Η χώρα διένυσε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα την ευφορία του millenium, τις “εθνικές δόξες”, την επιχειρηματική ευημερία, την πτώση, την Αγανάκτηση και την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Τώρα στέκεται γυμνή μπροστά σε μια άγνωστη ακτή. Προφανώς, πρόκειται για τομή· τομή με συνέχειες μαζί. Μπορεί, όμως, να περιγραφεί, έστω λίγο, αυτή η στιγμή; Μπορεί, τουλάχιστον, να γίνει μια απόπειρα.
Η χώρα και οι κάτοικοί της περνούν μια αυτοσυντηρητική στιγμή. Βρίσκονται σε μια συνθήκη όπου επικρατεί μια πολλαπλή ανασφάλεια, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί ή να ηρεμήσει εύκολα. Μια συνθήκη, πολιτισμική και ψυχική, όπου τα διαμελισμένα Εγώ, που έφεραν τα πρώτα χρόνια της κρίσης, αναζητούν ξανά την ενότητα και το νόημά τους. Δεν μπορούν, όμως, να το βρουν στις εντάσεις της πολιτικής, μετά τις συνεχείς διαψεύσεις των προηγούμενων χρόνων, ούτε, βέβαια, στον επιχειρηματικό τομέα, γιατί οι υλικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν.
Και ποια είναι τότε η πολιτισμική και ψυχική κατάσταση ενός σημερινού ανθρώπου; Το συναισθηματικό μούδιασμα μπροστά στο τυχαίο και χαώδες πραγματικό και η ριζική αδυναμία να πάρει όποιου είδους πρωτοβουλία. Μέσα σ’ έναν παραληρηματικό κόσμο, όπου κυριαρχούν οι “ψυχροπολεμισμοί” του Κιμ και του Τραμπ, το απροσδόκητο μιας τρομοκρατικής έκρηξης, η ανισομερής ανάπτυξη των χωρών της ελεύθερης αγοράς, οι νεο-εθνικισμοί και οι αυταρχισμοί, κι όπου ο βάτραχος του Σαμφόρ είναι απαραίτητος, ο σύγχρονος άνθρωπος αρπάζεται από ό,τι μπορεί να του δώσει την ελάχιστη ασφάλεια, ενότητα και διάρκεια. Η “copy paste” τεχνική που προκάλεσε σκάνδαλο, το Survivor και τα παρακλάδια του, η οικιακή ζωή, το γυμναστήριο και ο αθλητισμός, η τέλεια στροφή στον εαυτό μέσω των smart phones, είναι μόνο ελάχιστα παραδείγματα των πολιτισμικών προϊόντων, κλάδων ή πρακτικών, όπου καλύπτεται, έστω στιγμιαία, αυτή η ψυχική αδυναμία.
Κάποιοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, σκεπτόμενοι στη βάση μιας κυκλικής πορείας του χρόνου μέσα στη γραμμικότητά του (ιδέα με ρίζες στον Βίκο), ότι, εφόσον η προηγούμενη περίοδος ήταν μια επανάληψη της Μεταπολίτευσης, η τωρινή κατάσταση αποτελεί επανάληψη της δεκαετίας του ’90. Η άποψη αυτή ενισχύεται, μάλιστα, από φαινόμενα όπως η αναβίωση μουσικών ιδιωμάτων, το ενδιαφέρον για τον μυστικισμό και τις ασιατικές παραδόσεις, τη στροφή ορισμένων λογοτεχνών από την κοινωνική λογοτεχνία σε μορφές λογοτεχνικού εξωτισμού, ή ακόμη τη θέληση πολλών ανθρώπων για εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Σ’ αυτή την άποψη, την εύστοχη ως ένα βαθμό και μελαγχολικά ευχάριστη, πρέπει να προσθέσουμε ότι απουσιάζει κάτι που διαφοροποιεί ριζικά το παρόν μας από τη δεκαετία του ’90· ότι απουσιάζει μια πολιτισμική και ψυχική προϋπόθεση, εκτός της οικονομικής, για να υπάρξει ξανά αυτή η εποχή.
Αυτή η απουσία φαίνεται σε μια γενικευμένη τάση που υπήρχε και τα προηγούμενα χρόνια. Εντοπίζεται, ακριβώς, στην κρίση της πρωτοβουλίας, οποιουδήποτε είδους, στην κρίση της περιπέτειας, στην κρίση της αυτοβιογραφίας και της πράξης, και στην προϋπόθεση όλων αυτών, την κρίση του ατομικού θράσους. Μπορεί, υπό την επίδραση του μεταμοντέρνου της δεκαετίας του ’90, να μην ενδιαφέρει τον άνθρωπο η ιστορική γνώση και να υποκύπτει στην απόλαυση κάθε στιγμής (ο λεγόμενος “παροντισμός”), αλλά ένα μεταμοντέρνο άτομο, εκτός της απαραίτητης οικονομικής ευχέριας, χρειάζεται όσα αυτή τη στιγμή απουσιάζουν για να υπάρξει και να πλέξει την ιστορία του εαυτού του. Τη μόνη ιστορία για την οποία ενδιαφέρεται, άλλωστε.
Εφόσον αυτή τη στιγμή απουσιάζουν και οι υλικές και οι ψυχικές-πολιτισμικές προϋποθέσεις για μια μεταμοντέρνα υποκειμενικότητα, σέρνουμε το μισολιωμένο πανωφόρι της. Ένας ξεθωριασμένος παροντισμός των χαμηλών προσδοκιών τείνει να γίνει ο κανόνας. Εμμονή σε στιγμές, που ενώ ξέρει κανείς ότι είναι ασήμαντες σε σχέση με άλλες, προσπαθεί να αντλήσει απ’ αυτές ένα μίνιμουμ ηδονής, ασφάλειας και νοήματος.
Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για τις ιστορίες που ακούει από νέους (18-28 χρονών περίπου), ιστορίες κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας αλκοόλ ή βρώσης μεγάλης ποσότητας φαγητού, αν δεν αφαιρέσει τη θέληση της εκκεντρικής αυτοπραγμάτωσης και δεν τις εντάξει στην κρίση του ατομικισμού και της αφήγησης-του-εαυτού-στο-μέλλον; Κάποιος μπορεί να πει ότι όλα αυτά είναι παυσίλυπα, ανακουφίζουν την εμπειρία του κενού και της ερήμου ή ότι απλά “η ζωή συνεχίζεται”. Δεν είναι μόνο αυτό, γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, άτομο δεν είναι μόνο αυτό που τρώει ή πίνει υπερβολικά και συμπεριφέρεται εσκεμμένα “εκκεντρικά”. Αυτά τα συμβάντα είναι, με λίγα λόγια, τα τελετουργικά μιας οριακά χρεωκοπημένης ευημερίας και ενός υποβαθμισμένου ατομικισμού.
Αυτό που επικρατεί, δυστυχώς, είναι η αμηχανία και η σιωπή μπροστά στο κενό. Ένα κενό που δεν κρύβει άπειρες δυνατότητες, μέσα από τις οποίες ιδρύεται το άτομο και το ύφος του, όπως ο “βαθμός μηδέν” του Ρ. Μπάρτ, αλλά ένα κενό με ελάχιστες ώς και μηδαμινές δυνατότητες. Γι αυτό και σ΄αυτό το χρονικό σημείο δεν αχνοφαίνεται κάποια διάθεση επαναθέσμισης, επανεπινόησης ή δημιουργίας. Φαίνεται μόνο μια εσωστρέφεια, μέσα στα γέλια και τις φωνές, που δεν οδηγεί νομοτελειακά στον αναστοχασμό, την αυτοκριτική ή τη συλλογή δυνάμεων. Σ’ αυτό το σημείο, στάσιμοι κι εκκρεμείς, στον παραμορφωτικό καθρέπτη της νοσταλγίας ζητιανεύουμε συγκινήσεις.
Αν υπάρχει έστω κι ένας που βρίσκεται σε περιπέτεια, αυτός είναι το νόημα. Το νόημα βρίσκεται ξανά σε περιπέτεια· το νόημα αιμορραγεί, όπως έλεγε ο Χρ. Βακαλόπουλος. Και το ελάχιστο μιας νοηματικής σταθερότητας κι ασφάλειας ανακαλύπτεται σε διαδικτυακές σειρές, επειδή έχουν διάρκεια, ενώ οι κινηματογραφικές ταινίες έχουν κάτι το ακαριαίο· σε μακρόχρονες ερωτικές σχέσεις, που μπορεί να ναυάγησαν, αλλά συνεχίζουν, γιατί υπάρχει ο φόβος της ελευθερίας και των πιθανοτήτων της· σε αφοσίωση στα “του κλάδου μας” στα πανεπιστήμια και στους χώρους εργασίας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που πολιτικοί χώροι στρέφουν ανοιχτά το ενδιαφέρον τους στον κοινοτισμό. Ο αστικός εξωραϊσμός της κοινότητας ενέχει την επιθυμία της, φαντασιακής συνήθως, ασφάλειας. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους τους πολιτικούς χώρους που στρέφονται στον ρεπουμπλικανισμό, ο οποίος, αν δεν είναι φιλελεύθερος, είναι κι αυτός κοινοτιστικός. Υπάρχει μια δυσκολία, δηλαδή, των πολιτικών χώρων να βρουν ένα αίτημα που να περιλαμβάνει το μερικό και το καθολικό, το άτομο και την κοινότητα, τον ατομικισμό και την αλληλεγγύη, την ελευθερία και την ασφάλεια.
Οι αφηρημένες καθολικότητες του Χέγκελ, οι σφαίρες των σοσιαλδημοκρατών, δηλαδή η πολιτική, η οικονομία, η αισθητική κλπ, υπάρχουν για να παρέχουν ένα πλαίσιο ασφάλειας απέναντι σ’ αυτό που ο Μπλούμενμπεργκ αποκάλεσε “απολυταρχία της πραγματικότητας”, μέσα στο οποίο το άτομο αναζητά το νόημά του. Κάποιος θα ‘λεγε βιαστικά ότι αυτός ο πολυθεϊσμός υπάρχει ήδη. Ναι, αλλά απουσιάζει το ρίσκο, το αυτοβιογραφικό πάθος, τα σχέδια ζωής, οι προσδοκίες, που δεν είναι μόνο οικονομικές, και το ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν αυτά να υπάρξουν. Υπάρχει μόνο αναδίπλωση σε ταυτότητες, νοήματα κι ενδιαφέροντα, πρόσκαιρα και ξεφτισμένα. Αναδίπλωση σε μελαγχολίες, ούτε αριστερές ούτε δεξιές, στις αυλές των οποίων βγάζουμε βόλτα τον εαυτό μας, τον κοινότοπο και τον ασήμαντο.