Λίγοι θα περίμεναν ότι οι εκλογές στο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Βαυαρίας θα συγκέντρωναν τα φώτα της δημοσιότητας αλλά και ένα ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον, με ανακατατάξεις στην πολιτική σκακιέρα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Η θεαματική άνοδος του κόμματος των Πρασίνων, το οποίο διπλασίασε την εκλογική του δύναμη από 9,8% σε 18,3%, σε συνδυασμό με τον εκλογικό καταποντισμό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αποτελεί αφετηρία για μια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο οι Πράσινοι θα αντικαταστήσουν σε παγγερμανικό επίπεδο τις παραδοσιακές δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας.
Οι Πράσινοι κατάφεραν να “υποκαταστήσουν” το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δημοσκοπικά σε παγγερμανικό επίπεδο και εκλογικά στη Βαυαρία ακολουθώντας μια αρκετά κρυστάλλινη και ανεξάρτητη πολιτική στάση. Η διολίσθηση του S.P.D σε έναν νέο “μεγάλο συνασπισμό” με τους χριστιανοδημοκράτες/χριστιανοκοινωνιστές και η χλιαρή αντίδραση, αν όχι η μερική υιοθέτηση της ακραία ξενοφοβικής στάσης του ομοσπονδιακού υπουργού Εσωτερικών Ζεερχόφερ, έπληξαν την εμπιστοσύνη των σοσιαλδημοκρατών ψηφοφόρων. Παράλληλα, το κόμμα των Πρασίνων διατηρεί σταθερά μια φιλομεταναστευτική και φιλοευρωπαϊκή ρητορική και πολιτική στάση. Αυτό συνέβαλε και στην προσέλκυση των μετριοπαθών βαυαρών χριστιανοκοινωνιστών που καταδίκασαν εκλογικά την ακροδεξιά στροφή του CSU. Επενδύοντας στην τομή κοσμοπολίτες/απομονωτιστές – φιλελεύθεροι/αυταρχικοί, οι Πράσινοι συγκέντρωσαν την “κρίσιμη μάζα” τόσο των σοσιαλδημοκρατών όσο και των χριστιανοκοινωνιστών.
Ενώ οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις του κρατιδίου πολιτεύτηκαν με πολιτικές όπως η υποχρεωτική ανάρτηση του σταυρού στις αίθουσες όλων των δημόσιων κτιρίων, οι Πράσινοι κατάρτισαν ένα σύγχρονο και αρκετά πειστικό πρόγραμμα. Ενδεικτικά, το 52% και 51% των ψηφοφόρων των Πρασίνων έκαναν την επιλογή τους με βάση την εκπαιδευτική και τη στεγαστική πολιτική του κόμματος, ενώ το 49% για την περιβαλλοντική πολιτική του. Με σημαίες του τον φεμινισμό, την ψηφιοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, την κλιματική μετάβαση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, οι Πράσινοι έπεισαν ότι δεν είναι πλέον ένα κόμμα διαμαρτυρίας, αλλά μία ώριμη πολιτική δύναμη. Η ανανέωση στα πρόσωπα ακολούθησε την προγραμματική ανανέωση. Η διαρχία των τριαντάρηδων Καταρίνα Σούλτσε, εθελόντριας στην προεκλογική εκστρατεία Ομπάμα το 2008, και Λούντβιχ Χάρτμαν, ενέπνευσε εμπιστοσύνη και συνέπεια στο βαυαρικό εκλογικό σώμα μαζί με έναν αέρα ανανέωσης. Η ανανέωση αυτή δεν επέκρινε ούτε απαξίωσε την βαυαρική ταυτότητα και παράδοση, στοιχεία πολύ ισχυρά στην τοπική συλλογική συνείδηση. Ο συνδυασμός της τοπικής ταυτότητας με μια σύγχρονη, ρεαλιστική και ακλόνητη πολιτική στάση δικαίωσε την ηγεσία των Πρασίνων.
Η κριτική εξ αριστερών για την επιτυχία αυτή, περιγράφει την ψήφο στους πράσινους ως μια μεταμοντέρνα ψήφο οικολογικής εξιλέωσης σε ένα κόμμα “της μόδας”. “Οι αστοί ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν την βαυαρική ύπαιθρο ψηφίζουν τους Πράσινους για να εξιλεωθούν μπροστά στους ρύπους της Πόρσε τους” παρατηρεί ένας δημοσιογράφος τοπικής εφημερίδας. Από την άλλη όμως, οι Πράσινοι, άφθαρτοι, σταθεροί στις θέσεις τους, ενσαρκώνουν πειστικότατα την πραγματικά προοδευτική πολιτική τού αύριο. Άλλωστε, όπως επισήμανε ο νεοεκλεγμένος (ελληνικής καταγωγής) οικολόγος δήμαρχος των Ιξελλών στο Βέλγιο, “οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν θα κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε μετανάστες και μη”.