Krzysztof Pomian – Ολοκληρωτισμός

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί επανεπεξεργασμένη μορφή του λήμματος “Ολοκληρωτισμός” του Dictionnaire critique des années de violence 1938-1948. Στην παρούσα μορφή του, δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Vingtième Siècle, revue d’ histoire,  n°47, juillet-septembre 1995, pp. 4-23

μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης

Το επίθετο totalitario εμφανίζεται για πρώτη φορά στα ιταλικά στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας· αρχικά, υποδεικνύει τη διακηρυγμένη τάση επιβολής του φασιστικού κινήματος στο σύνολο των πτυχών της ζωής τόσο του ατόμου όσο και ολόκληρου του έθνους, με σκοπό να τα κατευθύνει προς την επίτευξη των στόχων του· αργότερα, την ανάλογη τάση του κράτους, που είχε πλέον καταληφθεί από το εν λόγω κίνημα και τεθεί στην υπηρεσία του [1]. Την ίδια εποχή, το επίθετο total αποκτά στα γερμανικά μια παρεμφερή σημασία, σε εκφράσεις όπως totale Krieg (ολικός πόλεμος), totale Mobilmachung (ολική κινητοποίηση), totale Staat (ολικό κράτος). Αλλά σε αντίθεση με τους φασίστες, οι οποίοι εντάσσουν τη λέξη totalitario στην επίσημη ορολογία τους, οι εκφράσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα από τους ναζί.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, οι όροι totalitaire και totalitarian, αποδιδόμενοι στο εξής τόσο στον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό όσο και στον μπολσεβικισμό -όρος τον οποίο προτιμούμε από εκείνον του κομμουνισμού, γιατί ανήκει αποκλειστικά στην πολιτική γλώσσα του 20ού αιώνα- κάνουν την εμφάνισή τους στα γαλλικά και στα αγγλικά, στον κόσμο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας. To ουσιαστικό totalitarianism εισάγεται στα αγγλικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30· το γαλλικό αντίστοιχό του γεννιέται στα τέλη της ίδιας δεκαετίας για να εξαπλωθεί μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ολοκληρωτικός και ολοκληρωτισμός: οι λέξεις

Επισφραγισμένες με την καινοτομία τους και ανακαλώντας, χάρη στην ετυμολογική τους διαφάνεια, τις εικόνες μιας ολικής κυριαρχίας, προφητευμένης στο Σιδερένιο τακούνι του Τζακ Λόντον (1907), ή μιας ολικής επιτήρησης, όπως αυτή που είχε θίξει ο Ζαμιάτιν στο Εμείς (1920) και, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, ο Όργουελ στο 1984 (1949), οι λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός”, καθώς και οι μεταφράσεις τους σε όλες τις γλώσσες, έδιναν την εντύπωση ότι κατονομάζουν επαρκώς τα όσα μαθαίναμε, αρχικά για τη φασιστική Ιταλία, τη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, κι έπειτα γι’ αυτή την τελευταία και τις χώρες στις οποίες είτε είχε κυριαρχήσει είτε, όπως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας ή της Κίνας, προσέφερε το παράδειγμά της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν τόσο συχνά από τις προπαγάνδες: την αντιφασιστική και, κυρίως, την αντικομμουνιστική.

Εδραιώθηκαν, έτσι, εκ των πραγμάτων, στο λεξιλόγιο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, ενώ οι απόπειρες να τους αποδοθεί ένα συγκεκριμένο νόημα και να εισαχθούν ομαλά στην ορολογία των κοινωνικών επιστημών, μολονότι προέρχονταν από διαπρεπείς συγγραφείς, δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, τίθεται το ερώτημα της χρησιμότητάς τους για την ανάλυση και τη σύγκριση των πολιτικών οντοτήτων, ενώ την ίδια στιγμή προβλέπεται η αφαίρεσή τους από τη λίστα των όρων στους οποίους κοινωνιολόγοι και ιστορικοί έχουν το δικαίωμα να προσφεύγουν προκειμένου να περιγράψουν ιδεολογίες, κόμματα ή συστήματα άσκησης εξουσίας. Κάτι που μοιάζει να βρίσκεται ήδη στα πρόθυρα της επίτευξης.

Στην πραγματικότητα, αν επιστρέφουν διαρκώς στα χείλη των δημοσιογράφων, οι οποίοι τους επιφυλάσσουν μια χρήση που τις περισσότερες φορές γίνεται αδίκως παρά δικαίως, οι λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός” εμφανίζονται σπάνια σήμερα στο λεξιλόγιο των ιστορικών του παρόντος χρόνου (historiens du temps présent), όπως και σ’ εκείνο των θεραπόντων των κοινωνικών επιστημών, είτε των αγγλόφωνων χωρών είτε της Ιταλίας και της Γερμανίας· απ’ αυτή την άποψη, η Γαλλία μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση. Σχεδόν έχουν πάψει να χρησιμοποιούνται, και μάλιστα εδώ και καιρό, στην περίπτωση της φασιστικής Ιταλίας. Κι εκείνοι οι μειοψηφικοί, οι οποίοι συνεχίζουν να αναγνωρίζουν στις λέξεις αυτές μια ορισμένη συνάφεια με την περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, τις περιβάλλουν με τόσο αυστηρές και πολυάριθμες επιφυλάξεις που καταλήγουν να τις εκκενώνουν από κάθε περιεχόμενο.

Μέχρι και η Σοβιετική Ένωση δεν χαρακτηρίζεται πλέον ως μια κατεξοχήν ολοκληρωτική χώρα. Στη Δύση, όπου μια σημαντική μερίδα της αριστερής κοινής γνώμης αρνούνταν ανέκαθεν να την καταδικάσει χαρακτηρίζοντάς την ως “ολοκληρωτική”, πολλοί ειδικοί θεωρούν τις λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός” ως κατάλοιπα του ρητορικού οπλοστασίου του Ψυχρού Πολέμου, απρόσφορες για το εννοιολογικό υλικό της έρευνας. Όσο για τους υπερασπιστές τους, πρόκειται τις περισσότερες φορές για πρώην αγωνιστές που πέρασαν στην πλευρά του αντικομμουνισμού ή για πρώην αντιφρονούντες που δίνουν πλέον την εντύπωση ότι διεξάγουν μια μάχη χωρίς αντίπαλο.

Οι χώρες του πάλαι ποτέ σοβιετικού μπλοκ, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, είναι οι μόνες στις οποίες πανεπιστημιακοί αναγνωρίζουν, ακόμη και ως προφανές, το γεγονός ότι ο ολοκληρωτισμός δεν αποτελεί μια ιδεολογική μυθοπλασία, αλλά μια ιστορική πραγματικότητα. Οπουδήποτε αλλού, οι λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός” βυθίζονται σε μια τόσο μεγάλη απαξία, που είναι δύσκολο να τις διασώσουμε. Δικαιούμαστε, ωστόσο, να αναρωτηθούμε αν κάτι τέτοιο αξίζει τον κόπο. Οι λέξεις αυτές παραπέμπουν πράγματι σε γεγονότα τα οποία ο ιστορικός είναι σε θέση να εξακριβώσει; Και, αν ναι, είναι όντως αναγκαίες; Δεν μπορούμε να μελετήσουμε την ιστορία του 20ού αιώνα προσπερνώντας τες; Εκτός κι αν είναι οι μόνες που κατονομάζουν κάτι, το οποίο η παραδοσιακή γλώσσα της πολιτικής σκέψης αδυνατεί να εκφράσει. Τι κατονομάζουν, όμως, αλήθεια;

Υπάρχει ένα, όχι αμελητέο, επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της διάσωσής τους. Η εμφάνιση στο πολιτικό λεξιλόγιο ενός νέου όρου, η διάδοσή του και η εδραίωσή του σε διαφορετικές γλώσσες δεν είναι συνηθισμένα φαινόμενα. Γνωρίζουμε, όμως, χάρη στις εργασίες της ιστορικής σημασιολογίας, ότι τέτοια φαινόμενα σηματοδοτούν γενικά αλλαγές που παράγονται στην τάξη των ίδιων των γεγονότων, η συνειδητοποίηση των οποίων καταλήγει κατόπιν στη δημιουργία των αντίστοιχων νεολογισμών. Οι πρώτοι συγγραφείς που χρησιμοποίησαν τη λέξη “ολοκληρωτικός” εξέφραζαν, άλλωστε, με μεγάλη ένταση, το αίσθημα ότι είχαν να κάνουν με κάτι καινούριο, με μια ρήξη με τον 19ο αιώνα, στο επίπεδο των εδραιωμένων ιδεολογιών, της φύσης των πολιτικών κινημάτων ή της οργάνωσης των κρατών. Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαν, βέβαια, να πλανώνται· επίσης, θα μπορούσε κανείς να δείξει πως ό,τι στα μάτια εκείνων έμοιαζε καινοφανές είχε, στην πραγματικότητα, ένα μακρύ παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός”, κυρίως η πρώτη, πέτυχαν, πολύ πριν από τον Ψυχρό Πόλεμο, να κατοχυρωθούν ως κατάλληλες για να ορίσουν κάτι που υποτίθεται πως ήταν χωρίς προηγούμενο.

Όταν, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι θεωρητικοί άρχισαν να εμβαθύνουν το στοχασμό γύρω από τον ολοκληρωτισμό -προκειμένου να τον ορίσουν, να διερευνήσουν τις ρίζες του, να αντιπαραβάλουν τα διαφορετικά είδη του-, αυτό το αίσθημα του καινοφανούς είχε ήδη αμβλυνθεί κατά πολύ. Η φασιστική Ιταλία και η ναζιστική Γερμανία ανήκαν πλέον στην ιστορία· η Σοβιετική Ένωση, αν και συνέχιζε να αποτελεί έναν εικονικό εχθρό, ήταν πλέον μια αναγνωρισμένη χώρα με την οποία μπορούσαμε να συνυπάρχουμε ειρηνικά και η οποία πιστεύαμε ότι θα συνεχίζει να ακμάζει επ’ άπειρον. Είναι η εποχή όπου καταβάλλονται προσπάθειες ώστε ο ολοκληρωτισμός να παρουσιαστεί ως διϊστορικό φαινόμενο και να ενταχθούν υπό το λάβαρό του, μεταξύ άλλων, οι φαραώ, οι βασιλείς της Μεσοποταμίας και οι αυτοκράτορες της αρχαίας Κίνας, ο Μεγάλος Ίνκα, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Ιβάν ο Τρομερός και ο Λουδοβίκος ο 14ος, λες και οι λέξεις όπως “δεσποτισμός”, “δικτατορία”, “απολυταρχία” και “απόλυτη μοναρχία” δεν έφταναν για να περιγράψουν τις αντίστοιχες εξουσίες τους. Προσπάθειες που πηγάζουν από το λάθος που διαπράττει κάθε ιστορικός όταν, αντί να τονίζει τις διαφορές μεταξύ των εποχών και των τόπων, και να ανασύρει κατόπιν, αν αυτό απαιτείται, τις, πάντοτε μερικές και περιορισμένες, ομοιότητες, απαιτεί να βρίσκει ευθύς εξαρχής ταυτίσεις. Προσπάθειες τις οποίες, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν πρόκειται να λάβουμε υπόψη μας σε ό, τι ακολουθεί.

Το πρόγραμμα: διάκριση, αλλά και σύγκριση

Ξεκινήσαμε με τις λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός”, γιατί η ίδια η ύπαρξη αυτού που υποτίθεται ότι σκιαγραφούν αμφισβητείται δεόντως. Όμως, δεν θα μπορέσουμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του ολοκληρωτικού φαινομένου αρκούμενοι σ’ αυτές. Άλλοτε, για να το επιτύχουμε αυτό, ακολουθούσαμε την εξής διαδρομή: ξεκινώντας από έναν ορισμό του ολοκληρωτισμού, αναζητούσαμε στη συνέχεια πολιτικά καθεστώτα, κόμματα ή ιδεολογίες τα οποία πληρούσαν τα κριτήρια που είχαμε εισαγάγει, και μπορούσαν, συνεπώς, να χαρακτηριστούν ως ολοκληρωτικά. Όμως, μια τέτοια διαδρομή, παρά το επιστημονικό της επίχρισμα, δεν οδηγεί πουθενά. Κατ’ αρχήν, επειδή όλοι οι ορισμοί του ολοκληρωτισμού που βρίσκουμε στη σχετική φιλολογία είναι ασαφείς, ενώ οι ερμηνείες τους διίστανται, αν δεν αλληλοαποκλείονται. Έπειτα, επειδή διατυπώνουμε ορισμούς με βάση προεπιλεγμένα παραδείγματα για ν’ αποδείξουμε, σε δεύτερο χρόνο, ότι αυτά τα ίδια παραδείγματα είναι εκείνα που τους αντιστοιχούν· πράγμα που σημαίνει ότι γνωρίζουμε ποια καθεστώτα, κόμματα ή ιδεολογίες είναι ολοκληρωτικά, πριν ακόμη ορίσουμε τον ολοκληρωτισμό. Και, τέλος, επειδή λαμβάνουμε ως δεδομένο ό,τι, εν προκειμένω, τίθεται υπό αίρεση, δηλαδή την ίδια τη χρησιμότητα του όρου “ολοκληρωτισμός” ή του χαρακτηρισμού ενός καθεστώτος, ενός κόμματος ή μιας ιδεολογίας ως ολοκληρωτικών.

Για τους λόγους αυτούς, θα προσπαθήσουμε εδώ να ακολουθήσουμε μια διαφορετική διαδρομή. Ας αφήσουμε τις λέξεις στην ησυχία τους. Μας έδωσαν ήδη ό,τι μπορούσαν να μας δώσουν, κατευθύνοντάς μας προς τον ιταλικό φασισμό, τον γερμανικό ναζισμό και τον μπολσεβικισμό, θεωρούμενους στην τριπλή τους διάσταση (ως ιδεολογίες, πολιτικά κινήματα και συστήματα άσκησης εξουσίας). Παρακινώντας μας, επίσης, να αναρωτηθούμε αν ο φασισμός, ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός υπήρξαν όντως τόσο καινοφανείς όσο πίστευαν την εποχή που εκδηλώθηκαν, με άλλα λόγια αν πηγάζουν πράγματι από μια ρήξη με τις ιδεολογίες, τα πολιτικά κινήματα και τα συστήματα άσκησης εξουσίας του 19ου αιώνα. Και, αν ναι, σε τι συνίστατο αυτή η ρήξη.

Όμως, δεν αρκεί μια καταφατική και στοιχειοθετημένη απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Πρέπει ακόμη να αναρωτηθούμε αν ο φασισμός, ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες, που θα μας επέτρεπαν να τους εξετάσουμε ως είδη του ίδιου γένους, χωρίς, ωστόσο, να αρνούμαστε απαραίτητα τη σημασία των πολλαπλών ανομοιοτήτων και αντιθέσεων που τους διαφοροποιούν, καθώς και των συγκρούσεων στις οποίες τους έχουμε δει να έρχονται αντιμέτωποι. Μόνο αν δικαιούμασταν να θεωρήσουμε τον φασισμό, τον ναζισμό και τον μπολσεβικισμό ως τρία είδη του ίδιου και του αυτού γένους, θα ήμασταν σε θέση να αναρωτηθούμε αν αυτό το τελευταίο θα μπορούσε ορθώς να προσδιοριστεί με τις λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός”, δεδομένης της ιστορικής τους διαδρομής. Και μόνο μια καταφατική και στοιχειοθετημένη απάντηση σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα θα μπορούσε να ξαναδώσει σ’ αυτές τις λέξεις την εγκυρότητα που μοιάζει να έχουν απωλέσει.

Θα απαιτούνταν ένας ολόκληρος τόμος, προκειμένου να υλοποιηθεί στην εντέλεια ένα τέτοιο σχέδιο. Στον περιορισμένο χώρο που μας έχει χορηγηθεί, δεν μπορούμε παρά να καταθέσουμε ένα μικρό σκιαγράφημα. Είναι σημαντικό, όμως, να απαντήσουμε πρώτα σε ορισμένα προκαταρκτικά ερωτήματα που δεν θα παραλείψουμε να θέσουμε. Είναι θεμιτή η συμπαράθεση τριών φαινομένων τόσο βαθιά διαφορετικών μεταξύ τους όσο ο φασισμός, ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός; Και πιο συγκεκριμένα, η αναζήτηση των μεταξύ τους ομοιοτήτων; Μια τέτοια κίνηση δεν αναγνωρίζει εκ προοιμίου ότι έχουμε να κάνουμε με τρία είδη ενός και του αυτού γένους, ό,τι, για την ακρίβεια, χρήζει απόδειξης;

Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, στην πραγματικότητα αντιρρήσεις μεταμφιεσμένες σε μορφή ερώτησης, πρέπει να διακρίνουμε τρεις τάξεις λόγων που καθιστούν θεμιτή τη σύγκριση μεταξύ των τριών φαινομένων: ιδεολογικο-πολιτικοί, φιλοσοφικοί και μεθοδολογικοί. Οι πρώτοι είναι αυτοί που θα μας απασχολήσουν περισσότερο.

Όποιος θεωρεί πολιτικά αθέμιτη την ίδια τη σύγκριση μεταξύ φασισμού, ναζισμού και μπολσεβικισμού, υιοθετεί τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί κανείς να τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά, την επανάσταση και την αντίδραση, το προλεταριάτο και την αστική τάξη, ή, από την αντίπαλη οπτική, τις εθνικές δυνάμεις και τους κοσμοπολίτες, χωρίς να δημιουργεί ένα απαράδεκτο αμάλγαμα. Οι δύο οπτικές μοιράζονται την υπόθεση ότι ο πολιτικός χώρος διαπερνάται από μια τέτοια διχοτομική διαίρεση, που τον κάνει να εξαντλείται στα, ριζικά ετερογενή μεταξύ τους, άκρα του. Πράγμα που συμβαίνει να αποκλείει κάθε ενδιάμεση τοποθέτηση.

Αν απορρίψουμε, όμως, αυτή την υπόθεση -και, όπως θα δούμε, έχουμε κάθε λόγο να το κάνουμε-, διαπιστώνουμε ότι, για όποιον πιστεύει ότι διατηρεί μια ενδιάμεση θέση στο πολιτικό φάσμα, μια σύγκριση μεταξύ των άκρων που, για λόγους αμοιβαία αποκλειόμενους, πασχίζουν να την εξαλείψουν, είναι απολύτως θεμιτή. Εντούτοις, ο σημερινός ιστορικός, αντιμέτωπος με κείμενα που προβαίνουν σε τέτοιου τύπου συγκρίσεις για να καταλήξουν εντέλει σε ταυτίσεις, καθώς και με κείμενα που αμφισβητούν τις ίδιες τις προϋποθέσεις των πρώτων, δεν μπορεί απλώς να αναπαράγει τα λεγόμενα των ίδιων των πρωταγωνιστών για τους εαυτούς τους. Πρέπει να τα υποβάλλει σε κριτική, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αποκλείσει a priori την ιδέα της συγκριτικής εξέτασης ιδεολογιών, πολιτικών κινημάτων ή συστημάτων άσκησης εξουσίας, των οποίων οι εκπρόσωποι, αυτό που κυρίως δεν ήθελαν, ήταν να τα συγκρίνουν· σημαίνει, όμως, επίσης ότι δεν θα μπορούσε να προεξοφλήσει την ταυτότητά τους.

To σχέδιο που προτείνουμε εδώ μπορεί να απορριφθεί, επίσης, για φιλοσοφικούς λόγους, στο όνομα του ανεπανάληπτου χαρακτήρα των ιστορικών γεγονότων, που υποχρεώνει τον ιστορικό, αν επιθυμεί να είναι πιστός στο αντικείμενό του, να αναλαμβάνει ως πρωταρχικό του καθήκον την ανάδειξη της μοναδικότητας αυτού που κάθε φορά μελετά. Από δω μπορεί να προκύψει η απόρριψη κάθε αναζήτησης ομοιοτήτων και επαναλήψεων, καθώς και της χρήσης γενικών εννοιών στην ιστορία. Συναντούμε, έτσι, την παλιά συζήτηση σχετικά με την εγκυρότητα της συγκριτικής ιστορίας και της ίδιας της σύγκρισης στο πεδίο της ιστορικής έρευνας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα, τα επιχειρήματα τόσο της μιας όσο και της άλλης πλευράς είναι ήδη γνωστά. Θα περιοριστούμε, συνεπώς, στην παρατήρηση ότι ο ιστορικός που θα εφάρμοζε κατά γράμμα τις εντολές της ιδιογραφικής ιστορίας (histoire idiographique) θα ήταν καταδικασμένος να περιγράφει, τη μία μετά την άλλη, κάθε στιγμή στη ζωή εκάστου ατόμου.

Απομένει, τέλος, ένα ερώτημα μεθοδολογικής τάξης: μόνο και μόνο το γεγονός της σύγκρισης μεταξύ φασισμού, ναζισμού και μπολσεβικισμού δεν ισοδυναμεί προκαταβολικά με τη θέση ότι αποτελούν τρία είδη του ίδιου και του αυτού γένους; Με καθαρά λογικούς όρους, ναι, φυσικά· αν είναι συγκρίσιμα φαινόμενα, αυτό σημαίνει ότι έχουν κάτι κοινό. Με ιστορικούς όρους, το πράγμα γίνεται πολύ πιο περίπλοκο. Διότι, κατ’ αρχήν, πρόκειται, όπως έχουμε ήδη πει, για ομοιότητες ουσιώδεις, που προσιδιάζουν στις τρεις ιδεολογίες, πολιτικά κινήματα και συστήματα άσκησης εξουσίας που μελετούμε εδώ, πιθανόν και σε ορισμένα ακόμη, αλλά όχι σε όλα. Κι αυτές τις ομοιότητες πρέπει να τις αντιπαραβάλουμε με τις διαφορές τους, για να δοκιμάσουμε κατόπιν να αξιολογήσουμε την αντίστοιχη σημασία των μεν και των δε διαμέσου των συνεπειών τους. Για έναν ιστορικό, η συμπερίληψη στο ίδιο γένος δεν θεμελιώνεται, παρά μόνο αν οι ομοιότητες έχουν σοβαρές συνέπειες· διαφορετικά, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα.

Η φασιστική Ιταλία και η ναζιστική Γερμανία

Στις αρχές της δεκαετίας του ’20, όποιος ενδιαφερόταν για την κατάσταση της Ιταλίας και της Γερμανίας, δεν μπορούσε παρά να μείνει έκπληκτος με την παρουσία στους δρόμους των δύο χωρών, πολιτικών κομμάτων όπως το φασιστικό κόμμα ή το NSDAP, τα μέλη των οποίων φορούσαν διακριτικές στολές και συμπεριφέρονταν σαν να αποτελούσαν στρατό. Οι συνεδριάσεις αυτών των κομμάτων δεν καλούνταν προκειμένου να επεξεργαστούν μια κοινή θέση· υποδέχονταν με ζητωκραυγές τη θέση που ο αρχηγός (ο Duce ή ο Führer) παρουσίαζε στους στρατούς του, οι οποίοι δεν είχαν παρά να περάσουν στη δράση. Γιατί ο αρχηγός θεωρούνταν αλάθητος· δεν συζητούσες μαζί του, απλά υπάκουες. Όσον αφορά τη δράση, συνίστατο ουσιαστικά στη χρήση βίας. Βίας λεκτικής (στον Τύπο, στις προκηρύξεις, στις αφίσες, στις ομιλίες). Και βίας φυσικής, που περιλάμβανε από τις προσπάθειες για πραξικόπημα μέχρι εκφοβισμούς, επιθέσεις και δολοφονίες.

Η ιδεολογία των κομμάτων αυτών παρείχε τη δικαιολόγηση της πρακτικής τους. Συρρίκνωνε, στην πραγματικότητα, την πολιτική σε μια σύγκρουση με τον εχθρό, ο οποίος έπρεπε να εξοντωθεί με κάθε μέσο, σ’ έναν πόλεμο εναντίον των φιλελεύθερων, των δημοκρατών, των συνδικαλιστών, των σοσιαλιστών, των κομμουνιστών, και, για το NSDAP, πρωτίστως εναντίον των Εβραίων. Επιδιωκόμενος στόχος ήταν η απόκτηση της αδιαίρετης εξουσίας μέσω της κατάκτησης του Κράτους. Η οποία κατέληξε, τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία, σ’ ένα σεβασμό της νομιμότητας: ο Μουσολίνι κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση από τον βασιλιά, ενώ ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος του Ράιχ ύστερα από πρόταση του Προέδρου. Ο μετασχηματισμός του πολιτικού καθεστώτος, έγινε, λοιπόν, από τα πάνω, με την ταυτόχρονη χρήση των θεσμών και της αρχής (autorité) του Κράτους, που τέθηκαν στην υπηρεσία του κόμματος και του αρχηγού του, καθώς και των οργάνων του ίδιου του κόμματος.

Ο μετασχηματισμός αυτός συνίστατο στην κατάργηση του Κοινοβουλίου, των εκλεγμένων αρχών και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Στη διάλυση όλων των πολιτικών κομμάτων πλην του νικηφόρου (που θα γινόταν το μοναδικό κόμμα), όπως και όλων των συλλόγων, οργανώσεων και συνδικάτων που δεν δέχτηκαν να υποταχθούν σ’ αυτό το τελευταίο, με μόνη εξαίρεση τις Εκκλησίες, υπό τον όρο ότι θα παρείχαν την ευλογία τους στη νέα εξουσία. Στην κατάργηση της ελευθερίας του Τύπου, του δικαιώματος στην απεργία, της αυτονομίας των πανεπιστημίων και των ερευνητικών ιδρυμάτων. Στον έλεγχο της εκπαίδευσης των νέων και του ελεύθερου χρόνου των εργατών, στην επιμονή γύρω από τον ρόλο της, περιβεβλημένης με πατριαρχικές αξίες, οικογένειας, στα μέτρα που είχαν ως στόχο να ευνοήσουν τη γεννητικότητα. Στη σημασία που αποδιδόταν στην επίσημη προπαγάνδα και στην επιτήρηση της πρόσβασης στον γραπτό Τύπο, στο ραδιόφωνο και στο σινεμά, προκειμένου να εξασφαλιστεί στο κόμμα το μονοπώλιο του δημόσιου λόγου. Στον έλεγχο της οικονομίας και στις κρατικές παρεμβάσεις με στόχο να προκληθεί οικονομική ανάπτυξη μέσω ενός προγράμματος δημοσίων έργων και της ανάπτυξης της βιομηχανίας εξοπλισμών.

Όλα αυτά λάμβαναν χώρα σ’ ένα κλίμα τρομοκρατίας, την οποία ασκούσαν από κοινού η κρατική αστυνομία και τα κομματικά τάγματα κρούσης -οι squadre, στην Ιταλία· τα SA, στη Γερμανία-, με στόχο να διασπάσουν κάθε αντίσταση και να εκκαθαρίσουν όλους όσους θεωρούσαν εχθρούς, αναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν, φυλακίζοντάς τους, υποβάλλοντάς τους σε κατ’ οίκον περιορισμό (Ιταλία) ή στέλνοντάς τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Γερμανία). Όλα αυτά κατέληξαν σ’ ένα νέο σύστημα άσκησης εξουσίας που χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη, σε όλα τα επίπεδα, του κρατικού και του κομματικού μηχανισμού. Ο πρώτος παρέμενε, στο μέτρο του δυνατού, πιστός στους γραφειοκρατικούς κανόνες και τελετουργίες. Ο δεύτερος ενεργούσε σύμφωνα με τις ιδεολογικές του αρχές. Ο πρώτος, σύμφωνα με τις παραδόσεις του, κρατούσε τον πληθυσμό μακριά από τις υποθέσεις του. Ο δεύτερος πάσχιζε να κινητοποιήσει τις μάζες, να διεγείρει τον ενθουσιασμό τους, να κάνει πρόδηλη τη στήριξή τους στο καθεστώς, όμως επίσης, στην περίπτωση της Γερμανίας, να υποδαυλίσει και να αφήσει να εκφραστεί το μίσος τους για τους Εβραίους. Γι’ αυτούς τους λόγους, η συνεργασία της κρατικής με την κομματική γραφειοκρατία δεν θα προχωρούσε χωρίς προστριβές ή συγκρούσεις αρμοδιοτήτων.

Οι δύο μηχανισμοί συμπυκνώνονταν στο πρόσωπο του Duce ή του Führer, επικεφαλής την ίδια στιγμή του κράτους -μολονότι στην Ιταλία το πρωτόκολλο επεφύλασσε αυτή τη θέση στο βασιλιά- και του κόμματος που, σε τελική ανάλυση, ήταν αυτό που έλυνε όλες τις αντιδικίες και λάμβανε τις ύψιστες αποφάσεις. Αν “κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει σχετικά με την κατάσταση εξαίρεσης” (Carl Schmitt), τότε, στη φασιστική Ιταλία και στο ναζιστικό Τρίτο Ράιχ, το σύνολο της κυριαρχίας είχε συγκεντρωθεί στο πρόσωπο του αρχηγού, πηγής των νόμων, κεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας και ανώτατου διοικητή των ενόπλων δυνάμεων. Έχοντας υπαχθεί στη βούληση του αρχηγού, πλήρως κυρίαρχου θεωρητικά, και ευρύτατα κυρίαρχου στην πράξη, το πολιτικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από τους φασίστες και τους ναζί στις αντίστοιχες χώρες τους, ήταν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με την έννοια ότι κάθε νόμος, κάθε κανόνας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανασταλεί ή να ακυρωθεί από τον αρχηγό στο όνομα της ανωτέρας βίας, για την οποία ήταν ο μόνος που μπορούσε να γνωρίζει.

Αν η πολιτική που ακολουθήθηκε μετά την ανάληψη της εξουσίας δεν προέκυψε ποτέ ως άμεσο συνεπαγόμενο της ιδεολογίας, δεν έπαψε, όμως, ποτέ να αποτελεί μια προέκτασή της, προσαρμοσμένη στις περιστάσεις. Η ιδεολογία του φασισμού περιλάμβανε τα ίδια συστατικά μ’ εκείνη του ναζισμού: δάνεια, από τη μία πλευρά, από τον ριζοσπαστικό εθνικισμό και, από την άλλη, από τον επαναστατικό σοσιαλισμό. Αλλά, πνευματοκρατική στην περίπτωση των φασιστών, η ιδεολογία των ναζί ήταν διαποτισμένη από τον κοινωνικό δαρβινισμό και τις αναζητήσεις της ευγονικής. Για τον λόγο αυτό, ο φασισμός δεν υπήρξε ούτε ρατσιστικός ούτε αντισημιτικός, ενώ ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός βρίσκονταν στην ίδια την καρδιά του ναζιστικού δόγματος. Αυτό είχε ως συνέπεια, η ιδέα της εξόντωσης άλλων λαών να απουσιάζει από το πρόγραμμα των φασιστών, ενώ οι ναζί συγκατετίθεντο εξαρχής στο σχέδιο μιας ενδεχόμενης εξάλειψης των Εβραίων και μιας υποβάθμισης των Σλάβων στο καθεστώς των υπανθρώπων, σχέδιο που παρουσιάστηκε από τον Χίτλερ, και επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή χάρη στον πόλεμο, μέσω της οργάνωσης ενός στρατοπεδικού συστήματος, και πιο συγκεκριμένα, των στρατοπέδων εξόντωσης όπου θα έχαναν τη ζωή τους εκατομμύρια θύματα.

Ο μπολσεβικισμός

Οι φασίστες και οι ναζί αντιπροσώπευαν την άκρα δεξιά, και στρατολογούσαν συμμάχους από την άκρα δεξιά. Ο μπολσεβικισμός, από την άλλη, ενσάρκωνε την άκρα αριστερά, και τα μπολσεβικοποιημένα κομμουνιστικά κόμματα τοποθετούνταν στην άκρα αριστερά. Καθόλη τη διάρκεια των δεκαετιών ’20 και ’30, οι μεν βρίσκονταν σε ανοιχτή διαπάλη με τους δε. Η κομμουνιστική Τρίτη Διεθνής, μπολσεβικικής προέλευσης, καλούσε τις μάζες στον αγώνα κατά “του φασισμού”, όρος που, σ’ αυτή του την εκδοχή, κάλυπτε, εκτός από το κόμμα και το κράτος του Μουσολίνι, εκείνα του Χίτλερ, καθώς και τα διάφορα αυταρχικά καθεστώτα και, κάποτε, ακόμη και τις δημοκρατίες. Η Γερμανία, από την πλευρά της, υπέγραφε την ίδια στιγμή ένα “αντι-Κομιντέρν σύμφωνο” με την Ιαπωνία, στο οποίο προσχώρησε και η Ιταλία. Η έκπληξη θα είναι μεγάλη στην είδηση της υπογραφής, μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας, μιας συνθήκης η οποία θα ανοίξει το δρόμο για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά ο μήνας του μέλιτος μεταξύ του Χίτλερ και του Στάλιν διήρκεσε λιγότερο από δύο χρόνια. Και αν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, η Σοβιετική Ένωση, δεχόμενη την επίθεση αυτής της τελευταίας, θα βρεθεί στο στρατόπεδο των δημοκρατιών.

Ξεκινώντας πολύ πριν από τη δεκαετία του ’20, η ιστορία του μπολσεβικισμού, στα πρώτα του βήματα, είναι αυτή ενός μαρξιστικού κόμματος που ανήκει στην επαναστατική σοσιαλιστική τάση του εργατικού κινήματος και υιοθετεί την ιδέα της διεθνούς αλληλεγγύης μεταξύ των προλεταρίων. Οι συνεδριάσεις των οργάνων του μπολσεβικικού κόμματος συμπληρώνονται, για μεγάλο διάστημα, από συζητήσεις και ψηφοφορίες. Ο Λένιν, ο οποίος είναι ο σημαντικότερος ηγέτης του, μακράν του να αποτελεί έναν αρχηγό, του οποίου οι απόψεις θα έπρεπε να γίνονται δεκτές χωρίς αμφισβήτηση, βλέπει ενίοτε τον εαυτό του να περνά στην πλευρά της μειοψηφίας.

Ακόμη κι αν οι μπολσεβίκοι κάνουν περιστασιακή χρήση της ατομικής τρομοκρατίας, η διδασκαλία τους την καταδικάζει απερίφραστα, θεωρώντας ως μόνη νόμιμη τη μαζική βία που οργανώνεται και καθοδηγείται από το κόμμα. Και, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, υιοθετούν μια πασιφιστική θέση. Η άνοδός τους στην εξουσία της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας έρχεται ύστερα από την επανάσταση που κατέλυσε το τσαρικό καθεστώς και εγκατέστησε μια κυβέρνηση επιφορτισμένη να διασφαλίσει τη μετάβαση στη δημοκρατία. Οι μπολσεβίκοι θα ανατρέψουν αυτή την κυβέρνηση μέσω ενός πραξικοπήματος, για να εγκαθιδρύσουν τη δικτατορία τους· η οποία θα επεκταθεί στην κατάκτηση του συνόλου της χώρας.

Η τελευταία συνοδεύεται από την ανατροπή του καθεστώτος ιδιοκτησίας, από μια έλλειψη καταναλωτικών αγαθών, ακόμη και των πιο στοιχειωδών (τα οποία διανεμήθηκαν από τους μπολσεβίκους προκειμένου να κερδίσει αποδοχή το νέο καθεστώς), από έναν άγριο αντιθρησκευτικό αγώνα, και από μια τρομοκρατία απέναντι στα μέλη των προνομιούχων στρωμάτων του παλαιού καθεστώτος και σε οποιονδήποτε αντιτίθεται ή αντιστέκεται, η οποία αποφασίστηκε από την μπολσεβικική κυβέρνηση και εφαρμόστηκε από μια πολιτική αστυνομία που δημιουργήθηκε ήδη με την κατάληψη της εξουσίας και θα συνεχίσει να αποτελεί (υπό διάφορες ονομασίες) τον ένοπλο βραχίονα του κόμματος. Όλα αυτά κατέληξαν σε μαζικές καταστροφές, εκατομμύρια θανάτους και σημαντική μετανάστευση πληθυσμού.

Με την εδραίωσή του στην εξουσία, το μπολσεβικικό κόμμα αρχίζει να αλλάζει χαρακτήρα. Οι διαφωνούντες με τη γραμμή της καθοδήγησης αποβάλλονται από την πολιτική ζωή, πριν βρεθούν κατηγορούμενοι για τα χειρότερα εγκλήματα σε εικονικές δίκες, και εκκαθαριστούν ή φυλακιστούν στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ. Στις συνεδριάσεις, η συζήτηση δίνει τη θέση της στην επιβεβλημένη ομοφωνία, ο διάλογος στις ζητωκραυγές. Οι ψηφοφορίες διεξάγονται με ανάταση χειρός. Και η καθοδήγηση μεταβιβάζεται σιγά-σιγά στο πρόσωπο του γενικού γραμματέα, για να ταυτιστεί στο τέλος πλήρως μαζί του. Έχοντας αρχίσει όσο ακόμη ζούσε, και έχοντας ενταθεί μετά τον θάνατό του, η λατρεία για τον Λένιν αγκαλιάζει και το πρόσωπο του διαδόχου του. Ο Στάλιν αποκτά, έτσι, το status ενός vojd’, του αλάθητου αρχηγού, του οποίου ο λόγος υποτίθεται ότι εκθέτει μια οριστική αλήθεια επί παντός θέματος κρίνει καλό να τοποθετηθεί.

Το μπολσεβικικό δόγμα, αποκαλούμενο στο εξής μαρξισμός-λενινισμός, κωδικοποιείται υπό τη μορφή ευαγγελίου. Περιλαμβάνει τώρα την ιδέα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, νέο άβαταρ του εθνικού μεσσιανισμού, που μετατρέπει τη Σοβιετική Ένωση, επομένως τη Ρωσία, σε φορέα του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Περιλαμβάνει επιπλέον την ιδέα της όξυνσης της ταξικής πάλης τόσο στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση όσο και σε διεθνή κλίμακα (στο μέτρο που αυτή προωθεί την οικοδόμηση του σοσιαλισμού), η οποία απομειώνει την πολιτική σε μία αντιπαράθεση με τον εχθρό και δικαιολογεί την ανεξέλεγκτη χρήση της βίας.

Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού πραγματοποιείται σε μια χώρα, όπου το μπολσεβικικό κόμμα έχει ήδη εξαλείψει όλους τους αντιπάλους του και, μαζί μ’ αυτούς, το Κοινοβούλιο και τις εκλεγμένες αρχές· οι εκλογές δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επικυρώνουν τις αποφάσεις του μοναδικού κομματικού μηχανισμού. Όπου τα συνδικάτα έχουν γίνει “ιμάντες μεταβίβασης” του κόμματος και δεν επιβιώνουν παρά μόνο οι σύλλογοι και οι οργανώσεις που αυτό διευθύνει. Όπου δεν υφίσταται ούτε ελευθεροτυπία ούτε δικαίωμα στην απεργία και όπου κανένας θεσμός, συμπεριλαμβανομένων της δικαιοσύνης και των Εκκλησιών, δεν διαθέτει την παραμικρή αυτονομία. Όπου δεν υπάρχει θέση για την ιδιωτική ζωή, εφόσον ο ελεύθερος χρόνος καλύπτεται με οργανωμένες δραστηριότητες. Και όπου, ύστερα από μια πιο ήρεμη περίοδο, βλέπουμε την τρομοκρατία να εντείνεται και να γίνεται πανταχού παρούσα.

Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα λαμβάνει χώρα η απόπειρα οικοδόμησης ενός συστήματος, όπου η εξουσία ασκείται από τέσσερις διακριτούς μηχανισμούς. Η κρατική γραφειοκρατία είναι επιφορτισμένη πρωτίστως με τη διοίκηση της οικονομίας, η οποία έχει κρατικοποιηθεί πλήρως τόσο στις πόλεις -συνεπεία της εθνικοποίησης της βιομηχανίας, του εμπορίου, των κατοικιών- όσο και στην ύπαιθρο, μετά το πέρας της κολλεκτιβοποίησης που κατάργησε την αγροτική ιδιοκτησία. Η πολιτική αστυνομία κατέχει το μονοπώλιο της βίας στο εσωτερικό και διευθύνει την τρομοκρατία, η οποία παρέχει κυρίως το εργατικό δυναμικό σε μια ολόκληρη στρατοπεδική οικονομία, θεμελιωμένη στην καταναγκαστική εργασία των φυλακισμένων του Γκουλάγκ. Ο στρατός, στραμμένος εξ ορισμού προς το εξωτερικό, συνδράμει την αστυνομία, όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Και ο κομματικός μηχανισμός, ελέγχοντας και διευθύνοντας τους άλλους τρεις, ασχολείται με τον πολιτισμό και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία έχουν μπει στην υπηρεσία της προπαγάνδας, και με την κινητοποίηση των μαζών, οι οποίες πρέπει να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή με τρόπους και στόχους που έχουν οριστεί εκ των προτέρων, ώστε να πείθουν τον οποιονδήποτε ότι η γραμμή που ακολουθείται απολαμβάνει τη στήριξη όλων, ακόμη κι αν κάποιοι εχθροί, που σύντομα θα αποκαλυφθούν, συνεχίζουν να κρύβονται στα σπλάχνα του πληθυσμού. Στην κορυφή αυτών των τεσσάρων μηχανισμών βρίσκεται ο αρχηγός, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, είναι εκείνος που αποφασίζει και ο οποίος, ως κάτοχος της κυριαρχίας, δίνει στο καθεστώς τον χαρακτήρα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.

Φασίστες, ναζί, μπολσεβίκοι: οι διαφορές

Μεταξύ του φασισμού και του ναζισμού, οι διαφορές είναι σημαντικές. Βρίσκονται κυρίως, το είδαμε ήδη, στη στάση τους απέναντι στη γενοκτονία, η ίδια η ιδέα της οποίας απουσιάζει από τον πρώτο, ενώ ο δεύτερος είναι σε τέτοιο βαθμό διατοπισμένος απ’ αυτήν, ώστε την κάνει πράξη. Βρίσκονται επίσης, σ’ ένα άλλο επίπεδο, στην πολιτισμική πολιτική που ακολουθούν: στην Ιταλία, δεν υφίσταται μάχη ενάντια στην “εκφυλισμένη τέχνη” ούτε καίγονται βιβλία. Στη θέση τους απέναντι στη θρησκεία: ο φασισμός είναι αντικληρικαλιστικός στο όνομα αυτού που ο πάπας χαρακτήρισε ως “ειδωλολατρία του Κράτους”· ο ναζισμός είναι θεμελιωδώς αντιχριστιανικός. Και βρίσκονται, επίσης, στο πεδίο της διαχείρισης της οικονομίας, η οποία, στην Ιταλία, ήταν λιγότερο συγκεντροποιημένη σε σύγκριση με τη Γερμανία.

Και, παρόλα αυτά, οι ομοιότητες τις οποίες αναδείξαμε στο επίπεδο της ιδεολογίας, της κομματικής οργάνωσης, του συστήματος άσκησης εξουσίας, δεν είναι αμελητέες. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που οδήγησαν σε μια συμμαχία, η οποία ανάγκασε τον Μουσολίνι να επιβάλει στην Ιταλία τους φυλετικούς νόμους και να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, για να οδηγηθεί κατόπιν στην πτώση του. Ο φασισμός και ο ναζισμός, επομένως, συνδέονται επίσης χάρη στη σχεδόν ταυτόσημη ιστορική μοίρα τους: γεννημένοι λίγο μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και καταλαμβάνοντας την εξουσία στις χώρες τους (με δέκα χρόνια απόσταση, φυσικά, αλλά σε μια παρόμοια συγκυρία και από παρόμοιες οδούς), νικήθηκαν και εκμηδενίστηκαν από τον συνασπισμό που κέρδισε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν βλέπουμε, αλήθεια, τους λόγους που θα μας επέτρεπαν να αρνηθούμε την ένταξή τους στην ίδια ιδεολογική και πολιτική οικογένεια.

Ο μπολσεβικισμός έχει μια ιστορία εντελώς διαφορετική. Γεννιέται στις αρχές του αιώνα, κατακτά την εξουσία μέσω ενός πραξικοπήματος, παραμένει σ’ αυτήν ύστερα από έναν εμφύλιο πόλεμο και την εγκαταλείπει ειρηνικά σαράντα και πλέον χρόνια μετά τη βίαιη εξαφάνιση του φασισμού και του ναζισμού. Ακόμη και μετά την κατάληψη της εξουσίας, διέσχισε πολλές φάσεις: τον “πολεμικό κομμουνισμό”, τη “Νέα Οικονομική Πολιτική”, τη σταλινική περίοδο, της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά έχουμε ήδη περιγράψει, την αποσταλινοποίηση, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, τα χρόνια της εσωτερικής ακινησίας και της εξωτερικής επέκτασης, την περεστρόικα. Κατά μήκος αυτής της μακράς ιστορίας, ούτε το όνομα του κόμματος, ούτε η ιδεολογία του, ούτε η εσωτερική λειτουργία του, ούτε ο τρόπος άσκησης εξουσίας παρέμειναν τα ίδια.

Δύο ιστορικές καμπές τραβούν ειδικότερα την προσοχή, καθώς σφραγίζονται από θεαματικά συμβάντα που αποκαλύπτουν τεκτονικές ανατροπές: η στιγμή που ο Στάλιν αναλαμβάνει την αρχηγία μέσω αιματηρών εκκαθαρίσεων, στημένων δικών, μαζικής τρομοκρατίας, και η στιγμή της μεταθανάτιας εκθρόνισής του, ύστερα από την εκκαθάριση των υπολοχαγών του. Με άλλα λόγια, στη μακρά ιστορία του μπολσεβικισμού, η σταλινική περίοδος κατέχει μια ξεχωριστή θέση. Όμως, σε γενικές γραμμές, η περίοδος αυτή συμπίπτει χρονικά με την περίοδο κατά την οποία κυριαρχούν, στη μεν Ιταλία ο φασισμός, στη δε Γερμανία ο ναζισμός.

Εντούτοις, ακόμη και σ’ αυτή την περίοδο, οι διαφορές ανάμεσα στα δύο αυτά κινήματα, από τη μία πλευρά, και στον μπολσεβικισμό, από την άλλη, παραμένουν εντυπωσιακές. Κυρίως στο επίπεδο της ιδεολογίας. Ο φασισμός και ο ναζισμός παρουσιάζονται ως ριζοσπαστικοί εθνικισμοί· ο μπολσεβικισμός προβάλλει τον διεθνιστικό χαρακτήρα του. Είναι αλήθεια ότι η επαναστατική αλληλεγγύη είχε περιοριστεί εκ των πραγμάτων στο ρόλο ενός εργαλείου της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης και είχε θυσιαστεί, συνεπώς, στις επιταγές της. Όμως, τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία, για τους θαυμαστές της, αποτελούσε τη μόνη χώρα όπου οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός, ισοδυναμούσαν με τα συμφέροντα ολόκληρου του παγκόσμιου προλεταριάτου, και οι πρόοδοί της προετοίμαζαν την απελευθέρωσή του. Ο διεθνισμός συμφιλιωνόταν, έτσι, με τον σοβιετικό, αν όχι τον ρωσικό, μεσσιανισμό, και οι ιδεολογικές αρχές μπορούσαν να επανεπιβεβαιώνονται, όσο κι αν στην πράξη παραβιάζονταν.

Από την άλλη μεριά, αν ο φασισμός και ο ναζισμός είναι απολογητές του πολέμου, ο μπολσεβικισμός ισχυρίζεται ότι μάχεται υπέρ της ειρήνης· στην προπαγάνδα του, ο πόλεμος παρουσιάζεται πάντοτε ως ένα κακό, ποτέ ως μια υπέρτατη εκπλήρωση του ανθρώπου. Αυτό δεν εμπόδισε τη Σοβιετική Ένωση να ακολουθήσει μια πολιτική υψηλής ισχύος, όταν οι ηγέτες της έκριναν ότι οι συγκυρίες ήταν ευνοϊκές. Όμως, για τους ένθερμους υποστηρικτές της, η επέκταση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν συνώνυμη με την επέκταση του σοσιαλισμού και της ειρήνης· διέφερε, επομένως, εκ φύσεως από εκείνη του “φασιστικού ιμπεριαλισμού”.

Παρομοίως, αν ο φασισμός και ο ναζισμός δεν εκδήλωναν παρά περιφρόνηση για τη δημοκρατία, της οποίας απέρριπταν τις ίδιες τις αρχές, ο μπολσεβικισμός, από την πλευρά του, καταδίκαζε την “αστική δημοκρατία” στο όνομα μιας “πραγματικής δημοκρατίας” που υπερβαίνει τις “τυπικές ελευθερίες” προς όφελος των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ένα παράδειγμα της οποίας είναι η “σοβιετική δημοκρατία”. Στη Σοβιετική Ένωση, η δημοκρατική πρόσοψη -εκλογές, αντιπροσωπευτικοί θεσμοί- διατηρείται πράγματι: η πρακτική της κοοπτάτσιας και των διορισμών από τον μηχανισμό του κόμματος κρυβόταν πίσω από την επίφαση εκλογικών διαδικασιών, και τα όργανα των διαφόρων βαθμίδων (από την τοπική μέχρι την κεντρική) εμφανίζονταν ως εκλεγμένα όργανα. Το σταλινικό Σύνταγμα εξυμνήθηκε ως το πιο δημοκρατικό σύνταγμα του κόσμου και οι χώρες που υποτάχθηκαν δια της βίας στην κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβαν την ονομασία “λαϊκές δημοκρατίες”.

Ο σταλινικός μπολσεβικισμός διέφερε εξίσου από τον φασισμό όσο και από τον ναζισμό ως προς τον ρόλο που απέδιδε στον αρχηγό και στις μάζες. Αυτές οι τελευταίες φιλοτεχνούσαν, πραγματικά ασυγκράτητα, το πορτραίτο ενός αρχηγού υπεράνθρωπου, ο οποίος έχει πάντα δίκιο, και ο οποίος, με τη σειρά του, οδηγεί στο πέρασμά του τις μάζες, στις οποίες υποδεικνύει έναν στόχο και εξάπτει μία ορμή. Ο αρχηγός προσπαθεί να συμφιλιώσει την όλο και πιο φλογερή λατρεία απέναντι στο πρόσωπό του με τη δημιουργική ιστορική δύναμη που ο μαρξισμός αποδίδει στις μάζες, όπως και με την περιορισμένη σημασία που αποδίδει στο άτομο. Εξού και το εύρημα, σύμφωνα με το οποίο η λατρεία του αρχηγού ισοδυναμεί με μία λατρεία των μαζών, εφόσον ο αρχηγός αντλεί τη διορατικότητά του μέσω ενός μύχιου δεσμού που διατηρεί με τις μαζές. Εξού και οι δηλώσεις ταπεινοφροσύνης από την πλευρά του αρχηγού, και όλη αυτή η κατήχηση με στόχο την ανάπτυξη της δημιουργικότητας των μαζών.

Όλα αυτά συνοδεύονταν από ιστορικές αναφορές, οι οποίες επίσης αντιπαρέθεταν τον μπολσεβικισμό στον φασισμό και τον ναζισμό. Ο μπολσεβικισμός διακήρυσσε, συγκεκριμένα, την προσήλωσή του σε ό,τι, στα μάτια των άλλων δύο, έμοιαζε ως το πλέον αξιομίσητο: στον Διαφωτισμό, στη Γαλλική Επανάσταση, στο 1848, στην Παρισινή Κομμούνα, στο εργατικό κίνημα και, προφανώς, στη σοσιαλιστική σκέψη, όπως επίσης και στους Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, που την προέκτειναν και την έκαναν να περάσει “από την ουτοπία στην επιστήμη”. Αυτά πήγαιναν χέρι-χέρι με μια ρητορική που εξυμνούσε τη δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, ανήγε τους επιστήμονες σε ήρωες του καιρού μας, εκθείαζε τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες, εφόσον υπεραμύνονταν “των σκοπών της ειρήνης και της προόδου”. Για ένα υποψιασμένο πνεύμα, αυτή η ρητορική ερχόταν, φυσικά, σε αντίθεση με τη σοβιετική πολιτισμική πολιτική που υποχρέωνε τους “δημιουργούς” να συμμορφώνονται στους κανόνες του “σοσιαλιστικού ρεαλισμού” και επέβαλλε, στο όνομα του “διαλεκτικού υλισμού”, δόγματα στην επιστήμη της βιολογίας, ενώ προσπαθούσε να παρέμβει διορθωτικά στις επιστήμες της φυσικής, της χημείας, ακόμη και στην ίδια τη λογική. Αλλά, ακόμη και σ’ αυτόν τον τομέα, βρίσκει κανείς επιχειρήματα που υποτίθεται ότι επιτρέπουν τη συμφιλίωση μεταξύ λόγων και έργων.

Οι ρητορικές εκδηλώσεις του φασισμού και του ναζισμού, από τη μια μεριά, και του μπολσεβικισμού, από την άλλη, έρχονται, λοιπόν, εμφανώς σε αντίθεση. Επιπλέον, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, αυτός ο τελευταίος βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, σε ανοιχτή διαμάχη, αν όχι κυριολεκτικά σε πόλεμο με τους πρώτους· απ’ αυτή την άποψη, η περίοδος του γερμανο-σοβιετικού συμφώνου αποτελεί μια εξαίρεση. Το σοκ που προκλήθηκε απ’ αυτό το σύμφωνο στις τάξεις των κομμουνιστών της Δύσης, πολλοί εκ των οποίων θα εγκατέλειπαν, άλλωστε, τα κόμματά τους, δεν εξηγείται παρά δια της εξαιρετικά ισχυρής πίστης τους ότι μεταξύ του “φασισμού” και του “κομμουνισμού” δεν υπάρχει απολύτως τίποτε το κοινό. Μπορούσε κανείς να βρει, πράγματι, την επιβεβαίωση αυτής της πίστης στον πόλεμο, ο οποίος θα έβλεπε τη Σοβιετική Ένωση και τη ναζιστική Γερμανία να έρχονται αντιμέτωπες σε μια μάχη ακραίας βίας και ωμότητας, και ο οποίος έμοιαζε να ανασυνθέτει τα πράγματα, μετατρέποντας τις δύο χώρες σε ενσαρκώσεις δύο ανταγωνιστικών αρχών.

Φασίστες, ναζί, μπολσεβίκοι: οι ομοιότητες

Δεν μπορούμε, όμως, εκτός κι αν επιδεικνύουμε κάποιο είδος αγωνιστικής τύφλωσης, να μη συνυπολογίσουμε τις ομοιότητες μεταξύ του ναζισμού και του σταλινικού μπολσεβικισμού. Ιδίως εφόσον αυτές είναι οφθαλμοφανείς, χωρίς ωστόσο να είναι επιφανειακές, στο μέτρο που έχουν να κάνουν με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Ένα μοναδικό πολιτικό κόμμα που ελέγχει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και της ίδιας της ιδιωτικής ζωής των ατόμων· μία επίσημη ιδεολογία που επιβάλλεται σε όλους και είναι διαποτισμένη από την λατρεία του αρχηγού· απουσία νομιμότητας, η οποία αντικαθίσταται από ένα καθεστώς εξαίρεσης· τρομοκρατία ασκούμενη σε ευρεία κλίμακα· συγκεντροποίηση των οικονομικών αποφάσεων και υπαγωγή της παραγωγής στην αύξηση της ισχύος: όλα αυτά τα βρίσκουμε τόσο στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν όσο και στη Γερμανία του Χίτλερ.

Υπάρχουν, επίσης, ομοιότητες λιγότερο ορατές. Οι οποίες εντοπίζονται, στο επίπεδο της ιδεολογίας και της πολιτικής, όχι σε ό,τι ο ναζισμός και ο σταλινικός μπολσεβικισμός ισχυρίζονται ότι προωθούν, αλλά στις κοινές τους αρνήσεις. Και οι δύο εκκινούν, στην πραγματικότητα, από την πίστη ότι ανάμεσα “σ’ εμάς”, τους ναζί ή τους μπολσεβίκους, και “σ’ αυτούς”, τους μπολσεβίκους ή τους ναζί, δεν υπάρχει τρίτος όρος. Όσοι υποστηρίζουν ότι καλύπτουν έναν ενδιάμεσο χώρο κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους και κοροϊδεύουν τον κόσμο· δρουν “αντικειμενικά” σαν να ήταν σύμμαχοι των εχθρών “μας”. Σαν να μην ήταν προφανές ότι “εμείς” δεν έχουμε τίποτα κοινό με “αυτούς”, ότι “εμείς” είμαστε τόσο διαφορετικοί που δεν μπορούμε να συγκριθούμε μαζί τους, ότι, οριακά, αν “εμείς” είμαστε άνθρωποι, “αυτοί” δεν είναι. Γι’ αυτό ακριβώς, ανάμεσα σ’ “εμάς” και σ’ “αυτούς” υπάρχει πόλεμος. Και η “δική μας” νίκη σηματοδοτεί τη “δική τους” εξαφάνιση.

Απ’ αυτό τον τρόπο αντίληψης της πολιτικής, οι μπολσεβίκοι και οι ναζί εξάγουν απολύτως παρεμφερή συμπεράσματα. Το πρώτο και κύριο αντικείμενο της απόρριψής τους είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως αυτή συγκροτήθηκε στο τελευταίο τρίτο του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, με την άνοδο της καθολικής ψηφοφορίας, των μαζικών κομμάτων, των συνδικάτων, του λαϊκού Τύπου. Η δημοκρατία που θεμελιώθηκε σύμφωνα με μια αρχή απολύτως ασύμβατη μ’ εκείνη που προΐσταται τόσο της μπολσεβικικής όσο και της ναζιστικής πολιτικής, εφόσον διατείνεται ότι, σ’ ένα σύγχρονο έθνος, μεταξύ των άκρων υφίσταται πάντοτε ένας τρίτος όρος, ένας κοινός χώρος όπου μπορούμε να βρούμε ένα modus vivendi. Έτσι, η δημοκρατία νοείται ως ένα πολιτικό καθεστώς που αναγνωρίζει το αναπόφευκτο των συγκρούσεων στους κόλπους του ίδιου έθνους και τις αφήνει να εκφραστούν, με την προϋπόθεση ότι οι συγκρούσεις αυτές διεξάγονται με ειρηνικό τρόπο και με σεβασμό προς τους ισχύοντες νόμους.

Μια τέτοιου τύπου δημοκρατία θέτει, επομένως, σε εφαρμογή τις αντίθετες αρχές από εκείνες που προεξάρχουν στη λειτουργία του κράτους, εφόσον αυτό ενσαρκώνει την ενότητα του έθνους, το έθνος ως ένα. Γι’ αυτό και, σε όλες τις χώρες όπου υπάρχει δημοκρατία, εκδηλώνεται μια ένταση μεταξύ των αντιπροσωπευτικών θεσμών, που πηγάζουν από την καθολική ψηφοφορία, και των κρατικών θεσμών, οι οποίοι αντλούν τη νομιμοποίησή τους ταυτόχρονα από την παράδοση στην οποία ανήκουν και από την αποτελεσματικότητα με την οποία εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους, πρωτίστως αυτό της διατήρησης της τάξης, δηλαδή της διαφύλαξης της εθνικής ενότητας.

Ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός δέχονται, τόσο ο ένας όσο και ο άλλος, ότι στο κανονικό, υγιές κράτος τους, ένα έθνος ή μια κοινωνία όπως η σοβιετική, δεν θα έπρεπε να γνωρίζουν καμία εσωτερική σύγκρουση. Τόσο για τον ένα όσο και για τον άλλο, η σύγκρουση εισάγεται, στην πραγματικότητα, από δυνάμεις εξωτερικές προς το έθνος, νοούμενο, από τον πρώτο, ως μια εθνότητα θεμελιωμένη στην κοινότητα αίματος και, ως εκ τούτου, φυλετικά ομοιογενή και, από τον δεύτερο, ως η κοινωνία, η οποία έχει περισταλεί σε μια συμμαχία των τάξεων που έχουν κοινά συμφέροντα, στον “εργαζόμενο λαό των πόλεων και της υπαίθρου”. Σύμφωνα με τον ναζισμό, επομένως, η ευθύνη της σύγκρουσης βαρύνει τα, εθνικά και γενετικά, αλλογενή στοιχεία, κατά πρώτο λόγο τους Εβραίους. Και, σύμφωνα με τον μπολσεβικισμό, τα κοινωνικά αλλογενή στοιχεία: τους πολίτες που ανήκαν στις μέχρι πρότινος κατέχουσες τάξεις, τους κουλάκους, τα μέλη του κλήρου, τα άτομα που μολύνθηκαν από τις αστικές επιδράσεις.

Για να πραγματωθεί η ενότητα του γερμανικού έθνους ή της σοβιετικής κοινωνίας, πρέπει, συνεπώς, να αποκαθαρθούν, μέσω της αποβολής των “παθογόνων στοιχείων”· οι μεταφορές που χρησιμοποίησε η προπαγάνδα απέναντι στους Εβραίους (στη Γερμανία) και τους “εχθρούς του λαού” (στη Σοβιετική Ένωση), τους παρουσιάζουν πράγματι ως επιβλαβείς, δηλητηριώδεις, παρασιτικούς οργανισμούς. Αυτή η εργασία κάθαρσης υποτίθεται πως ήταν ο σκοπός της τρομοκρατίας· η αποστολή των οργάνων που ήταν επιφορτισμένα με την εφαρμογή της μοιάζει, απ’ αυτή τη σκοπιά, ως μια πραγματική κοινωνική θεραπεία. Aλλά για να συντελεστεί η ενότητα του έθνους ή της κοινωνίας, πρέπει επίσης να καταργηθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που, στα πλαίσια του παλαιού καθεστώτος, καθιέρωναν τη διάσπαση και την ενίσχυαν μέσω αλυσιδωτών επιπτώσεων -η αντιπαλότητα μεταξύ των κομμάτων και των ανθρώπων της πολιτικής, η ελευθερία του Τύπου και του συνεταιρίζεσθαι, το δικαίωμα στην απεργία-, προκειμένου να αντικατασταθούν από αφομοιωτικούς θεσμούς: ένα μοναδικό κόμμα, μία μοναδική γνώμη, ένας μοναδικός αρχηγός.

Στην καρδιά της ναζιστικής, όπως ακριβώς και της μπολσεβικικής, ιδεολογίας, βρίσκεται έτσι η απόρριψη κάθε πολιτικής και κοινωνικής πηγής σύγκρουσης (conflictualité), η οποία οδηγεί άμεσα στην τρομοκρατία. Αυτό ισχύει εξίσου για τον φασισμό, μολονότι ο πνευματοκρατικός του προσανατολισμός τον οδήγησε στο να εντοπίζει την πηγή των συγκρούσεων στη διαφορετικότητα των απόψεων, πράγμα που επέφερε έναν ορισμό του εχθρού διαφορετικό από εκείνους που υιοθετούσαν ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός, και μια λιγότερο αιματηρή κατασταλτική πρακτική. Γεγονός, πάντως, είναι ότι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι διάφορες πηγές σύγκρουσης απωθούνται, ενώ επιβάλλεται μια ομοφωνία σε κάθε τομέα της δημόσιας σφαίρας.

Τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, η κατάργηση των δημοκρατικών θεσμών αφήνει ανέπαφα μόνο τα κρατικά όργανα: τη διοίκηση, τη διπλωματία, την αστυνομία, τον στρατό. Το κράτος, λοιπόν, μοιάζει να βγαίνει ενισχυμένο απ’ αυτή την επιχείρηση. Τέτοια θα είναι πράγματι η περίπτωση της Ιταλίας. Αλλά, στη Γερμανία και στη Σοβιετική Ένωση, τα πράγματα θα είναι πολύ πιο σύνθετα, γιατί το κράτος υπόκειτο στο κόμμα: οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονταν από τον μηχανισμό αυτού του τελευταίου, ενώ η ιδεολογία κατείχε την προτεραιότητα σχετικά με τις νομικές ή τεχνικές εκτιμήσεις, ιδίως εκείνες που αφορούσαν τον καθορισμό των επιδιωκόμενων στόχων.

Το κράτος προσέδιδε στην κομματική εξουσία μία επίφαση νομιμότητας και μια αξιοπιστία σε διεθνές επίπεδο, όπως ακριβώς έδινε και στον αρχηγό τη θέση του καγκελαρίου ή του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου. Όμως, το κράτος δεν είχε καμία ιδιαίτερη νομιμοποίηση. Η νομιμοποίησή του πήγαζε από το κόμμα, το οποίο, με τη σειρά του, θεμελίωνε τη δική του στο ένδοξο παρελθόν του και στην αποκλειστική ικανότητά του να διασφαλίζει στο γερμανικό έθνος ή στη σοβιετική κοινωνία ένα μέλλον δύναμης και ευημερίας, χάρη στην οραματική εξουσία του Χίτλερ, ή στο δημιουργικό πνεύμα με το οποίο ο Στάλιν εφάρμοζε τους νόμους της μαρξιστικής-λενινιστικής επιστήμης.

Οι συνέπειες των διαφορών και των ομοιοτήτων

Ο φασισμός, ο ναζισμός και ο σταλινικός μπολσεβικισμός ήταν πράγματι τόσο καινοφανείς όσο φάνταζαν στα μάτια των πρώτων τους παρατηρητών; Αντιπροσώπευαν όντως μια ρήξη σε σχέση με τις ιδεολογίες, τα πολιτικά κινήματα και τα συστήματα άσκησης εξουσίας του 19ου αιώνα; Στα ερωτήματα αυτά, έχουμε ήδη απαντήσει καταφατικά. Με τον κίνδυνο ορισμένων επαναλήψεων, ας στρέψουμε την προσοχή μας σε κάποιες λεπτομέρειες. Χαρακτηριστικό των τριών ιδεολογιών είναι ότι καθεμία από αυτές αποτελεί ένα πρωτοφανές μίγμα ριζοσπαστικού εθνικισμού και επαναστατικού σοσιαλισμού, σε αναλογίες που ποικίλουν κατά περίπτωση. Μίγμα που τονίζει αυτό ακριβώς που μοιράζονται από κοινού: την πεποίθηση ότι πρέπει να εξαλειφθεί από την δημόσια ζωή κάθε πηγή σύγκρουσης. Η εξάλειψη αυτή οφείλει να υλοποιηθεί, εντούτοις, όχι στο όνομα μιας παλινόρθωσης των παραδοσιακών αρχών, οι οποίες υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να επανενώσουν το διασπασμένο έθνος, αλλά στο όνομα ενός νέου καθεστώτος, το οποίο έρχεται σε βίαιη ρήξη τόσο με το παρελθόν όσο και με το παρόν, και το οποίο πρέπει επιπλέον να εγκαθιδρυθεί.

Ως πολιτικά κινήματα, ο φασισμός, ο ναζισμός και ο σταλινικός μπολσεβικισμός, οικοδομούν, σε συμφωνία με τις ιδεολογίες τους, μια μορφή οργάνωσης που αντικαθιστά την εσωτερική δημοκρατία με την αρχή της ομοφωνίας και τη λατρεία του αρχηγού, δύο χαρακτηριστικά ξένα, και μάλιστα σε μια τόσο υπερβολική μορφή, στα πολιτικά κινήματα του 19ου αιώνα, ακόμη και σε περιπτώσεις αρχηγών προικισμένων με μια πανίσχυρη παραδοσιακή νομιμοποίηση, όπως οι βοναπαρτιστές ή οι βασιλόφρονες. Μια μορφή οργάνωσης οικοδομημένη, άλλη μία καινοτομία, σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο, και προσανατολισμένη, πριν ακόμη από την κατάληψη της εξουσίας, σε μια πρακτική της πολιτικής που ταυτίζει αυτή την τελευταία μ’ έναν άτυπο εμφύλιο πόλεμο, που διεξάγεται με στόχο τη φυσική εκμηδένιση του εχθρού.

Αναφορικά με τα συστήματα άσκησης εξουσίας που επιβλήθηκαν από τους φασίστες, τους ναζί και τους μπολσεβίκους, είναι σαφές ότι, σε σύγκριση με εκείνα που γνωρίζαμε στο παρελθόν, υπήρξαν καινοφανή. Αυτό αληθεύει ακόμη και στην περίπτωση του φασισμού, ο οποίος, ωστόσο, θα επιφέρει λιγότερες ανατροπές από τους άλλους δύο στη δομή του κράτους. Ο ρόλος του αρχηγού και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας του, το μοναδικό κόμμα, η τρομοκρατία, η σημασία που αποδίδεται στην κινητοποίηση των μαζών, ο κρατικός ή κομματικός έλεγχος όλων των πτυχών της κοινωνικής ζωής, της οικονομίας, του πολιτισμού, της αναψυχής, η απόκτηση μιας νομιμοποίησης που δεν παραπέμπει ούτε στο επέκεινα ούτε στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον: όταν εξετάζουμε αυτούς τους διαφορετικούς θεσμούς όχι έναν προς έναν, αλλά από κοινού, ως ισάριθμες συνιστώσες ενός συνδρόμου, διαπιστώνουμε ότι το καθεστώς που τις χαρακτηρίζει δεν είχε προηγούμενο.

Είναι αδύνατο, συνεπώς, να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι εκείνοι που, από τη δεκαετία του ’20, υπογράμμιζαν την απαραμείωτη ιστορική πρωτοτυπία του μπολσεβικισμού, του φασισμού και του ναζισμού, είχαν κάθε λόγο να το κάνουν. Μπορούμε, έτσι, να περάσουμε στο ερώτημα του κατά πόσον αυτές οι τρεις ιδεολογίες, πολιτικά κινήματα και συστήματα άσκησης εξουσίας παρουσίαζαν ουσιώδεις ομοιότητες. Ερώτημα στο οποίο, απ’ όσο φαίνεται, έχουμε ήδη δώσει μια εκτενή απάντηση, καταγράφοντας τις πρόδηλες ομοιότητές τους και επισημαίνοντας εκείνες που, χωρίς να είναι εμφανείς, δεν έπαυαν να έχουν ένα αντίκτυπο στην πολιτική, με την επιφύλαξη, ωστόσο, ότι, σε ό,τι αφορά τον μπολσεβικισμό, δεν λάβαμε υπόψη μας παρά τη σταλινική του περίοδο.

Το μόνο σημείο που εκκρεμεί δεν έχει να κάνει με την ίδια τη διαπίστωση των ομοιοτήτων, για την οποία δεν χωράει καμία αμφιβολία, αλλά με τη βαρύτητά τους, προσδιορισμένη με όρους ιστορικής αποτελεσματικότητας. Οι διαφορές ανάμεσα στο φασισμό, το ναζισμό και τον μπολσεβικισμό είχαν μεγάλη ιστορική βαρύτητα: δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις ανθρώπινες και πολιτικές συνέπειες των διαφωνιών ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο σε σχέση με τη φύση του εχθρού ή με το ζήτημα της γενοκτονίας· ακόμη λιγότερο μπορούμε να αγνοήσουμε τις ανθρώπινες, πολιτικές, πολιτισμικές, οικονομικές συνέπειες της σύγκρουσης ανάμεσα στο ναζισμό και τον μπολσεβικισμό, που κορυφώθηκε στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Τι γίνεται, λοιπόν, με τις ομοιότητες; Παρήγαγαν, κι αυτές επίσης, συνέπειες ιστορικά σημαίνουσες;

Η απάντηση είναι: ναι. Το βλέπουμε, κατ’ αρχήν, στις πολιτικές που ασκήθηκαν στο εσωτερικό της ναζιστικής Γερμανίας και της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης, ειδικότερα στις τεχνικές κινητοποίησης των μαζών και στην οργάνωση της τρομοκρατίας: καθεμία από τις δύο χώρες ανέλαβε την εξόντωση συγκεκριμένων κατηγοριών του πληθυσμού της· την ανάπτυξη ενός άνευ προηγουμένου στρατοπεδικού συστήματος· τη μεταχείριση, σε μεγάλη κλίμακα, ενός υπόδουλου εργατικού δυναμικού (η Γερμανία αποκλειστικά κατά τη διάρκεια του πολέμου). Το βλέπουμε, επίσης, στην παραλληλία των μαχών κατά της δημοκρατίας που διεξήχθησαν την περίοδο του Μεσοπολέμου, από τη μία πλευρά από τον φασισμό και τον ναζισμό, και από την άλλη, από τα κομμουνιστικά κόμματα που είχαν συνταχθεί με το μπολσεβικικό κόμμα, μέχρι την περίοδο των λαϊκών μετώπων.

Είναι αδύνατον, επομένως, να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι εκείνοι οι οποίοι, από τη δεκαετία του ’20 ακόμη, απέδιδαν μια σημασία στις ομοιότητες μεταξύ του φασισμού, του ναζισμού και του μπολσεβικισμού είχαν κάθε λόγο να το κάνουν. Το εγχείρημα, φυσικά, δεν ήταν αθώο, κι ούτε υποστήριζε κάτι τέτοιο· επρόκειτο για μια μάχη κατά των εχθρών της δημοκρατίας, είτε προέρχονταν από την άκρα δεξιά είτε από την άκρα αριστερά, μέσα από μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι οι μεν είναι το κατοπτρικό είδωλο των δε. Αλλά, κάνοντας αυτό, οι συγκεκριμένοι παρατηρητές διατύπωναν επίσης μια διάγνωση, που απαιτεί οπωσδήποτε διορθώσεις, τις οποίες προσπαθήσαμε να παρεμβάλουμε, και τις οποίες κανένα σοβαρό επιχείρημα δεν μπορεί να αντικρούσει. Έτσι, δικαιούμαστε πλέον να αναρωτηθούμε αν οι λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός”, αλληλένδετες, ιδίως η δεύτερη, με μια δημοκρατική οπτική των φασιστικών, ναζιστικών και μπολσεβικικών ιδεολογιών, πολιτικών κινημάτων και καθεστώτων, μπορούν να επανενταχθούν επιτυχώς στην ορολογία της ιστορίας του 20ού αιώνα και των κοινωνικών επιστημών.

Οι λέξεις αυτές, το είδαμε ήδη, έχουν μια μακρά ιστορία. Είναι συναισθηματικά επιβαρυμένες. Περικλείουν μια ρητά διατυπωμένη αξιολογική κρίση. Έχουν χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά από τις προπαγάνδες και τον Τύπο. Και πάσχουν από μία πολυσημία που μας αποτρέπει να τις χρησιμοποιούμε δίχως επιφυλάξεις. Υπάρχουν τόσα και τόσα επιχειρήματα για να τις παρακάμψουμε! Υπάρχει, όμως, στη γλώσσα των ιστορικών, έστω και ένας όρος, στον οποίο δεν θα μπορούσαμε να ασκήσουμε παρόμοια κριτική; Δεν γνωρίζουμε κάποιον. Γι’ αυτό ακριβώς, το δικαστήριο που διεξάγεται κατά των λέξεων “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός” είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα κακόγουστο δικαστήριο. Στοχεύει, διαμέσου των λέξεων, στο ίδιο το πράγμα. Επιθυμεί, μαζί με αυτές, να εξοβελίσει, για λόγους καθαρά ιδεολογικούς, την ιδέα περί ουσιωδών ομοιοτήτων ανάμεσα στο φασισμό, το ναζισμό και τον μπολσεβικισμό, και μάλιστα να ακυρώσει, για τους ίδιους λόγους, την ίδια την απόπειρα σύγκρισής τους.

Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν απαγορεύει στην επιστήμη της ιστορίας και στις κοινωνικές επιστήμες να χρησιμοποιούν τις λέξεις “ολοκληρωτικός” και “ολοκληρωτισμός”. Όπως λέει ο Marc Bloch για τις λέξεις “φεουδαρχία” και “φεουδαλική κοινωνία”: “Υπό τον όρο ότι μεταχειρίζεται τις εκφράσεις αυτές απλώς ως σημάνσεις, στο εξής καθιερωμένες, ενός περιεχομένου που μένει να ορίσει, ο ιστορικός μπορεί να τις ιδιοποιηθεί χωρίς παραπάνω τύψεις από εκείνες που δοκιμάζει ο φυσικός όταν, σε πείσμα της ελληνικής γλώσσας, επιμένει να κατονομάζει άτομο μια πραγματικότητα που δεν παύει να κατατέμνει”.

Πώς ο ολοκληρωτισμός κατέστη δυνατός;

Υπό το φως όλων όσα προηγήθηκαν, το επίθετο “ολοκληρωτικός” χρησιμοποιείται προκειμένου να σκιαγραφήσει τις ομοιότητες που μοιράζονται από κοινού ο φασισμός, ο ναζισμός και ο σταλινικός μπολσεβικισμός ως ιδεολογίες, πολιτικά κινήματα και συστήματα άσκησης εξουσίας. Ας σημειώσουμε ότι, σε αντίθεση με μια πλειάδα ερευνητών, εμείς συμπεριλαμβάνουμε τον ιταλικό φασισμό στο ρεύμα του ολοκληρωτισμού, γιατί η ένταξή του σ’ αυτό δεν θεμελιώνεται στο βαθμό ωμότητας που εκδήλωσε κατά τη μεταχείριση των εχθρών του καθεστώτος ή στον αριθμό των θυμάτων· συνάγεται από την παρουσία ορισμένων χαρακτηριστικών που, όπως έχουμε δει, ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, εγγενή στο φασισμό και τον συνδέουν με τον ναζισμό. Τα οποία, χωρίς να είναι καθόλου επιφανειακά ή συγκυριακά, ανήκουν στην ίδια την ταυτότητα του φασισμού, όπως και σ’ αυτή του ναζισμού και του σταλινικού μπολσεβικισμού.

Όμως, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν εξαντλούν τις συγκεκριμένες ταυτότητες. Διότι αυτές περιλαμβάνουν επίσης άλλα χαρακτηριστικά, που προσιδιάζουν στην καθεμία ξεχωριστά, και προσδιορίζουν την ιδιαιτερότητά τους. Εφόσον οι παρεξηγήσεις περισσεύουν σ’ αυτό το πεδίο, ας υπογραμμίσουμε ότι το να εντοπίζουμε εύλογα στο φασισμό, το ναζισμό και τον σταλινικό μπολσεβικισμό, τρεις παραλλαγές του ολοκληρωτισμού δεν σημαίνει καθόλου ότι διαγράφουμε τις διαφορές ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο, όπως και ανάμεσα σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους δύο και τον τρίτο. Σημαίνει απλά και μόνο ότι λαμβάνουμε υπόψη μας ταυτόχρονα τις ομοιότητες και τις διαφορές, προσέγγιση πολύ πιο ενδιαφέρουσα από εκείνη που, στην αδυναμία της να τις αντιληφθεί ως σύνολο, περιορίζεται στην εξέταση είτε των μεν είτε των δε.

Η έννοια του ολοκληρωτισμού μάς ωθεί, έτσι, να βγούμε από το εθνικό πλαίσιο και να θέσουμε το ερώτημα των παραγόντων που επέτρεψαν την εμφάνιση και την άνοδο στην εξουσία, στην Ιταλία, στη Γερμανία και στην πρώην ρωσική αυτοκρατορία, του φασισμού, του ναζισμού και του μπολσεβικισμού αντιστοίχως, και οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τις ομοιότητες που παρουσιάζουν. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι καθεμία από αυτές τις τρεις χώρες, τόσο διαφορετικές εξάλλου, ταλανίζεται, από τα τέλη του 19ου αιώνα, από μια σύγκρουση μεταξύ της δημοκρατίας και του κράτους, μεταξύ των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της γραφειοκρατίας, της αστυνομίας και του στρατού, επικεφαλής των οποίων ήταν ένας βασιλιάς ή ένας αυτοκράτορας. Στη Ρωσία, το διακύβευμα αυτής της σύγκρουσης είναι η καθολική ψήφος και η ίδια η ύπαρξη των αντιπροσωπευτικών θεσμών, προικισμένων με μια νομοθετική ισχύ και μια επιρροή στην πολιτική της κυβέρνησης. Στην Ιταλία και στη Γερμανία, πρόκειται για το κεντρικό ζήτημα της απόφασης σχετικά με την ειρήνη και τον πόλεμο, την οποία τα δημοκρατικά κόμματα επιθυμούν να στερήσουν από τον βασιλιά ή τον αυτοκράτορα προς όφελος του Κοινοβουλίου.

Το σχίσμα της πολιτικής σκηνής περιέρχεται, σε καθεμία απ’ αυτές τις χώρες, μεταξύ των κομμάτων που παίρνουν θέση υπέρ των αντιπροσωπευτικών θεσμών, χωρίς να συμφωνούν μεταξύ τους γύρω από τη δικαιοδοσία και τους τρόπους λειτουργίας τους, και εκείνα που, εξίσου διασπασμένα, υπερασπίζονται τη μοναρχία και την πολιτική και στρατιωτική της γραφειοκρατία. Τα πρώτα δεν θεωρούν νόμιμους παρά μόνο τους θεσμούς που επικυρώνονται από την καθολική ψήφο· για τα δεύτερα, δεν υπάρχει νομιμότητα, παρά μόνο αν αυτή θεμελιώνεται στην οργανική σχέση (enracinement) με το παρελθόν, και μάλιστα στους δεσμούς με το επέκεινα. Και στις δύο πλευρές, υπάρχουν εξτρεμιστικά κόμματα: η σοσιαλιστική αριστερά ονειρεύεται μια επανάσταση όμοια με τη Γαλλική Επανάσταση, αν όχι πιο ριζοσπαστική· η εθνικιστική δεξιά προσβλέπει σ’ ένα πραξικόπημα που θα μεταβίβαζε το σύνολο των εξουσιών στον μονάρχη. Όμως, αν εξαιρέσουμε ορισμένες ιταλικές ταραχές και την περίοδο ενός έντονου κοινωνικού κινήματος στη Ρωσία, η σύγκρουση μεταξύ της δημοκρατίας και του κράτους εκφράζεται χωρίς να διαταράσσει την ειρήνη του πολιτεύματος.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επιφέρει στην Ιταλία ένα πολύ ισχυρό χτύπημα στη μοναρχία και τη γραφειοκρατία, κυρίως τη στρατιωτική. Καταλήγει στην επανάσταση η οποία καταργεί τον τσαρισμό στη Ρωσία, ενώ προκαλεί ταυτόχρονα την πτώση της γερμανικής αυτοκρατορίας, αμέσως μετά την ήττα. Και στέλνει στα σπίτια τους εκατομμύρια άνδρες, οι οποίοι, στα χαρακώματα, έκαναν τη μαθητεία τους στη βία και την υπακοή. Έπειτα, ως απάντηση στο πραξικόπημα των μπολσεβίκων που κατέστρεψε τα πρώτα βήματα της δημοκρατίας, ξεσπά ένας εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία· οι μπολσεβίκοι, οι οποίοι βγαίνουν νικητές απ’ αυτόν, εγκαθιστούν ένα δικτατορικό καθεστώς, μετατρέποντας το κόμμα τους σ’ ένα ολοκληρωτικό κόμμα. Μια επανάσταση των συμβουλίων, που θα μπορούσε να επιφέρει έναν εμφύλιο πόλεμο, απειλεί εξίσου την Ιταλία και τη Γερμανία.

Όμως, στην Ιταλία και στη Γερμανία, οι θεσμοί που ενσάρκωναν την παραδοσιακή νομιμότητα ήταν είτε εξαιρετικά απαξιωμένοι είτε κατεστραμμένοι. Όσον αφορά τους δημοκρατικούς θεσμούς, οι οποίοι στην Ιταλία αποδείχτηκαν ανήμποροι να επαναφέρουν την πολιτειακή ειρήνη, στη Γερμανία έφεραν το στίγμα της ήττας και του εδαφικού ακρωτηριασμού, του υπερ-πληθωρισμού, και έπειτα της κρίσης και της ανεργίας. Και αποτελούσαν, επιπλέον, το αντικείμενο επιθέσεων τόσο από την επαναστατική άκρα αριστερά, η οποία δεν θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει τη “δικτατορία του προλεταριάτου” χωρίς να τους καταργήσει, όσο και από την άκρα δεξιά, η οποία είχε γίνει ανοιχτά πραξικοπηματική από τη στιγμή που το ισχυρό Κράτος που ονειρευόταν δεν μπορούσε να εδραιωθεί παρά μόνο στα ερείπια της δημοκρατίας.

Η Ιταλία και η Γερμανία δεν ήταν οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που έζησαν, αμέσως μετά τον πόλεμο, απόπειρες μίμησης του μοντέλου των μπολσεβίκων. Ούτε οι μόνες που είδαν να αναπτύσσονται πολιτικά κινήματα διαποτισμένα από την ολοκληρωτική νοοτροπία, η οποία ανήγε την πολιτική σε μία θανάσιμη μάχη με τον εχθρό, καθοδηγούμενη από έναν αρχηγό στον οποίο όφειλε κανείς να υπακούει τυφλά, στο όνομα μιας ενιαίας θέασης της κοινωνίας, στους αντίποδες εκείνης στην οποία ζούσε. Αλλά αυτές οι δύο χώρες ήταν οι μοναδικές, στις οποίες ούτε οι παραδοσιακοί ούτε οι δημοκρατικοί θεσμοί ήταν σε θέση να διαφυλάξουν την πολιτειακή ειρήνη και τη δημόσια τάξη.

Εκεί όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί είχαν τη δύναμη να το κάνουν, τα ολοκληρωτικά κόμματα δεν κατόρθωσαν ποτέ να προσεγγίσουν την εξουσία. Εξάλλου, μεταξύ των χωρών που βρίσκονταν σ’ αυτή την κατάσταση, μόνο η Γαλλία είχε ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα και μία μη ευκαταφρόνητη άκρα δεξιά. Αλλού, τα ολοκληρωτικά κινήματα δεν ξεπερνούσαν το επίπεδο των γκρουπούσκουλων. Κι εκεί όπου οι παραδοσιακοί θεσμοί παρέμειναν νομιμοποιημένοι στη συνείδηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού και επωφελήθηκαν της στήριξης του στρατού, της αστυνομίας, της Εκκλησίας, συστάθηκαν -ύστερα από πραξικοπήματα ή εμφυλίους πολέμους- αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία, περιστέλλοντας, φυσικά, ή καταλύοντας τη δημοκρατία, κατέστειλαν την άκρα αριστερά και συγκράτησαν τους μιμητές του Μουσολίνι ή του Χίτλερ.

Είναι, λοιπόν, η ταυτόχρονη κατάρρευση ή η παράλληλη διάβρωση των δημοκρατικών και των παραδοσιακών θεσμών που άνοιξαν το δρόμο (στην Ιταλία και στη Γερμανία) για τη μεταβίβαση της εξουσίας από τους εκπροσώπους του Κράτους, επιφορτισμένους, ως εκ της θέσεώς τους, με τη διαφύλαξη της νομιμότητας, στον αρχηγό του ολοκληρωτικού κόμματος. Μια ανάλογη συνθήκη προέκυψε στη Ρωσία, όπου ο τσαρισμός είχε απωλέσει τη νομιμοποίησή του και η δημοκρατία δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο ώστε να την αποκτήσει, πράγμα που επέτρεψε στους μπολσεβίκους να κατακτήσουν την εξουσία. Εξάλλου, οι σχέσεις του ολοκληρωτικού καθεστώτος με τον πληθυσμό, και ειδικότερα η ένταση της τρομοκρατίας, δεν απορρέουν μόνο από τις ιδεολογικές θεωρήσεις που αναδείξαμε ήδη, και από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης που προηγήθηκε της ανόδου στην εξουσία, αλλά επίσης από την επιβίωση των παραδοσιακών θεσμών και της επιρροής που ασκούν.

Αυτό εξηγεί τη σχετική αυτοσυγκράτηση που αναγκάστηκε να επιδείξει ο ιταλικός φασισμός απέναντι στη μοναρχία και, κυρίως, απέναντι στην Εκκλησία, και να παραχωρήσει, επομένως, μια ορισμένη αυτονομία στις οργανώσεις της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτό εξηγεί επίσης τη στυγνότητα του σταλινικού καθεστώτος, το οποίο, από την πλευρά του, δεν συνάντησε στο δρόμο του τίποτα που θα μπορούσε να το ανακόψει.

Οι εσωτερικές αντιφάσεις των ολοκληρωτισμών

Αντιδρώντας στις καταχρηστικές χρήσεις της λέξης “ολοκληρωτισμός”, εξετάσαμε μέχρι τώρα τα παραδείγματα του ιταλικού φασισμού, του γερμανικού ναζισμού και του σταλινικού μπολσεβικισμού στη Σοβιετική Ένωση, για τα οποία η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά. Για μια περίοδο όπως αυτή του Μεσοπολέμου, μια τόσο περιοριστική τοποθέτηση καθίσταται βάσιμη, διότι πουθενά αλλού δεν είχαμε να κάνουμε με ολοκληρωτικό καθεστώς, παρόλο που οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες έβρισκαν σε κάθε χώρα ανθρώπους που τις ασπάζονταν και τις προσάρμοζαν στις τοπικές απαιτήσεις, και παρόλο που, σε καθεμία απ’ αυτές, ολοκληρωτικά κινήματα ονειρεύονταν να καταλάβουν την εξουσία και δρούσαν αναλόγως.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο χάρτης του ολοκληρωτισμού υπέστη βαθιές αλλαγές. Την ώρα που η Ιταλία και η δυτική Γερμανία ανακάλυπταν ξανά τη δημοκρατία, η Σοβιετική Ένωση επέβαλε την εγκατάσταση ενός, ταυτόσημου με το δικό της, καθεστώτος στην ανατολική Ευρώπη (με την εξαίρεση της Ελλάδας) και στην κεντρική Ευρώπη (με την εξαίρεση της Φινλανδίας και της Αυστρίας, περιλαμβανομένης, ωστόσο, της ανατολικής Γερμανίας). Το ίδιο καθεστώς θα εγκατασταθεί, με τη σοβιετική στήριξη, στη Βόρεια Κόρεα και, μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο, συγχρόνως με έναν πόλεμο κατά των Ιαπώνων, στην Κίνα· παράλληλα, ανέλαβε τα ηνία στο βόρειο Βιετνάμ, προτού καταλάβει, ύστερα από τριάντα χρόνια πολέμου, το νότιο τμήμα της χώρας, παρασύροντας στο πέρασμά του και την Καμπότζη. Η Κούβα μετατράπηκε σε εμπροσθοφυλακή του ολοκληρωτισμού στη Λατινική Αμερική, ο οποίος κατάφερε, επίσης, να διεισδύσει και σε ορισμένες αφρικανικές χώρες.

Κι όμως, ενώ εξαπλωνόταν έτσι σε ολόκληρο τον κόσμο μ’ έναν τρόπο που έμοιαζε ακαταμάχητος, η σοβιετική παραλλαγή του ολοκληρωτισμού υφίστατο μετασχηματισμούς, οι οποίοι, χωρίς να την φέρνουν κοντά στη δημοκρατία, την απομάκρυναν εντούτοις από το αρχικό καθεστώς της. Μετασχηματισμοί οι οποίοι κατέληξαν, σε τελευταία ανάλυση, σε μια πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, η οποία προκλήθηκε, όχι από μία εξωτερική επέμβαση, ούτε από μία έκρηξη της εσωτερικής βίας, αλλά από ένα είδος ειρηνικής καθίζησης. Οι οποίοι μας αναγκάζουν εκ των πραγμάτων να θέσουμε δύο ερωτήματα: το πρώτο, γύρω από τις εσωτερικές αντιφάσεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων και τη δυναμική που τις πυροδοτεί και τις ανατροφοδοτεί· το δεύτερο, γύρω από τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των ειδικών χαρακτηριστικών του σταλινικού μπολσεβικισμού, τα οποία καταγράψαμε παραπάνω, και ειδικότερα γύρω από τον ρόλο που διαδραμάτισε στην ιστορία του η μαρξιστική συνιστώσα της ιδεολογίας του.

Σύμφωνα με μια αρκετά διαδεδομένη άποψη, το να αποδέχεσαι ότι ένα καθεστώς είναι ολοκληρωτικό σημαίνει ότι το εξομοιώνεις μ’ ένα μονολιθικό καθεστώς και ότι, κατά συνέπεια, αποκλείεις την ίδια τη δυνατότητα μιας αλλαγής παραγόμενης από ενδογενείς παράγοντες. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα πάσχιζαν να δημιουργήσουν μια τέτοια εικόνα για τα ίδια, διότι το να δέχεσαι ότι μαστίζονται από συγκρούσεις θα σήμαινε γι’ αυτά ότι αναγνωρίζεις την χρεωκοπία του σχεδίου τους για την οικοδόμηση μιας ενιαίας κοινωνίας· τα χάσματα σ’ αυτό το σχέδιο, τα οποία δεν κατόρθωναν να αποκρύψουν, παρουσιάζονταν, συνεπώς, ως απομεινάρια του παρελθόντος που θα εξαλείφονταν με τον χρόνο. Από την πλευρά τους, οι διεξαγωγείς της ιδεολογικής μάχης κατά του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης βεβαίωναν την απόλυτη ακαμψία των ολοκληρωτικών καθεστώτων, προκειμένου να δικαιολογήσουν την πεποίθησή τους ότι οι αλλαγές που ορισμένοι υποστήριζαν ότι διακρίνουν σ’ αυτά δεν ήταν παρά απατηλές. Η αντιστοιχία που εδραιώθηκε έτσι μεταξύ “ολοκληρωτικού” και “μονολιθικού” λειτούργησε, επομένως, πολύ λογικά, ως επιχείρημα που υποτίθεται ότι ακυρώνει την ίδια την ιδέα περί ολοκληρωτισμού, παρόλο που κάθε μελέτη, οσοδήποτε εμβριθής, των θεσμών της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας ανακαλύπτει εντάσεις και ασυνέχειες που αντιτίθενται στην εικόνα ενός συμπαγούς όγκου.

Από την παραπάνω περιγραφή του οργανογράμματος και του τρόπου λειτουργίας της φασιστικής, της ναζιστικής και της μπολσεβικικής εξουσίας, όσο συνοπτική κι αν ήταν, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι διαφωνίες, οι εσωτερικές διαμάχες και μια ορισμένη αταξία αποτελούν αναπόφευκτες όψεις ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Αυτό το τελευταίο, στην πραγματικότητα, όσο κι αν απωθεί τις κοινωνικές συγκρούσεις ή τη διαφορετικότητα των απόψεων, βιώνει καθημερινά τη δυσαρμονία ανάμεσα, από τη μία πλευρά, στο κράτος και το κόμμα, και, από την άλλη πλευρά, στις μάζες, στις οποίες πρέπει να εμπνέει τον φόβο και να εξάπτει τον ενθουσιασμό, τις οποίες, με άλλα λόγια, τυγχάνει να τρομοκρατεί και να κινητοποιεί ταυτόχρονα. Ανάλογα με τις συγκυρίες, ειδικότερα ανάλογα με την οικονομική συνθήκη, η έμφαση δίνεται πότε στην καταστολή και πότε στην προπαγάνδα. Όμως οι δυό τους, σε ποικίλες αναλογίες, χρησιμοποιούνται σε μόνιμη βάση, πράγμα που μαρτυρεί τη λανθάνουσα σύγκρουση μεταξύ των προνομιούχων του καθεστώτος και του υπόλοιπου πληθυσμού.

Ούτε οι πρώτοι ούτε o δεύτερος συνιστούν ομοιογενείς ομάδες. Στη Γερμανία και στην Ιταλία, οι κοινωνικές τάξεις της αστικής κοινωνίας δεν καταργήθηκαν. Καταργήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση και στις χώρες όπου εξήγαγε το καθεστώς της, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να εξαλείψει τις διαφορές εισοδήματος, κύρους και συνθηκών διαβίωσης μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου, των εργατών και των διανοούμενων, των ανδρών και των γυναικών, καθώς και τις διαγενεακές διαφορές, ή ακόμη τις εθνικές διαφορές στο εσωτερικό των πολυεθνικών χωρών. Σ’ αυτές τις κληρονομημένες διαφορές, ορισμένες εκ των οποίων επιδεινώθηκαν από το καθεστώς, προστίθεται το σχίσμα ανάμεσα στον πληθυσμό και τη νομενκλατούρα [γραφειοκρατία] -με αποτέλεσμα να επεκταθεί σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα αυτός ο όρος σοβιετικής καταγωγής-, η οποία συγκροτείται σε διακριτή ομάδα μέσω των προνομίων που αποδίδονται στα μέλη της σύμφωνα με την θέση τους στην ιεραρχία, τα οποία ξεχωρίζουν μέσα στη γενική σπάνη.

Όμως, η ίδια η γραφειοκρατία κατανέμεται μεταξύ των μηχανισμών του κράτους και του κόμματος, των διαφόρων αστυνομιών που ανήκουν είτε στο ένα είτε στο άλλο, και τέλος, του στρατού, η θέση του οποίου είναι διακριτή, στους οποίους προστίθεται, στη Σοβιετική Ένωση και τις σοβιετοποιημένες χώρες, η διοίκηση της οικονομίας. Αυτοί οι διακριτοί μηχανισμοί συνθέτουν μια ιεραρχία, στην οποία οι θέσεις δεν αποκτώνται ποτέ οριστικά, και η οποία διαπερνάται από ανταγωνισμούς με αντικείμενο την αναγνώριση, την εξουσία, το κύρος· οι ανταγωνισμοί αυτοί μεταφράζουν ενίοτε τα προβλήματα της πραγματικής χώρας, πάντοτε όμως μ’ έναν τρόπο παραμορφωμένο από τα παιχνίδια των μηχανισμών και τις προσωπικές φιλοδοξίες. Σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι ιδεολόγοι, φρουροί του δόγματος, αντιτίθενται έτσι στους, οπωσδήποτε περισσότερο ρεαλιστές, πολιτικούς. Και στα καθεστώτα σοβιετικού τύπου, οι εκπρόσωποι της βαριάς βιομηχανίας, η οποία παράγει προϊόντα εξοπλισμού, κυρίως στρατιωτικού, βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τους υπεύθυνους για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Ένα από τα καθήκοντα του αρχηγού είναι η διαιτησία μεταξύ των δύο.

Αλλά αν ο αρχηγός συμβάλλει ώστε τα προβλήματα να λύνονται εγκαίρως, καθίσταται σε μεγάλο βαθμό εξολοκλήρου υπεύθυνος για τη λύση τους. Διότι συντηρεί, και μάλιστα υποδαυλίζει, τους ανταγωνισμούς και εμποδίζει την εξόφθαλμη επικράτηση της μίας πλευράς, προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία των δυνάμεων και να ματαιώσει τις συμμαχίες που θα μπορούσαν να τον εξαναγκάσουν σε συμβιβασμό μαζί τους. Τοποθετημένος εξ ορισμού υπεράνω όλων των μηχανισμών και όλων των κανόνων, και περιβληθείς με την εξουσία να είναι εκείνος που σε τελική ανάλυση αποφασίζει, προσπαθεί, μπροστά στις διαφωνίες των υφισταμένων του, να παραμένει στο επίκεντρο. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν παράγοντα με ευρύτατη αυτονομία, η προσωπικότητα του οποίου είναι καθοριστικής σημασίας για την κατεύθυνση της πολιτικής του καθεστώτος.

Ένας απόλυτος μονάρχης όφειλε να σέβεται τις εντολές της θρησκείας και η ρωσική απολυταρχία πίστευε σ’ έναν Θεό, στον οποίο ήταν υπόλογη· και οι δύο αισθάνονταν επιπλέον μία ευθύνη ενώπιον των δυναστειών τους: ενώπιον των προκατόχων τους και ενώπιον των κληρονόμων τους. Η παραδοσιακή νομιμότητα δημιουργούσε, έτσι, δικλείδες ασφαλείας που καθιστούσαν δύσκολη, χωρίς να αποκλείουν εξολοκλήρου, τη λήψη αποφάσεων παρακινημένων αποκλειστικά από την ιδιοτροπία, τον φόβο, τις εμμονές ή τις φαντασιώσεις του μονάρχη. Όσο για τη δημοκρατία, εκείνη τιμωρεί όποιον καταστρατηγεί τους κανόνες της τουλάχιστον με την απώλεια των εκλογών. Σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που δεν γνωρίζει ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη εκδοχή, ο αρχηγός δεν περιορίζεται παρά μόνο από τον συσχετισμό των δυνάμεων στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας. Έτσι, εισάγει στη λειτουργία του καθεστώτος ένα απρόβλεπτο στοιχείο και μια αυθαιρεσία που το μετατρέπουν σε καθεστώς εξαίρεσης.

Το τέλος των ολοκληρωτισμών

Σ’ αυτές τις εσωτερικές εντάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, ο μπολσεβικισμός προσθέτει τις δικές του ειδικές αντιφάσεις μεταξύ της δεδηλωμένης μαρξιστικής συνιστώσας της ιδεολογίας του και της πολιτικής του. Αντιφάσεις οι οποίες επιδρούσαν στα μέλη του κόμματος, που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στο σεβασμό των διδασκαλιών των “κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού”, όπως επίσης και σ’ ένα τμήμα του πληθυσμού, που είχε υποχρεωθεί να μάθει τις αδρές γραμμές τους και να τις δέχεται ως credo, αλλά οι οποίες, ζώντος του Στάλιν, μπορούσαν να αποκρύπτονται. Ο θάνατός του, ανοίγοντας το ζήτημα της διαδοχής, τις επανενεργοποίησε.

Ο Στάλιν ήταν για μέγαλο διάστημα ο απόλυτος κυρίαρχος. Προς τα τέλη της ζωής του, είχε γίνει τόσο απρόβλεπτος που έμοιαζε απειλητικός για τα ανώτερα στρώματα της γραφειοκρατίας, τα οποία, όταν απαλλάχτηκαν πια από την παρουσία του, συμφωνούσαν τουλάχιστον σ’ ένα πράγμα: να μην αποκτήσουν ξανά έναν ηγέτη του είδους του. Εξού και η επιμονή τους στη “συλλογική διεύθυνση” και το “ρόλο των μαζών”, ενόψει της ανάληψης του ελέγχου της αστυνομίας, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην υπηρεσία του Στάλιν, από τον κομματικό μηχανισμό, βοηθούντος του στρατού. Μετά την καθαίρεση των υπευθύνων της τρομοκρατίας, ένα από τα υποψήφια θύματα της οποίας βρισκόταν τώρα στη θέση του νέου αρχηγού, ακολούθησε η εξάρθρωση του στρατοπεδικού συστήματος· το οποίο, εντούτοις, δεν έπαψε να υπάρχει, αλλά δεν ήταν πλέον εκείνο που ήταν υπό την ηγεσία του Στάλιν. Παράλληλα, η εξουσία του αστυνομικού μηχανισμού αποδυναμώθηκε, καθώς η τρομοκρατία αποσύρθηκε από την ημερήσια διάταξη αφού είχε πρώτα καταδικαστεί, έστω και με ασυνεπή τρόπο. Βρέθηκαν γι’ αυτό δικαιολογίες ιδεολογικού χαρακτήρα, όπως η απόρριψη της θέσης ότι η ταξική πάλη οξύνεται ταυτόχρονα με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ή η ανατίμηση της ιδέας περί “σοσιαλιστικής νομιμότητας”. Απουσία της τρομοκρατίας, ο κομματικός μηχανισμός περιορίστηκε στο καθήκον της κινητοποίησης· τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Στάλιν σφραγίστηκαν από μία σειρά προσπαθειών για κινητοποίηση των μαζών.

Το σοβιετικό καθεστώς παρέμενε ακόμη ολοκληρωτικό; Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ότι επρόκειτο για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς καθ’ οδόν προς την αποσύνθεση. Δεν ασκούσε πλέον τρομοκρατία μαζικής κλίμακας και δεν είχε ηγέτη, ιδίως μετά την παύση του διαδόχου του Στάλιν στη γενική γραμματεία του κόμματος, τρομερά απρόβλεπτου για τους ομοίους του. Από τη στιγμή αυτή και μετά, το σοβιετικό καθεστώς έπαψε να είναι ένα καθεστώς εξαίρεσης. Διατηρούσε όλους τους θεσμούς ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος και επιθυμούσε ακόμη την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς αντιθέσεις. Αλλά στο εξής η γραφειοκρατική ρουτίνα αντικαθιστούσε τη βούληση του αρχηγού και η απομάγευση, έναν, έστω κατά παραγγελία, ενθουσιασμό. Ο υπάλληλος υποκαθιστούσε το ενεργό μέλος· το χρήμα, την ιδεολογία· η γεροντοκρατία, τη λατρεία της νεότητας. Οι φανατικοί του παρελθόντος στρέφονταν τώρα στον κυνισμό.

Η εξέλιξη αυτή διαμορφωνόταν ως απάντηση στις αντιφάσεις του καθεστώτος: στις εξεγέρσεις στα στρατόπεδα, στις κοινωνικές εκρήξεις, στις διαμάχες στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας. Οι αντιφρονούντες, όσο ανίσχυροι κι αν ήταν, γίνονταν μάρτυρες, με την παρουσία τους και μόνο, μιας κρίσης, την οποία η εξουσία δεν είχε πλέον τα μέσα να αποκρύψει, διότι δεν κατάφερνε να καθορίσει μία πολιτική στάση απέναντί τους. Τους κατέστελλε, βέβαια, αλλά, την ίδια στιγμή, ήταν τρωτή, σ’ ένα βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, στις πιέσεις των δημοκρατιών για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ασυνέπεια αυτή απέρρεε από την κρίση ιδεολογικής ταυτότητας του καθεστώτος. Δεν μπορούσε ούτε να χρησιμοποιεί τη δημοκρατική ρητορική, η οποία χρησιμοποιούνταν τώρα εναντίον του, ούτε και να την απορρίψει πλήρως. Δεν μπορούσε ούτε να αναβαπτιστεί ως διεθνιστικό, ούτε να ταχθεί τελείως υπέρ του ρωσικού εθνικισμού. Όσο για τη μελλοντική προοπτική που θεμελίωνε τη νομιμοποίησή του, έπαψε να είναι αξιόπιστη. Στρεφόταν, έτσι, όλο και περισσότερο προς την παράδοση -τη δική του παράδοση και την παράδοση της ρωσικής αυτοκρατορίας-, χωρίς όμως να εγκαταλείπει ποτέ την αναφορά στο μέλλον.

Το σοβιετικό καθεστώς μετασχηματιζόταν, έτσι, σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο όμως διατηρούσε τους σταλινικούς θεσμούς και το οποίο δεν μπορούσε πλέον να επικαλείται την απειλή ενός εμφυλίου πολέμου, προκειμένου να δικαιολογεί την ύπαρξή του. Θα ήταν άσκοπο να περιγράψουμε εδώ τις τελευταίες δεκαετίες του. Και είναι πέραν των αρμοδιοτήτων μας να συγκρίνουμε την εξέλιξη της μετασταλινικής Σοβιετικής Ένωσης μ’ εκείνη της μεταμαοϊκής Κίνας, η οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, συνίσταται επίσης σε μια πορεία αποσύνθεσης του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η μοίρα αυτή επιφυλάσσεται άραγε σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ή μήπως μια τέτοιου τύπου αποσύνθεση προσιδιάζει αποκλειστικά στους μπολσεβικικούς ολοκληρωτισμούς;

Η φασιστική Ιταλία και η ναζιστική Γερμανία είχαν υπερβολικά σύντομη διάρκεια ζωής για να μας χρησιμεύσουν ως πρότυπα σύγκρισης, και η καταστροφή τους προήλθε από εξωτερικούς παράγοντες. Μπορούμε, ωστόσο, να αναρωτηθούμε κατά πόσο η φασιστική και η ναζιστική ιδεολογία υπήρξαν υπεύθυνες για το ιστορικό πεπρωμένο των καθεστώτων που γέννησαν, στο μέτρο που τα ώθησαν σε μια εξωτερική επέκταση και στον πόλεμο. Η μπολσεβικική ιδεολογία εκθείαζε, όπως είδαμε, την ειρήνη· επέτρεπε, φυσικά, τη δικαιολόγηση του πολέμου, αλλά δεν την επέβαλλε. Από την άλλη πλευρά, όπως επίσης είδαμε, ενώ η φασιστική και η ναζιστική ιδεολογία ήταν σαφώς εχθρικές απέναντι στις δημοκρατίες, η μπολσεβικική ιδεολογία υιοθετούσε απέναντί τους, λόγω της μαρξιστικής κληρονομιάς της, μια διφορούμενη στάση: μπορούσαν να είναι, ανάλογα με τις περιστάσεις, σύμμαχοι ή εχθροί της. Και ο πόλεμος ανάμεσα στους μπολσεβικικούς ολοκληρωτισμούς (σοβιετικό και κινεζικό) και στις δημοκρατίες δεν ήταν παρά ένας ψυχρός πόλεμος που δεν κατέληξε ποτέ σε μια ευθεία αντιπαράθεση. Όλα αυτά, λοιπόν, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο μπολσεβικισμός κατάφερε να επιβιώσει για τόσο μεγάλο διάστημα και να πεθάνει από βαθύ γήρας χάρη στις μαρξιστικές συνιστώσες της ιδεολογίας του.

Η εδαφική του εξάπλωση, η διάρκειά του, η ευθύνη του για το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η απειρία των εγκλημάτων του, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της πολιτικής του, οπουδήποτε είχε την ευκαιρία να την ασκήσει, όλα αυτά καθιστούν τον ολοκληρωτισμό ένα από τα μείζονα φαινόμενα του 20ού αιώνα. Και ένα από τα χαρακτηριστικότερα. Σήμερα έχει εξαφανιστεί στην Ευρώπη, ενώ αλλού βρίσκεται σε παρακμή. Όμως, δεν είναι μακριά οι καιροί που έμοιαζε να μεταβαίνει από νίκη σε νίκη. Είναι πιθανή μια επανεμφάνισή του;

Ο ολοκληρωτισμός φαντάζει, σ’ αυτό το τέλος του αιώνα, ως ένα προϊόν της συγκυρίας που διαμορφώθηκε από τη ρωσική Επανάσταση, ή μάλλον από το πραξικόπημα των μπολσεβίκων στο εσωτερικό αυτής της τελευταίας, και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δεσμός που συνδέει αυτά τα δύο μεγάλα συμβάντα είναι ένας δεσμός που βασίζεται στη σύμπτωση. Η πρώτη πράξη της ρωσικής Επανάστασης διαδραματίστηκε πριν τον πόλεμο· η δεύτερη δεν ήταν παρά ζήτημα χρόνου. Με ή χωρίς τον πόλεμο, ο τσαρισμός θα είχε πιθανόν καταλυθεί. Και δεν αποκλείεται ότι, ακόμη και χωρίς τον πολέμο, οι μπολσεβίκοι θα καταλάμβαναν την εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν καταδικασμένοι να εγκαθιδρύσουν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, όχι επειδή είχαν συλλάβει σκόπιμα ένα τέτοιο σχέδιο -δεν ονειρεύονταν παρά την ελευθερία-, αλλά γιατί απέρριπταν ταυτόχρονα την παράδοση και την καθολική ψηφοφορία. Μπορούμε πράγματι να βεβαιώσουμε ότι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα είναι ότι κατέληξαν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, στο μέτρο που απέρριπταν συγχρόνως ένα παλαιό καθεστώς (είτε αυτό ήταν ρωσικό είτε κινεζικό, αιθιοπικό ή ιρανικό) και τη δημοκρατία. Με άλλα λόγια, στο μέτρο που, χωρίς να είναι “προλεταριακές επαναστάσεις”, είναι την ίδια στιγμή αντιαπολυταρχικές και αντικαπιταλιστικές, αντιαστικές, αντιδυτικές.

Όντως, είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος που, αν δεν επέτρεψε, τουλάχιστον διευκόλυνε τη νίκη των μπολσεβίκων. Και ο οποίος αποδυνάμωσε (στην Ιταλία) και κατέλυσε (στη Γερμανία) τους παραδοσιακούς θεσμούς, ενώ οι περιστάσεις που διαμορφώθηκαν, από τη μία πλευρά, από τη ρωσική Επανάσταση και, από την άλλη, από την εξέλιξη του πολέμου υπέβαλαν σε μια ταχεία διάβρωση τη δημοκρατική νομιμότητα, ανοίγοντας το δρόμο για την εξουσία στα ολοκληρωτικά κινήματα, τα οποία έτρεφαν βέβαια ένα βίαιο μίσος για τους μπολσεβίκους αλλά είχαν εντυπωσιαστεί με την επιτυχία τους. Γνωρίζουμε τη συνέχεια. Όμως, μια παρόμοια σύνθεση (configuration) είναι στη σημερινή Ευρώπη απολύτως αδύνατη, για λόγους που δεν αξίζει καν τον κόπο να εκθέσουμε. Όποιοι κι αν είναι οι κίνδυνοι που απειλούν το μέλλον της δημοκρατίας, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο ολοκληρωτισμός, έτσι όπως τον γνωρίσαμε, ανήκει οριστικά στο παρελθόν.

Σημειώσεις

[1] Όταν, την άνοιξη του 1993, ο François Bédarida μου πρότεινε να συντάξω το λήμμα “ολοκληρωτισμός” του Κριτικού λεξικού των χρόνων της βίας 1938-1948 [Dictionnaire critique des années de violence 1938-1948] (Παρίσι, Flammarion, 1995), είπα στον εαυτό μου ότι αυτή ήταν μια ιδανική ευκαιρία να διευκρινίσω επιτέλους την προσωπική μου θέση απέναντι στο ζήτημα της ορθότητας και της νομιμότητας αυτού του όρου, οι οποίες ξέρουμε ότι δέχονται ζωηρή αμφισβήτηση. Από την πλευρά μου, έχω επικαλεστεί τον όρο “ολοκληρωτισμός” πολλές φορές, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το βιβλίο μου Η Ευρώπη και τα έθνη της [L’ Europe et ses nations] (Παρίσι, Gallimard, 1990, σ. 219 κ.ε.), προκειμένου να ορίσω τη μείζονα πολιτική καινοτομία που χαρακτήρισε την περίοδο που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κατέστη δυνατή χάρη σ’ αυτόν. Αλλά δεν δοκίμασα ποτέ να δικαιολογήσω αυτή την επιλογή. Το λήμμα που παρέδωσα στον François darida τον Ιανουάριο του 1994, αποδείχθηκε διπλάσιου μεγέθους σε σχέση με τις απαιτήσεις του Λεξικού. Και επιπλέον δεν επικεντρωνόταν επαρκώς στη χρονική περίοδο που έπρεπε να καλύπτει. Συνέταξα, επομένως, ένα νέο κείμενο, σύμφωνο προς τις απαιτήσεις. Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου να απαντήσω στο ερώτημα αναφορικά με την ορθότητα και τη νομιμότητα του όρου ολοκληρωτισμός, θα το βρείτε σε ό, τι ακολουθεί. Η καταγωγή και ο στόχος αυτού του κειμένου εξηγούν για ποιο λόγο δεν περιλαμβάνει σημειώσεις. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει στο λήμμα μου στο Λεξικό τους τίτλους των βασικών έργων που πραγματεύονται το θέμα. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε σήμερα και το βιβλίο του François Furet, Το παρελθόν μιας αυταπάτης. Δοκίμιο για την κομμουνιστική ιδέα στον 20ό αιώνα [Le passé d’ une illusion. Essai sur l’ idée communiste au 20e siècle], Παρίσι, Laffont-Calmann-Lévy, 1995.

Πηγή: http://www.persee.fr 

 

Advertisement

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s