Κάθε άλλος είναι ένας άλλος εαυτός μου.”
– Maurice Merleau-Ponty, Η πρόζα του κόσμου
Αυτοβιογραφία. Λογοτεχνικό είδος που γνωρίζει στις μέρες μας μια αξιοπρόσεκτη δημοφιλία. Αν και κατ’ εξοχήν παρεξηγημένη περιοχή της λογοτεχνίας, κατάφερε προοδευτικά, όχι μόνο να ενταχθεί ως ισότιμος παίκτης στο πεδίο των γραμμάτων, αλλά και να κατοχυρωθεί ως ξεχωριστή πηγή αναγνωστικών συγκινήσεων.
Γενικεύοντας υπερβολικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πορεία της νεώτερης λογοτεχνίας, από τη ρομαντική θεματοποίηση και αποθέωση του καλλιτεχνικού εγώ μέχρι τη μοντέρνα διερεύνηση και συνεχή τμήση και εξόρυξη της ατομικής ενδοχώρας, ήταν μια μεγάλη επιχείρηση απενοχοποίησης όχι μόνο του ατομικού, αλλά και των υποατομικών και πλαγκτονικών ζωνών της εμπειρίας. Επιχείρηση η οποία, όπως επισημαίνει ο Δ. Κούρτοβικ (σε μια σειρά κειμένων όπου προσπαθεί να κατανοήσει τους όρους επανόδου, από τη δεκαετία του ’90 και μετά, ενός ορισμένου πραγματολογικού ρεαλισμού ή αυτού που αποκαλεί “λογοτεχνία της βιωματικής πραγματολογίας”), ωθήθηκε, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, μέχρι την αυτοάρνησή της, την κειμενική απορρόφηση των κόσμων αναφοράς, “προχώρησε ακόμη περισσότερο κι έφτασε στο σημείο να θεωρεί το Εγώ σκέτη ψευδαίσθηση” (“Ψάχνοντας στον σκληρό δίσκο του κόσμου”, Η νοσταλγία της πραγματικότητας, Εστία, 2015, σ. 37).
Το εγώ επιστρέφει. Το πρώτο πρόσωπο έχει, βέβαια, καταλάβει εδώ και πολλές δεκαετίες μια, τουλάχιστον ισότιμη, θέση δίπλα στις περισσότερο αντικειμενικεύσιμες προοπτικές του τρίτου προσώπου. Είτε ως νεορομαντική μικρο-μυθολογία του εαυτού και του παρελθόντος του είτε ως ειρωνική επικύρωση της γραφής ενώπιον, όχι μόνο της σιωπής, αλλά της οριστικής απόσυρσης του κόσμου (του γράφοντος έναντι του όντος), είτε ως μια βιωμένη εκδοχή “νοσταλγίας της πραγματικότητας”, η σύγχρονη αυτοβιογραφική αφήγηση μοιάζει να εγγράφεται στη θριαμβευτική κληρονομιά της, καταστατικής για τη λογοτεχνική νεωτερικότητα, βούλησης για αυτοαναφορά.
Άλλοτε ως αυτοβιογράφηση ενός αφηγητή, άλλες φορές ως αδιαμεσολάβητη αφήγηση της ζωής του συγγραφέα (μικρή σημασία έχει εδώ), ο αυτοβιογραφικός λόγος φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πληθωρική επιθυμία του σύγχρονου αναγνώστη για αυθεντικότητα -μετατεθειμένη επιθυμία για αυθεντία. Η ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση για εξομολογητικές, μύχιες, βιωμένες συγγραφικές καταθέσεις μαρτυρεί, ακριβώς, αυτή την ανάγκη της “τεκμηρίωσης”: το βίωμα, η μοναδικότητα της ατομικής εμπειρίας, η αυτονομία του πράττειν έχουν διασωθεί παρόλη τη ριζική αδιαφορία των πραγμάτων και την εξασθένηση του κόσμου. “Μιλώ για τον εαυτό μου, άρα υπάρχουμε”: γύρω από αυτή τη φράση, μοιάζει να υφαίνεται ένα δίκτυο συνενοχής μεταξύ του σημερινού αναγνώστη και του αυτοβιογραφούμενου υποκειμένου, της αφηγηματικής εξατομίκευσης και της κοινωνικής επικύρωσής της.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, που ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζιλ Λιποβετσκί ίσως θα ενέτασσε στην ολική διαδικασία προσωποποίησης και ψυχολογικοποίησης των σύγχρονων κοινωνιών του ναρκισσισμού, τι το ιδιαίτερο έχει να μας προσφέρει το αυτοβιογραφικό δοκίμιο του Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ένας καλός γιος; Πρόκειται για ένα ακόμη γεγονοτολογικό παίγνιο, για τη διδακτική πρόζα (του τύπου “έτσι τα κατάφερα”) ενός διανοούμενου και συγγραφέα που βαδίζει σιγά-σιγά στο προχωρημένο γήρας, για ένα ναρκισσιστικό στριπτήζ που στοχεύει στη διέγερση της αναγνωστικής ηδονοπάθειας; Τίποτα απ’ όλα αυτά.
Όσοι γνωρίζουν, έστω και λίγο, τον συγγραφέα, θα αναγνωρίσουν και σ’ αυτό το βιβλίο τη συνειδητή του απόσταση από τον γλωσσικό πειραματισμό ή την αυτοαναφορική εντυπωσιοθηρία και τη σταθερή επιθυμία επανεύρεσης ενός νεοκλασσικού ύφους. Μιας γραφής που δεν επιτελείται ως ηδονική ενάσκηση, αλλά ως ηθική μέριμνα και εκφραστική καλλιέπεια.
Η αφήγηση του Μπρυκνέρ μπορεί να διαβαστεί ως μυθιστόρημα μαθητείας: διαδοχικό πέρασμα από τη θλίψη της οικογενειακής εστίας στην ενήλικη απελευθέρωση, την περιπέτεια της γραφής, τον ερωτικό πειραματισμό και τη συγγραφική καταξίωση. Η επίμονη κλίση προς τη γραφή, ήδη από πολύ νεαρή ηλικία, η μαγευτική άφιξη στο Παρίσι, οι πάντοτε δειλές και αμφίβολες πανεπιστημιακές απόπειρες, η πνευματική φιλία και βιογραφική συνοδοιπορία με τον Αλαίν Φινκιελκρώτ (όσο και οι μελαγχολικές υπομνήσεις του πνευματικού τους διαζυγίου), η εμβάπτιση στο κλίμα της πειραματικής σεξουαλικότητας, του φουριερικού ουτοπισμού και της πολιτικής κινητοποίησης, η κατάκτηση της συγγραφικής επιτυχίας και η κατάψυξή της στην κοινοτοπία της συζυγικής ζωής και στα αναντίστρεπτα βάρη της οικογενειακής ιστορίας αποτελούν διαδοχικούς σταθμούς μιας πορείας πνευματικής άσκησης που θα διαπλάσει σταδιακά την ιδιοτυπία του μπρυκνερικού σκεπτικιστικού σενσουαλισμού, αυτού του κράματος ουτοπικής βλέψης και κριτικής εγρήγορσης, επικούρειας βιοσοφίας και πολιτικού σκεπτικισμού.
Μπορεί να διαβαστεί, επίσης, ως μυθιστόρημα μιας γενιάς: της γενιάς του γαλλικού ’68. Ο συγγραφέας, εκ των σημαντικότερων συντελεστών της υπέρβασης του μεταδομιστικού αστερισμού των 70s, αναβιώνει το κλίμα και τα πρόσωπα μιας εποχής, διαρρηγνύοντας για άλλη μια φορά τη βουκολική (ή την αντίστοιχη δαιμονική) μυθολογία του ’68. Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τα πρόσωπα πίσω από τις ιδέες, να τοποθετηθεί για μια στιγμή στη σκηνή των καθημερινών τους παθών και να αισθανθεί την ειδοποιό αύρα τους. Προκαλεί, για παράδειγμα, ιδιαίτερη συγκίνηση η μνημονική ανάκληση των συναντήσεων του συγγραφέα με ορισμένα από τα λαμπρότερα πνεύματα μιας προηγούμενης γενιάς: με τον Ρολάν Μπαρτ, μονίμως διχασμένο μεταξύ αιδήμονος οικειότητας και μελαγχολικής απόσυρσης, ή με τον Βλαντιμίρ Γιανκελεβίτς και τον υπέροχο αναχρονισμό της παρουσίας του. Ενώ, από την άλλη, εντυπωσιάζει με την ευθύτητά της η σκιαγράφηση μιας αλαζονικής φιγούρας ισχύος πίσω από τον διακηρυκτικό ελευθερισμό άλλων πρωταγωνιστών της περιόδου (Φουκώ, Κρίστεβα). Προβάλλει, έτσι, ένα ιδιόρρυθμο σκηνικό με τις αντιφάσεις του: την αιώνια συγκατοίκηση της απελευθερωτικής έκκλησης και της εξουσιαστικής σκιάς της, τη διαλεκτική υπαρξιακής απορίας και ανατρεπτικής διαθεσιμότητας, την ταυτόχρονη μη μετακλητότητα της συντελούμενης πολιτισμικής και κοινωνικής αλλαγής, την αναπόδραστη υποχώρηση του ευφορικού κύματος και τις αποκκλίνουσες τροχιές των υποκειμένων.
Ωστόσο, η εστίαση του βιβλίου βρίσκεται αλλού. Δεν έχουμε να κάνουμε με την παρουσίαση μιας οργανικής ανάπτυξης της αυτοβιογραφούμενης προσωπικότητας ούτε με σελίδες της διανοητικής και πολιτισμικής ιστορίας της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του βιβλίου, η αφήγηση εκδιπλώνεται γύρω από το κεντρομόλο πεδίο της σχέσης του συγγραφέα με τον πατέρα του. Ο τελευταίος, αμετανόητος νοσταλγός του Βισύ, μνημείο του μεσοπολεμικού γαλλικού αντισημιτισμού, αυταρχικός και βίαιος, θα σημαδέψει την ζωή του μοναχογιού του διατηρώντας μέχρι τον θάνατό του (το 2012) ανοιχτή την πληγή της μνήμης. Η οικογενειακή ιστορία θα σφραγιστεί έτσι από τις μεταπτώσεις της πατρικής βίας, πάντοτε έτοιμης να επιβληθεί απέναντι στα αδύναμα μέλη: στη μητέρα, με την λυπηρή και θαυμαστή της απροθυμία να τον εγκαταλείψει, και στον μικρό Πασκάλ που μεγαλώνει υμνώντας στο θεό της Εξέγερσης και της απολύτρωσης από τον οικιακό τύραννο. Ο Μπρυκνέρ δεν σταματά στιγμή να βάζει το δάκτυλο στη σκανδάλη της ανάμνησης: απαριθμεί και περιγράφει τις σκηνές του ωμού ξεσπάσματος, κατονομάζει τη βαναυσότητα, ανακαλεί τα εκδικητικά τριγωνικά πάθη, γράφει την ιστορία και το παρόν του άσβεστου θυμού του για εκείνον που κληροδότησε στον ίδιο και στη μητέρα του το ταπεινωτικό φορτίο του πρωτεϊκού μίσους και της οδυνηρής μνήμης του.
Εντούτοις, όπως εικάζει κανείς, το βιβλίο δεν συστήνεται ως μονομερής καταδίκη, μετά θάνατον Δικαστήριο του υιού, μνησίκακη πατροκτονία: η γραφή καταργεί το μίσος. Δίπλα στη ρητή κατονομασία του κακού θάλλει μια υποψία συγχώρησης, μια προσπάθεια κατανόησης, ένα νεύμα κατάπαυσης του πυρός. Η αφήγηση προβάλλει, έτσι, όχι ως λήθη των δεινών, αλλά ως απονομή δικαιοσύνης, ανάσυρση της συνθετότητας των πραγμάτων, συμφιλίωση με το ασυμφιλίωτο. Άλλωστε, η πατρική καθήλωση στα παραδοσιακά τελετουργικά της αυθεντίας (σ’ έναν κόσμο που όδευε ολοταχώς προς τη λήθη της πατρικής λειτουργίας) ρίχνει στην ιστορία του ένα διαφορετικό φως: ο άλλοτε πανίσχυρος κηδεμόνας φαντάζει τώρα στα μάτια των άλλων ως λυπηρή ανορθογραφία, ιστορικό απομεινάρι, ορφανή αναβίωση, γυμνός βασιλιάς.
Ο Μπρυκνέρ μας δείχνει, λοιπόν, την οδό μιας αφήγησης που τελείται ως ηθική διαπραγμάτευση με το τραύμα. Στα νήματα του ακατάλυτου δεσμού μεταξύ πατέρα και γιού, υφαίνει τη ριζικά μη αποκρίσιμη ιστορία της διαπάλης μεταξύ μνήμης και λήθης, συγχώρησης και ασυγχώρητου, παραγραφής και απαράγραπτου. Πλάι στο οικογενειακό δράμα, υψώνεται, έτσι, η ιστορία του μεταπολεμικού εικοστού αιώνα: μια ιστορία αναμέτρησης με την κληρονομιά της επαίσχυντης μνήμης και της αδύνατης εξιλέωσης, της Ενοχής και της επιθυμίας απαλλαγής, του αδιανόητου θανάτου και του μηρυκασμού του.
Αναδύεται, όμως, επίσης η ιστορία της υιϊκής συνθήκης σ’ έναν κόσμο χωρίς πατέρες, η αδυναμία συγκερασμού του ορίζοντα της πατρικής authority και της εμπειρίας του baby-boomer, της βούλησης για αυθεντία και της ατέρμονης αιμορραγίας του συμβολικού. Τι σημαίνει, λοιπόν, ένας καλός γιος στον ορφανό κόσμο μας; Ο Μπρυκνέρ μοιάζει να απαντά: την προσπάθεια να γίνεις ταυτόχρονα πατέρας του εαυτού σου και πατέρας του πατέρα σου.