να εδραιώσει την θέση του σε μια πολύπλοκη, συνήθως ιεραρχική, σχετικά σταθερή δομή. Στον σημερινό κόσμο οι άνθρωποι δεν έχουν σταθερή θέση μέσα σε μια δομή. Είναι μέλη μιας εφήμερης επαγγελματικής γραφειοκρατίας στην οποία δεν είναι βαθιά ενσωματωμένοι. Αποτελούν μέλη όλο και πιο χαλαρών οικογενειακών ενώσεων. Και αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι τo πώς μπορούν να ενσωματώσουν και να συστήσουν υψηλό πολιτισμό. Με αυτό εννοώ μια εγγράμματη κωδικοποιημένη κουλτούρα που επιτρέπει την ελεύθερη επικοινωνία χωρίς εμπόδια, την ένταξη στην κοινότητα και την κοινωνική αποδοχή – αυτό είναι εκείνο που συνιστά (το) έθνος. Είναι συνέπεια της κινητικότητας και της ανωνυμίας της σύγχρονης κοινωνίας και της σημασιολογικής, μη φυσικής φύσης της δουλειάς μας που καθιστά την κυριαρχία ενός τέτοιου πολιτισμού και την αποδοχή στους κόλπους του, το πιο πολύτιμο αγαθό ενός ανθρώπου. Αποτελεί προϋπόθεση όλων των άλλων προνομίων και της συμμετοχής στην κοινωνία. Αυτό είναι αυτό που κάνει αυτόματα έναν άνθρωπο εθνικιστή, διότι αν δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ του πολιτισμού εντός του οποίου διαβιεί και του πολιτισμού της οικονομικής, πολιτικής και εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας που τον περιστοιχίζει, τότε βρίσκεται σε μπελάδες. Αυτός και οι απόγονοί του θα εκτεθούν σε παρατεταμένη ταπείνωση. Επιπλέον, η διατήρηση του υψηλού πολιτισμού, μέσω του οποίου η κοινωνία βρίσκεται σε κίνηση, είναι πολιτικά επισφαλής και δαπανηρή. Το κράτος είναι ο προστάτης, συνήθως ο χρηματοδότης -ή τουλάχιστον ο υπεύθυνος ποιότητας – της εκπαιδευτικής διαδικασίας που διαμορφώνει τους ανθρώπους σε μέλη αυτού του υψηλού πολιτισμού. Αυτή είναι μια διαδικασία δημιουργίας -κατά τη γνώμη μου, ισοδύναμη με εκείνο το βιβλικό συμβάν του 6000 π.Χ., όταν η ανθρωπότητα δημιουργήθηκε ξαφνικά.

Ο Anthony θέτει ορισμένα σημεία με τα οποία δεν θα διαφωνούσα με κανέναν τρόπο. Ο πολιτισμός, ή τουλάχιστον μια κοινή μορφή συμβόλων και επικοινωνίας, ήταν σημαντική ακόμα και στην προ-βιομηχανική εποχή. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, οπότε ο “μονο-ομφαλικός” πολιτισμός ήταν τότε ένα κεντρικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών. Ο πολιτισμός φέρει ένα μεγάλο συναισθηματικό φορτίο και τα μέλη του είναι πολύ συνειδητοποιημένα για τη συμμετοχή τους σε αυτό. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τη διαφορά μεταξύ των ανθρώπων που διάβαζαν τον Όμηρο και εκείνων που δεν τον διάβαζαν . Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τη διαφορά μεταξύ των ανθρώπων που είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς αγώνες και εκείνων που δεν την είχαν. Είχαν μια βαθιά περιφρόνηση για τους βάρβαρους, που υποβιβάζονταν στην κατώτερη τάξη. Με αυτή την έννοια ήταν καθαρά πολιτισμικοί σοβινιστές.

Έτσι οι πολιτισμοί είναι μερικές φορές συνειδητοί και αγαπητοί και μερικές φορές αόρατοι και παραμελημένοι. Μερικές φορές, επίσης – αλλά αυτό είναι λιγότερο πιθανό- έχουν πολιτικούς θεσμούς συνδεδεμένους με αυτούς. Αλλά γενικά μιλώντας, η κατάσταση του αγροτικού κόσμου ευνοούσε πολιτικές μονάδες αποτελούμενες από τοπικές, οργανικές κοινότητες οι οποίες ήταν μικρότερες από έναν «πολιτισμό» – ή πολύ μεγαλύτερες, όπως μεγάλες αυτοκρατορίες. Δεν υπάρχει τίποτα ενσωματωμένο στη λογική της πολιτικής συνθήκης που να οδηγεί τις πολιτικές μονάδες να επεκτείνονται στα όρια ενός πολιτισμού. Τείνουν να είναι είτε μικρότερες είτε μεγαλύτερες. Μερικές φορές ένας πολιτισμός εκφραζόταν πολιτικά αλλά ακόμα πιο συχνά δεν το έκανε. Μερικές φορές υπάρχει συνέχεια μεταξύ των πολιτισμών που αγαπήθηκαν στην προ-βιομηχανική εποχή και μερικές φορές υπάρχει ασυνέχεια.

Για παράδειγμα, δεν θα έλεγα ότι υπάρχει μια γνήσια λαϊκή μνήμη ή κάποιο ενδιαφέρον για την Αθήνα του Περικλή στη σύγχρονη Ελλάδα. Υπάρχει κάποια συνέχεια με το Βυζάντιο, ή σε κάθε περίπτωση με την κληρική οργάνωση που άφησε πίσω της. Ως εκ τούτου, θα έλεγα ότι υπάρχει μια ορισμένη ποσότητα “ομφαλού” εδώ, αλλά όχι σε όλα τα παραδείγματα και γενικά δεν είναι ζωτικής σημασίας – δεν είναι σαν τους κύκλους της αναπνοής, της κυκλοφορίας του αίματος ή της πέψης των τροφίμων που θα έπρεπε να έχει ο Αδάμ για να έρθει στη ζωή κατά τη στιγμή της δημιουργίας. Θα πρέπει να έχετε ένα είδος μυθικού παρελθόντος, και συγχρόνως αυτό το παρελθόν θα πρέπει επίσης να είναι πραγματικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι η πολιτισμική συνέχεια είναι τυχαία και μη ουσιώδης.

Πού μας οδηγεί αυτό; Νομίζω ότι οι “εξελικτιστές” έχουν λίγο άδικο λέγοντας ότι ενδιαφέρομαι μόνο για το πώς προήλθαν τα έθνη και όχι για το πώς συμπεριφέρονται. Είναι προφανές ότι έχει σημασία να προβλέψουμε ποια έθνη θα επικυρώσουν τον εαυτό τους και, στην περίπτωση των ενδεχόμενων εθνών, ποιες πολιτισμικές κατηγορίες θα κατισχύσουν και ποιες όχι.

Είναι εγγενές στην κατάσταση το ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει ακριβείς προβλέψεις – μπορεί μόνο να επισημάνει ορισμένους παράγοντες. Το μέγεθος είναι ένας προφανής τέτοιος παράγοντας, καθώς πολύ μικρές πολιτιστικές ομάδες τείνουν να τον εγκαταλείπουν. Η συνέχεια είναι ένας άλλος τέτοιος παράγοντας, αλλά όχι ουσιαστικός. Ορισμένες κοινότητες της διασποράς έχουν επιβληθεί πολύ αποτελεσματικά. Το μέγεθος, η συνέχεια και η ύπαρξη του συμβολισμού είναι πολύ σημαντικά – αλλά και πάλι, οι Εσθονοί δημιούργησαν τον εθνικισμό από το τίποτα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Ο αγροτικός κόσμος ήταν εξαιρετικά πλούσιος σε πολιτισμικές αποχρώσεις. Ο σύγχρονος κόσμος έχει χώρο μόνο για διακόσια ή τριακόσια εθνικά κράτη. Δεν γίνονται όλα τα δυνητικά έθνη πραγματικά -πολλά δεν το δοκιμάζουν καν. Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να εφαρμόσει μια απλή φόρμουλα για να προσδιορίσει ποια θα γίνουν πραγματικά. Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι “μοντερνιστές” έχουν μεγαλύτερη αίσθηση του πώς τα έθνη επινοούν τους ομφαλούς τους, σε αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο τους κληρονομούν.

Πηγή: prospectmagazine.co.uk

1 thought on “Ο Γκέλνερ για τον εθνικισμό”

  1. Πολύ ενδιαφέρον άρθρο. Γενικότερα, σας αξίζουν συγχαρητήρια για την ποιότητα περιεχομένου της “Πλάνης”!

    Like

Leave a comment